Βαγγέλης Πούλιος

Το Πανόραμα Ελληνικής Τζαζ είναι σημαντική διοργάνωση, γιατί παρέχει ένα βήμα το οποίο για πολλά σχήματα της ημεδαπής δεν είναι αυτονόητα προσβάσιμο. Εννοώ καταρχάς τη δυνατότητα να γίνει μια συναυλία η οποία θα είναι στημένη «όπως πρέπει» από τεχνικής απόψεως· έπειτα να υπάρχει μια απεύθυνση διαφορετική από τη συνηθισμένη και τέλος να «τεσταριστεί» σ’ ένα περιβάλλον που ευνοεί τη λεπτομερή ακρόαση –έστω κι αν για να επιτευχθεί το τελευταίο θυσιάζονται τα «τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια» και οι λοιπές πιο… καταστασιακές συνθήκες ενός «κανονικού» λάιβ.

Στο φετινό τριήμερο στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, είχε απ’ όλα: ρομαντική τζαζ αλλά και πιο aggressive, νύξεις από τα Βαλκάνια και τον Καύκασο, progressive προσεγγίσεις παραδοσιακών, μουσική σφιχτή και προσκολλημένη στις τυπολογίες, μα και μουσική πιο αεράτη, που ανέπνεε με άνεση τον διεθνιστικό της αέρα. Είχε και κόσμο, επίσης, με το μικρό αμφιθέατρο της Στέγης να είναι από μισογεμάτο (την Κυριακή) έως sold-out (το Σάββατο)

Jzpanor15_2.jpg

1η Μέρα

Η αρχή έγινε την Παρασκευή λίγο μετά τις 9, με το τρίο των Magnanimus –δηλαδή τους Χρήστο Μπάρμπα σε πιάνο, καβάλ και φωνή, Δημήτρη Τασούδη σε τύμπανα, πλήκτρα, πιάνο και μαρίμπα & Παύλο Σταυρόπουλο στο κοντραμπάσο. Η μουσική τους ήταν αρκετά λυρική, με σπάνιες κορυφώσεις μεν, αλλά με μια αξιοπρόσεκτη αφοσίωση στη συναισθηματική δυναμική. Ιδιαίτερα μελωδικοί, με το πιάνο του Μπάρμπα να βρίσκεται συνήθως στο προσκήνιο, το κοντραμπάσο του Σταυρόπουλου να παίζει έξυπνα σ’ εκείνο το σύνορο μεταξύ ρυθμικού και μελωδικού οργάνου και τα ντραμς του Τασούδη να παρακολουθούν διακριτικά τα τεκταινόμενα, με καίριους τονισμούς και με μια οξυμένη μουσικότητα. 

Η μουσική των Magnanimus διέθετε έναν ρομαντισμό που εκφραζόταν με κλασικούς ευρωπαϊκούς τρόπους (προς επίρρωση, ακούσαμε και μελοποιημένο Σαίξπηρ), αλλά που μπορούσε να συνομιλήσει και με την Ανατολή, κυρίως στα 2-3 κομμάτια στα οποία ο Μπάρμπας έπιασε το καβάλ. 

Jzpanor15_3.jpg

Μου έμεινε ωστόσο η αίσθηση ότι λίγες κορυφώσεις ακόμα θα ήταν απαραίτητες για να δώσουν στη μουσική μια φλόγα που, προσωπικά, μου έλειψε. Διότι, οι μελωδίες μπορεί να ήταν καλοδουλεμένες και αρκετά εύστοχες, όμως επέβαλλαν κατά τι παραπάνω την παρουσία τους στη συνολική δομή μιας σύνθεσης. Σαν να αφηνόταν δηλαδή η μουσική ολοκληρωτικά στην ενατένιση, χάνοντας έτσι τη δυναμική του απρόβλεπτου, αυτού του «κάτι» που θα έστελνε μια σύνθεση κάπου αλλού από εκεί όπου διαφαινόταν ότι θα πάει αρχικά. Τούτο νομίζω πως έκανε γενικώς τα πράγματα λιγάκι προβλέψιμα για τους Magnanimus, όσο μεστές κι αν ήταν από μόνες τους οι μελωδικές περιηγήσεις.  

Jzpanor15_4.jpg

Η συνέχεια, μετά από το απαραίτητο διάλειμμα για την αναπροσαρμογή της σκηνής, δόθηκε με τους BalaRom Trio από τη Θεσσαλονίκη και τη σύμπραξή τους με τον Βούλγαρο δεξιοτέχνη του καβάλ Nedyalko Nedyalkov. Με αυτούς φάνηκε πιο ξεκάθαρα και μία από τις στοχεύσεις του φετινού Πανοράματος, η παρουσίαση δηλαδή εκφάνσεων αυτής της μεταιχμιακής μουσικής έκφρασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. 

Jzpanor15_5.jpg

Η αφετηρία των BalaRom Trio (δηλαδή των Παντελή Στόικου σε τρομπέτα και πλήκτρα, Κυριάκου Ταπάκη στο ούτι & Λουκά Μεταξά σε τύμπανα και κρουστά) βρισκόταν στα Βαλκάνια και στις παραδοσιακές εκφράσεις της περιοχής. Και η μουσική τους είχε έντονο αυτό το πολύχρωμο στοιχείο, που δεν χωράει σε εθνικές αφηγήσεις και που, περισσότερο από την καθαρότητα της αναφοράς, αναζητάει το μπλέξιμο, τη συνάντηση και τη συνομιλία. Μιλώντας για συναντήσεις και σταυροδρόμια, μέσα στο ωριαίο σετ τους ακούστηκε και μια έξυπνη παραλλαγή του πασίγνωστου “Take Five” του Dave Brubeck, την οποία οι BalaRom Trio ονομάσανε “Zemi Pet I Pol”, δηλαδή «πάρε πεντέμιση». 

Jzpanor15_6.jpg

Μουσική επί των πλείστων εξωστρεφής, λοιπόν, η οποία, δίχως να αμελεί την μελωδική της εκδίπλωση, λειτουργούσε με τις στροφές των έντονων ρυθμικών έξεων που απαντώνται στη Βαλκανική. Ήταν ιδιαίτερα γόνιμη η συνέργια του Στάικου με την τρομπέτα και του Ταπάκη με το ούτι (με τον πρώτο ιδίως να προσθέτει ορισμένα σόλο που υπό διαφορετικές συνθήκες θα ήτανε ξεσηκωτικά), ενώ θα χρειαζόταν ίσως μια κάπως πιο ευφάνταστη τοποθέτηση από τον Μεταξά, ιδίως όταν καθόταν στο αυτοσχέδιο ντραμ-σετ του (όταν έπιανε τα κρουστά το πράγμα φάνηκε να ρέει καλύτερα). Εξαιρετικός επίσης και ο Nedyalkov, είτε επιχειρούσε καταβυθίσεις σ’ εκείνο το πολύ γήινο λεξιλόγιο του οργάνου του, είτε συμμετείχε στο ανεβαστικό παιχνίδι των BalaRom. 

Jzpanor15_7.jpg

2η Μέρα 

Το Σάββατο το ραντεβού είχε δοθεί για την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος. Μας περίμεναν δύο εμφανίσεις, οι οποίες αναδείχθηκαν ως οι βασικές εκπλήξεις του φετινού Πανοράματος: αρχικά αυτή του κουαρτέτου του Αλέκου Βρέτου και στη συνέχεια εκείνη των World Dog. 

Ξεκινώντας με την πρώτη, θα ξεχωρίζαμε δύο σημεία που έκαναν τη μουσική ταυτότητα του σχήματος ξεχωριστή. Καταρχάς το ίδιο το γεγονός ότι η τζαζ μεθοδολογία προσεγγιζόταν με κεντρικό όργανο το ούτι του Αλέκου Βρέτου· έπειτα, το ότι το κουαρτέτο είχε στις τάξεις του τον πιανίστα Elchin Shirinov από το Αζερμπαϊτζάν: έναν μουσικό με ντελικάτο παίξιμο, στο οποίο μπορούσε να συνδυάζει την παράδοση του τόπου του με την αιχμή του σύγχρονου τζαζ πιάνου (επηρεασμένος π.χ. από ομότεχνούς του όπως ο Vijay Iyer, ο Brad Mehldau ή –γιατί όχι;– ο Tigran Hamasyan). 

Τούτο δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι ο ρόλος των άλλων δύο, του Δημήτρη Κλωνή στα τύμπανα και του Δημήτρη Χριστόπουλου στο κοντραμπάσο, ήταν αμελητέος. Κάθε άλλο. Ειδικά ο Κλωνής αποδείχθηκε εξαιρετικός, μ’ εκείνο το γεμάτο αλλά ταυτόχρονα αέρινο, αβαρές και παιχνιδιάρικο παίξιμό του· ούτε ο Χριστόπουλος υστέρησε, όντας στιβαρός στα μετρήματά του και ουσιαστικός όταν έπαιρνε πρωτοβουλίες. 

Jzpanor15_8.jpg

Έπαιξαν τραγούδια από το νέο δίσκο του Βρέτου, το K On Top, ένα παραδοσιακό από το Αζερμπαϊτζάν (το “Sari Gelin”, σε διασκευή του Shirinov) καθώς επίσης και 1-2 κομμάτια από προσωπικές δουλειές του Αζέρου πιανίστα. Γέμισαν έτσι 1 ώρα μουσικής με μια μελωδικότητα η οποία μπορούσε να είναι εύθραυστη, ενώ ταυτόχρονα βάδιζε με σιγουριά σε διάφορες οριογραμμές· αλλά και με μια ζωντάνια που την τροφοδοτούσαν αφενός οι ζωηρές ρυθμολογίες και αφετέρου οι τρόποι με τους οποίους οι 4 μουσικοί μοιράζονταν τους μεταξύ τους χώρους. Δίκαιες λοιπόν οι επευφημίες στο τέλος. Αποχαιρετώντας μας δε, ο Βρέτος προέβλεψε πως «αν σας άρεσε αυτό που κάναμε εμείς, οι World Dog θα σας ενθουσιάσουν». Πρόβλεψη που έμελλε να αποδειχθεί αληθινή. 

Jzpanor15_9.jpg

Μεσολάβησε βέβαια το απαραίτητο διάλειμμα. Κι όταν μισή ώρα μετά ξαναμαζευόμασταν σιγά-σιγά, ο Τηλέμαχος Μούσας ήδη βρισκόταν καθισμένος στα δεξιά της σκηνής, ρίχνοντας χαμηλότονα drone με την ηλεκτρική του κιθάρα· απέναντί του, επίσης καθισμένος, ο Λάμπρος Φιλίππου έριχνε λυπημένες αυτοσχέδιες άριες. Το έξυπνο logo (δύο πεπλατυσμένα όμικρον, το ένα μέσα στο άλλο, με τα γράμματα d και g εκατέρωθεν, σ’ ένα παιχνίδι με τις λέξεις dog και god) ήταν το μόνο που διατάραζε τη μονοτονία του μαύρου στη ράχη της σκηνής. 

Οι θεατές βολευτήκαμε στις θέσεις μας, με τους World Dog να έχουν βάλει… γκολ από τα αποδυτήρια, καταφέρνοντας πριν καλά-καλά αρχίσουν, να έχουν κερδίσει τις εντυπώσεις. Σύντομα πήρανε και οι άλλοι δύο τις θέσεις τους: ο Χρυσόστομος Μπουκάλης –ξυπόλητος και γυμνός από τη μέση και πάνω– στήθηκε με το κοντραμπάσο του στο κέντρο της σκηνής, έχοντας πλάτη στο κοινό· ακριβώς απέναντί του, ο Πάνος Τζινιόλης (ντυμένος ξιφομάχος, αν και χωρίς τη χαρακτηριστική κασκέτα) κάθισε στα τύμπανα. Είχε κι αυτή η σκηνοθεσία των πραγμάτων το δικό της ενδιαφέρον. 

Jzpanor15_10.jpg

Στη διάρκεια του σετ των World Dog η μουσική δεν σταμάτησε ποτέ, παίζοντας βεβαίως σε ένα μεγάλο εύρος εντάσεων –από αρκετά δυνατές, έως ανεπαίσθητες. Εξίσου ευρεία ήταν και η γκάμα από την οποία αντλούσε αναφορές, με χαρακτηριστικό το σημείο όπου από το “Let Me Weep” του Henry Purcell, ο Φιλίππου μας μετέφερε με μία μόνο φράση στο ηπειρώτικο “Τι Κακό”. Γενικότερα, σημαντική αναφορά μαζί με τα ηπειρώτικα ήταν και το progressive ή, τέλος πάντων, το ανοιχτόμυαλο ροκ, εκείνο που ψάχνει συνδέσεις με την τζαζ, την ambient και τις κατά τόπους παραδόσεις. 

Όλα τούτα εντάχθηκαν μέσα σε μια συγκεκριμένη αισθητική· δεν ήταν αυτοσκοπός δηλαδή η αναφορά στα ηπειρώτικα, μα επιλογή που δεν μπορεί να αναγνωσθεί εκτός του πλαισίου της συγκεκριμένης επιτέλεσης. Οι World Dog απομακρύνονταν έτσι από τη λογική της διασκευής, εντάσσοντας με πιο δημιουργικό τρόπο τα παραδοσιακά στην όλη συλλογιστική τους. Αυτό ήταν, αν θέλετε, το στοιχείο που τους διαφοροποιεί από ανάλογες πρόσφατες προσπάθειες «επικαιροποίησης» της ίδιας παράδοσης

Οι World Dog παρουσίασαν λοιπόν μια δυνατή μουσική performance στο φετινό Πανόραμα, αρκετά σκοτεινή, με ένα υπόγειο γκρουβ, με αρκετές κορυφώσεις, αλλά και με ουσιαστικές καταβυθίσεις. Όλοι τους ήταν εξαιρετικοί, από τον πολυμήχανο Μούσα και τον θεατρικό Φιλίππου, έως τη rhythm section των Μπουκάλη/Τζινιόλη, η οποία διεπόταν από μια καλά υπολογισμένη οικονομία. 

Jzpanor15_11.jpg

3η Μέρα

Όσον αφορά την τελευταία μέρα, την Κυριακή, είχαμε μόνο ένα act, το οποίο μας ήρθε μάλιστα κατευθείαν από τη Νέα Υόρκη: το νέο γκρουπ του ντράμερ Γιώργου Σπανού, τους George Spanos Intergalactic Nucleus Trio, το οποίο συμπληρωνόταν από τον Ολλανδό Joris Teepe στο κοντραμπάσο και τον Αμερικανό Lawrence Clark στο τενόρο σαξόφωνο (αμφότεροι με θητεία στη μπάντα του ντράμερ Rashied Ali). 

Εδώ το ηχητικό περιβάλλον αντλούσε πιο ξεκάθαρα από την τζαζ παράδοση και ειδικότερα από αυτή που πατάει στους πιο free δίσκους του John Coltrane (όπως, λ.χ. στο Ascension του 1966). Ορισμένες από τις συνθέσεις του Σπανού μπόρεσαν να λειτουργήσουν –βλέπε λ.χ. το ευθύβολο γκρουβ με το οποίο μας υποδέχθηκαν μετά το διάλειμμα– όμως σε γενικές γραμμές ο ίδιος δεν απέφευγε τους βερμπαλισμούς (βλέπε και την επιλογή του ονόματος του τρίο), χαραμίζοντας πολλές φορές την ουσία για χάρη του εντυπωσιασμού. 

Jzpanor15_12.jpg

Ίσως βέβαια να φταίω κι εγώ που δεν καταλάβαινα, αλλά αυτή του η τάση να επιβάλλεται στο ηχητικό πεδίο, πολλές φορές μπερδεύοντας την επιδεξιότητα με τον ζογκλερισμό, μου φάνηκε κομματάκι κουραστική. Για παράδειγμα, ήταν αρκετές οι φορές στις οποίες έπαιζε με τέτοια ένταση, ώστε έκρυβε εντελώς τις φράσεις του Teepe. Ο οποίος Teepe, κατά τα λοιπά, αποδείχθηκε λίρα εκατό, κρατώντας τα μπόσικα όταν το πράγμα  εκτραχυνόταν (για το καλό ή το κακό), αλλά και προβαίνοντας σε ορισμένα εμπνευσμένα σόλο. Από κοντά κι ο Clark, επιτελούσε τον ρόλο του ανέκφραστος και ακίνητος, περιδιαβαίνοντας όμως με άνεση ένα αρκετά ευρύ λεξιλόγιο. 

Αν δεν υπήρχε αυτή η τάση για υπερβολή, νομίζω η συναυλία του τρίο του Σπανού θα ήταν μια πολύ καλή ηχητική εμπειρία. Τώρα, προσωπικά μένω με τις ενστάσεις μου, μολονότι οι συνακροατές μου δεν φάνηκε να τις συμμερίζονται, χαρίζοντας στο τρίο ένα απλόχερο χειροκρότημα. 

{youtube}wLs7aZqe4UE{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured