Νίκος Σβέρκος

 
Ξημερώματα στη μέση του πουθενά, δηλαδή κάπου στην Κωνσταντινουπόλεως, σε ένα μπαρ του οποίου την ύπαρξη αγνοούσα και στέκεται μόνο του δίπλα σε μια από αυτές τις πλατείες μερικών δεκάδων τετραγωνικών μέτρων, που καλύπτονται από χώμα και γρασίδι. Άγνωστο γιατί υπάρχουν αυτές οι «νησίδες» σε περιοχές όπου το τσιμέντο σου φράσσει τα πνευμόνια και η εγκατάλειψη μοιάζει αναπότρεπτη. Λίγα μέτρα πιο κάτω, τσιμεντένιες γέφυρες βρώμικες και σαπισμένες. Κι ανάμεσα στα δύο ρεύματα του δρόμου οι γραμμές του τρένου, ενώ οι αστυνομικοί της τροχαίας περιμένουν να πιάσουν κανέναν ξενύχτη που ξανοίχτηκε πολύ και ήπιε παραπάνω.
 
Σε εκείνο λοιπόν το σημείο βρίσκεται ο «Αρχάγγελος». Η φίλη που με προσκάλεσε να πιούμε εκεί ποτό αργά μετά τα μεσάνυχτα απορούσε που δεν γνωρίζω το μαγαζί. Η αλήθεια είναι ότι παραξενεύτηκα κι εγώ που ένα μπαρ σαν κι αυτό παραμένει κοινό μυστικό, το οποίο ποτέ δεν έφτασε στα αυτιά της παρέας μου. Πολλοί θα μπορούσαν να το παραλληλίσουν με διάδοχο του «Μπάτμαν». Λάθος παρομοίωση. Η σύσταση του κόσμου στον «Αρχάγγελο» είναι πολύ διαφορετική: οι παρέες και τα ζευγάρια μονοπωλούν τον χώρο, δεν υπάρχουν ευδιάκριτοι μοναχικοί άνθρωποι εδώ, που στο διάλειμμα από την κούρσα σταματούν να χαλαρώσουν. Και, παρά την αισθητική του, ο «Αρχάγγελος» δεν κουβαλάει ακόμα την «ιστορία» άλλων παρόμοιων μπαρ, ενώ αποφεύγεται επιμελώς η λατρεία του παρελθόντος.
 
{youtube}EMAJvpxv6Rs{/youtube}
 
Το μαγαζί βέβαια δεν γλιτώνει από τους φασαριόζους, όσους επιτηδευμένα προσπαθούν να στρέψουν το ενδιαφέρον πάνω τους με φωνές, ηλίθιες γκριμάτσες και ανυπόληπτους πανηγυρισμούς, χαζολογώντας και καταπατώντας την ειλικρινή επικοινωνία που ορισμένοι αποπειρώνται να κατακτήσουν. Ωστόσο κυριαρχείται τελικά από αυτούς που απολαμβάνουν την ατμόσφαιρα και την ιδιαίτερη μουσική ακολουθία του χώρου. Εκείνους που σε ένα τραγούδι βρίσκουν τον εαυτό τους και εκφράζουν μεγαλόφωνα την έκπληξή τους.
 
Ποιο είναι όμως το καθοριστικό στοιχείο που επικυρώνει μια τέτοια σύνδεση; Το αποκλειστικά ελληνικό τραγούδι που ακούγεται στον «Αρχάγγελο». Η μουσική εδώ λειτουργεί με τρόπο διττό: από τη μία κάνει πολύ πιο άμεση τη σύνδεση και την ερμηνεία του εκάστοτε μηνύματος, κάνει τα πάθη να αποκαλύπτονται πολύ πιο εύκολα, σε φέρνει αντιμέτωπο με τις σκέψεις. Κι από την άλλη λειτουργεί ως ενοποιητικό στοιχείο των διαφορετικών «φυλών» που συχνάζουν εδώ. Από κάγκουρες και απεριποίητους μικροαστούς, μέχρι επιτηδευμένα παιδαρέλια που ψάχνουν να ανακαλύψουν το νέο «hip». 
 
Και ανάμεσα στα δυο αντίθετα, ένας ολόκληρος κόσμος από αντιφάσεις. Εργαζόμενοι με καριέρες που δεν συμπαθούν, νεαροί και νεαρές που ψάχνουν τον τρόπο να εκφράσουν τον πόθο τους, «κανονικοί άνθρωποι» γεμάτοι αμέτρητες «κανονικές ιστορίες». Ένας «μέσος όρος» που αδικείται από μονομανίες και πρέπει. Και όλοι αυτοί, εκεί: να τραγουδούν άσματα με αληθινό φανατισμό, με προσωπικό βίωμα το οποίο σε κάνει να σωπαίνεις μπροστά στην καλλιτεχνική ερμηνεία.
 
Τελικά τι κάνει ένα μπαρ ωραίο; Οι θαμώνες, η μουσική, οι εμπειρίες ή το μελετημένο κλίμα; Τίποτα από όλα αυτά και όλα μαζί. Σίγουρα όμως σε όλα τούτα προστίθεται η ταπεινότητα και η ειλικρίνεια των ανθρώπων που εργάζονται εκεί. Η ευγένεια και ο σεβασμός.
 
Υ.Γ.: Η φίλη που με έφερε στον «Αρχάγγελο» είχε πει σε ανύποπτη στιγμή να μην «βγάλω» τίποτα για τον Αρχάγγελο, γιατί θα το μάθουν «κι άλλοι». Συγγνώμη, αλλά δεν γίνεται...
 
(η φωτογραφία είναι του Πάρι Ταβιτιάν, όπως δημοσιεύτηκε στη Lifo)
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured