Νίκος Σβέρκος

 

Το αν ήταν προμελετημένο, δεν μπορεί κανείς να το γνωρίζει. Κυρίως επειδή και ο ίδιος, αλλά και το κόμμα του, είναι περίκλειστο. Ωστόσο είναι απίθανο να είχε σχεδιάσει ο Δημήτρης Κουτσούμπας να σηκωθεί και να χορέψει ζεϊμπέκικο στο φεστιβάλ της ΚΝΕ. Η στάση του δεν προδιαθέτει κάποια επιτηδευμένη προσπάθεια και το βίντεο αποτυπώνει έναν γενικότερο αυθορμητισμό από τους τριγύρω. Όποια πάντως κι αν ήταν η σύμβαση επί της οποίας σηκώθηκε και έριξε «γυροβολιές» ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, δύο ζητήματα προκύπτουν: Πρώτον, γιατί οι άντρες πολιτικοί αρέσκονται στο να επιδίδονται στον συγκεκριμένο χορό. Και δεύτερον, αν η συγκεκριμένη χορευτική άσκηση μπορεί να είναι ποτέ επιτυχημένη.

Προτού προχωρήσουμε, μια απαραίτητη διευκρίνηση: ο γράφων δεν κατέχει από βιωματική σκοπιά τη μυσταγωγία στην οποία εισάγεται ο χορευτής του ζεϊμπέκικου, καθώς ουδέποτε έχει αποπειραθεί να το χορέψει. Αν μιλούσαμε για το head banging (πάντα με μέτρο, γιατί τα αυχενικά πολλαπλασιάζονται), τότε ευχαρίστως να βασίζαμε την επισκόπηση σε εμπειρικά δεδομένα. Εδώ όμως θα χρησιμοποιήσουμε την ανάλυση –δημοσιογραφικά, συγγραφικά και καταγραφικά εξαίσια– του Διονύση Χαριτόπουλου, με τίτλο «Ο μοναχικός θρήνος», δημοσιευμένη στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 14 Σεπτεμβρίου του 2002.

{youtube}lF--Q5WFqqU{/youtube}

«Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται. Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το "δεν τα βγάζω πέρα". Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων. Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα "να γίνει", να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε».

Τα παραπάνω γράφει ο Χαριτόπουλος. Ενέχει κάποιο από τα στοιχεία αυτά ο χορός του Δημήτρη Κουτσούμπα; Θεωρώ όχι. Και συνεχίζει ο συντάκτης: «Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι' αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη». Επ' αυτών δεν τα πάει άσχημα ο Κουτσούμπας, αν και το να χορεύεις σε κοινωνική εκδήλωση ζεϊμπέκικο, βρίσκεται σε σχετική αναντιστοιχία με τις αρχές του χορού.

«Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι' αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων». Ουδέν σχόλιο, επειδή ο Χαριτόπουλος μοιάζει να βλέπει μια υπερβολική εκδοχή του Βοιωτού Κουτσούμπα.

Streamingkouts_2.jpg

Και η αναντιστοιχία ολοκληρώνεται σε ένα άλλο σημείο: «Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει». Έχει δίκιο ο Χαριτόπουλος. Η τζάμπα μαγκιά του χορευτή δεν υπακούει τους αυστηρούς κανόνες του πόνου και του πάθους.

Συμπαθής ο Δημήτρης Κουτσούμπας, θα σκεφτούν αρκετοί –και θα έχουν δίκιο. Προσωπικά θα απολάμβανα να τον δω να χορεύει ένα βαρύ τσάμικο, αργόσυρτο και σκληρό. Αλλά, δυστυχώς, η μόδα που επέβαλλαν τα αστικά κατάλοιπα της δεκαετίας του 1980 βασανίζουν ακόμα και τους κομματάρχες κομμουνιστικών κομμάτων. Η σχέση του λαϊκού με την Αριστερά, άλλωστε, είναι παρεξηγημένη και δύσκολη. Διότι η κατ' επίφαση λαϊκότητα στέκει προφανής και γυμνή, εκθέτοντας τον εμπνευστή της και τον εκτελεστή της.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured