Gavin Bryars - Jesus' Blood Never Failed Me Yet

Mουσική που ταιριάζει στα σαλόνια και στα μεγάλα music halls, φτιαγμένη με υλικά του δρόμου...

«Το ερώτημα στα πάντα που είναι: “Θες αυτό άλλη μια φορά και αμέτρητες φορές ακόμα;” θα σκεπάζει με το μεγαλύτερο βάρος όλες τις πράξεις σου» έγραφε ο «μπαμπάς» της ιδέας της αιώνιας επανάληψης, Φρίντριχ Νίτσε, στη Χαρούμενη Επιστήμη (1882).

Λονδίνο, 1971. Ο συνθέτης Gavin Bryars γυρνοβολάει στους δρόμους του Elephant & Castle και του Waterloo προκειμένου να ηχογραφήσει υλικό, με αρχικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί σε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή γύρω από τις εν λόγω περιοχές, το οποίο δούλευε με τον Alan Power. Επιστρέφοντας, θα έχει 25 καταγεγραμμένα δευτερόλεπτα ενός άστεγου άντρα αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος τραγουδά κάποιον θρησκευτικό ύμνο. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση δεν χρησιμοποιήθηκε στο ντοκιμαντέρ. Όταν όμως ο Bryars κάθισε και την ξανάκουσε μπροστά στο πιάνο του, συνειδητοποίησε ότι ήταν εναρμονισμένη με την τονικότητα αυτού κι έγραψε μια πρόχειρη μουσική συνοδεία. Δημιούργησε έτσι μια λούπα, την οποία χρησιμοποίησε τελικά σε μια νέα 25άλεπτη σύνθεση με τίτλο “Jesus' Blood Never Failed Me Yet”.

75Br_2.jpg

Η σύνθεση αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1975 από την Obscure του Brian Eno, ως το έτερο κομμάτι του δίσκου The Sinking Οf The Titanic. Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με την έκδοση του 1993 στην Point Music, η οποία περιλαμβάνει διαφορετικές παραλλαγές του “Jesus’ Blood Never Failed Me Yet”, με το ρολόι να μετρά συνολικά τα 74 λεπτά.

Τα πρώτα δευτερόλεπτα αρχίζουν να τρέχουν και ο «tramp» όπως αναγράφεται στα credits του δίσκου –αυτή η ανώνυμη τραχειά φωνή, που θα μπορούσε να προέρχεται εξίσου εύκολα από κάποια ηχογράφηση του Alan Lomax στις αρχές του περασμένου αιώνα κάπου στα βάθη της αμερικανικής επαρχίας, όσο και από μια ηχογράφηση κακής ποιότητας από αστικό δρόμο σύγχρονης μεγαλούπολης– αρχίζει να τραγουδά a cappella, σε κλιμακούμενη ένταση. Σε μια τόσο σταδιακή κλιμάκωση, ώστε χρειάζεται περίπου 1 λεπτό για να σιγουρευτείς ότι έχεις πατήσει πράγματι το play (εάν μιλούμε για ψηφιακή ακρόαση).

Όσο το αυτί προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει αυτή τη φωνητική λούπα που δύσκολα κατατάσσεται, έγχορδα κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους. Η φωνή μένει καθ’ όλη τη διάρκεια ακλόνητη στην επανάληψή της και τα όργανα, κινούμενα κυκλικά πάνω από μια ίδια βασική ιδέα, πηγαίνουν μόνο ένα μικρό βήμα πιο 'κει, καταλαμβάνοντας σταδιακά τον ηχητικό χώρο· έως ότου υπερκαλύπτουν πλέον τη φωνή, η οποία γίνεται ένα ακόμα οργανικό και ίσο μέρος του συνόλου, με κάθε ένα δευτερόλεπτο να ενισχύει την OCD τάση σου. Δεν περιμένεις το επόμενο μικρό συμφωνικό ξεδίπλωμα. Θες πάλι να ακούσεις αυτόν τον άστεγο να τραγουδά τις λίγες του αράδες, ακόμη κι αν τον έχεις ακούσει ήδη να επαναλαμβάνει το μάντρα του περί τις 70 φορές.

75Br_3.jpg

«Πόση ώρα κρατάει αυτό το κομμάτι;». «Πολλή, δεν σου αρέσει;». «Όχι, όχι, απλά είναι περίεργο».

Ο αληθινός αυτός διάλογος, με μη υποψιασμένο περί της μουσικής άτομο, ίσως δεν οδηγεί αυτόματα στο ασφαλές συμπέρασμα, ενισχύει όμως την υπόθεση σχετικά με την άχρονη (άχρονη, όχι διαχρονική) και obscure (τυχαίο pun με το αρχικό label της ηχογράφησης) αίσθηση την οποία δημιουργεί. Δεν είναι μια τυπική κλασική σύνθεση, δεν είναι ούτε μουσική του δρόμου. Όμως ο Bryars καταφέρνει εδώ να χτίσει μουσική που ταιριάζει στα σαλόνια και στα μεγάλα music halls χρησιμοποιώντας υλικά του δρόμου. Κυριολεκτικά. Το τραγούδι του άγνωστου αφηγητή σχεδόν υπακούει τους κανόνες του πειράματος του Ρώσου κινηματογραφιστή Lev Kuleshov από τα 1910s και 1920s. Όπως η εικόνα του άντρα στο κινηματογραφικό του πείραμα νοηματοδοτείται από το πλάνο με το οποίο στοιχίζεται, έτσι κι η φωνή του «tramp» παίρνει το νόημά της από το σύνολο των οργάνων που τη συνοδεύουν, μετουσιώνοντάς τη σε κάτι άλλο. Γίνεται μια φωνή της αισθητικής αντίστιξης, η οποία δομεί μια σπουδή της επανάληψης, αλλά και της βύθισης στην ακρόαση.

Γιατί αυτό είναι το “Jesus' Blood Never Failed Μe Yet”. Ίσως δεν «κουμπώνει» σε όλους, αλλά, αν κάτι τέτοιο συμβεί, ριζώνει μέσα σου. Λειτουργεί σχεδόν σωματικά μέσα από την επανάληψή του και ξαναζείς τη μέρα της μαρμότας μέσα από την τυχαιότητα της ηχογράφησης. Είτε το ακούς με κουαρτέτο εγχόρδων, είτε με σύνολο εγχόρδων, είτε με την προσθήκη του Tom Waits (ο οποίος περισσότερο χαλάει το έργο, μέσα από την αίσθηση προχειρότητας που βγάζει, αλλά και με το περιττό για ένα τέτοιο έργο star quality), ο Νίτσε μοιάζει να επιβεβαιώνεται και η απάντηση είναι πλέον σίγουρη στο ερώτημα που ανοίγει το παρόν κείμενο.

{youtube}FmkC_leNM7M{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured