Αλέξης Βούκαλης

Δεν εμφανίζονται συχνά στις μέρες μας νέες δουλειές στον έντεχνο/λαϊκό ήχο, οι οποίες να βρίσκουν τον τρόπο να ακουστούν φρέσκιες, δίχως να «μηρυκάζουν» περασμένα μεγαλεία. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Θέμος Σκανδάμης το πέτυχε με τη μία και προξένησε έτσι την περιέργειά μας...  

Το Μακροβούτι είναι η πρώτη σου δισκογραφική δουλειά και περιέχει 15 τραγούδια στα οποία έχεις γράψει τη μουσική και τους στίχους. Πώς θα περιέγραφες -σε γενικές γραμμές- τον χαρακτήρα του άλμπουμ;                        «Μου είναι λίγο δύσκολο να περιγράψω εκ των υστέρων και ως τρίτος το Μακροβούτι και τα τραγούδια του, και δεν είναι ακριβώς δική μου δουλειά κάτι τέτοιο. Όμως εκ των έσω θα μπορούσα να πω ότι είναι μεμονωμένα τραγούδια, που γράφτηκαν σε διαφορετικές συγκυρίες το καθένα, αποτελούν όμως μια ενότητα όσο αποτελεί και η ζωή αυτού που τα έγραψε -δηλαδή της αφεντομουτσουνάρας μου. Μία συνέχεια. Ο χαρακτήρας λοιπόν του άλμπουμ είναι πολύ προσωπικός και αντικειμενικός ταυτόχρονα, δηλαδή πλήρως αντιφατικός, ερωτικός και πεισιθανάτιος, μελοδραματικός και χαζοχαρούμενος, πολιτικός και αυτοαναφορικός. Με μία λέξη ανθρώπινος. Τουλάχιστον αυτή είναι η φιλοδοξία του».                                                                                                                

Μέσα απ' τα τραγούδια -και ανεξαρτήτως θέματος- βγαίνει ένας ενθουσιασμός και μια θετική διάθεση, η οποία χαρακτηρίζει το συνολικό αποτέλεσμα ακόμα και στις πιο εσωστρεφείς στιγμές του δίσκου. Εκφράζει αυτό και μια γενικότερη αντίληψή σου για τα πράγματα;

 

«Νομίζω πως η προηγούμενη απάντηση καλύπτει κάπως και αυτήν την ερώτηση. Ο ενθουσιασμός που μπορεί να διακρίνεις οφείλεται στη χαρά όσων παίζουμε κάτι που και μας αρέσει και το πιστεύουμε. Παρ' όλα αυτά μία ειρωνεία πάντα υποβόσκει και δη στις πιο ενθουσιώδεις και φανφαρόνικες στιγμές του άλμπουμ. Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όταν είσαι βουτηγμένος στα σκατά μέχρι τον λαιμό, το μόνο που σου μένει είναι να τραγουδήσεις».


Κάποια τραγούδια στο Μακροβούτι μοιάζουν να παραπέμπουν (σαν ύφος περισσότερο) στον Θανάση Παπακωνσταντίνου, διατηρώντας ωστόσο ένα ιδιαίτερο μουσικό και στιχουργικό στίγμα. Ποιες είναι αλήθεια οι επιρροές σου;

«Το ύφος στο οποίο αναφέρεσαι είναι η δημιουργική συμμετοχή του βιολιστή Φώτη Σιώτα στον δίσκο, καθώς και αυτή της Μάρθας Φριτζήλα. Κατά τα άλλα η ερώτηση με τις επιρροές πάντα μου ξινίζει λίγο, αφενός γιατί ο κατάλογος όσων μπορώ να σκεφτώ (μουσικών, ποιητών, λογοτεχνών, φιλοσόφων, ηλιθίων, σκηνοθετών, θείων, φίλων, διαφημιστών, ταξιτζήδων, φαντασμάτων, ακροβατών, σκιών, ζώων) είναι μάλλον ατελείωτος και αφετέρου γιατί ο κατάλογος αυτών που μου διαφεύγουν είναι κι εκείνος αναγκαστικά ατελείωτος».

 

Η Μάρθα Φριντζήλα ερμηνεύει τρία τραγούδια, ενώ άλλα δύο λέει η Σταυρούλα Παυλίκου, η οποία συμβάλλει και γενικότερα στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας του άλμπουμ παίζοντας φλάουτο και κάνοντας δεύτερα φωνητικά στα περισσότερα τραγούδια. Πες μας λίγα λόγια για τη συμμετοχή τους...

«Η Μάρθα είναι εδώ και πολλά χρόνια (από το 1999 περίπου) φίλη, δασκάλα στο θέατρο και στο τραγούδι, σύμβουλος και οπωσδήποτε μία φωνή που έχω πολύ στα αυτιά μου και στην καρδιά μου. Συνεπώς η συμμετοχή της ήταν κάτι πολύ φυσικό, πολλώ δε μάλλον αφού ήταν από τους πρώτους ακροατές αρκετών από τα τραγούδια που ακούτε. Η Σταυρούλα Παυλίκου συμμετέχει ως φλαουτίστρια και τραγουδίστρια από την πρώτη στιγμή που φτιάχτηκε το συγκρότημα και αποτελεί έτσι αναπόσπαστο κομμάτι της συγκεκριμένης δουλειάς. Επίσης είναι κατά τη γνώμη μου -αλλά όχι μόνο- μία τραγουδίστρια με αισθητήριο σπάνιο και αντίληψη εξίσου σπάνια. Όσο για τη φωνή της... Όσοι ακούν, καταλαβαίνουν».  

Πόσο εύκολο είναι για έναν νέο δημιουργό να δημοσιοποιήσει τη δουλειά του; Συνάντησες δυσκολίες μέχρι να κυκλοφορήσει το CD ή υπήρξαν εξ αρχής άνθρωποι που πίστεψαν στο υλικό και βοήθησαν στην έκδοσή του;

«Οι άνθρωποι που πίστεψαν στο υλικό είναι όλοι αυτοί οι οποίοι συμμετέχουν στον δίσκο καθώς και όσοι άκουσαν τα τραγούδια ζωντανά και με ενθάρρυναν/συμβούλεψαν. Θέλω να πω ότι, κατ' αρχάς, η δημοσιοποίηση των τραγουδιών ξεκίνησε από τις συναυλίες. Από 'κει και πέρα η αλήθεια είναι ότι στάθηκα αρκετά τυχερός σε σχέση με άλλους, γιατί ενώ είχα ήδη σχεδόν τελειώσει τις ηχογραφήσεις με δικό μου κόστος και με την αφιλοκερδή βοήθεια των μουσικών αλλά δεν είχα ιδέα για το ποιος θα μπορούσε να εκδώσει το υλικό, μας άκουσε στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ ο Γιώργος ο Μητρόπουλος και μου πρότεινε την έκδοση στον Καθρέφτη. Στο ενδιάμεσο βεβαίως το ίδιο υλικό είχε απορριφθεί ως μη ραδιοφωνικό και ακατάλληλο από αρκετούς άλλους».  

 

Εκτός απ' το τραγούδι έχεις σπουδάσει και ασχολείσαι με το θέατρο. Έχοντας ήδη κάποια εμπειρία κι απ' τους δύο χώρους, ποια στοιχεία σ' ενθουσιάζουν και ποια σε απωθούν στον καθένα;

«Σε οποιαδήποτε τέχνη ενθουσιάζει η αλήθεια και απωθεί η υποκρισία και το δήθεν. Από κει και πέρα η φύση της δουλειάς έχει διαφορετικές απαιτήσεις σε κάθε τέχνη».

 

Έχεις -απ' όσο ξέρουμε- συχνή παρουσία σε συναυλίες στην Αθήνα. Προγραμματίζεις κάποιες ζωντανές εμφανίσεις και εκτός;

«Ναι, αλλά δυστυχώς δεν ξέρω ακόμα συγκεκριμένες ημερομηνίες και τόπους. Όμως μπορεί όποιος θέλει να ενημερώνεται και από τη σελίδα του Καθρέφτη,  musicmirror.gr».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured