Για όσους μεγαλώσαμε στα 1990s, το απόγειο της αναγνώρισης για ένα βιβλίο, έναν θρύλο, μια προσωπικότητα, μια μουσική σκηνή –γενικότερα για κάτι που μας στιγμάτισε– ήταν η μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη. Για παράδειγμα, ακόμη και τώρα, 20 χρόνια μετά, η θέαση του πρώτου τρέιλερ της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού αποτελεί για εμένα ένα τρομακτικής σημασίας γεγονός. Ήταν το ξεχείλισμα ενός λατρεμένου έργου από ένα καλλιτεχνικό μέσο σε ένα άλλο, μα και η πρώτη επαφή με μια διαφορετική οπτική επ' αυτού: η μεταφορά έχει το χαρακτηριστικό του να υπενθυμίζει πως υπάρχουν τόσες σκεπτομορφές κάποιου δημιουργήματος, όσοι και οι αποδέκτες του.

Η κινηματογραφική μεταφορά ήταν λοιπόν και είναι στον νου μου μια μορφή καταξίωσης, άσχετα με την ποιότητα του αποτελέσματος: πρόκειται για το σημείο διεύρυνσης της αναγνωρισιμότητας, εκεί όπου κάτι καταχωνιασμένο εντός μιας απομονωμένης, παραγκωνισμένης υποκουλτούρας (μην ξεχνάμε πως μέχρι και τις αρχές των '00s τα όρια ήταν πολύ πιο ορατά και στιβαρά από ότι τώρα) αναγνωρίζεται από τους έξω, από τους Κριτές, ως κάτι άξιο να διοχετευτεί στα μεγάλα ακροατήρια.

51zzLc_2.jpg

Δεν είναι βέβαια ότι δεν ξέρουμε την εγγενή αξία αυτών που αγαπάμε ή ότι αμφιβάλλουμε· θέλουμε όμως εκείνα που μας συντάραξαν να βγουν παραέξω. Όχι τόσο για να γίνουν αποδεκτά από τον πολύ κόσμο, αλλά για να τον εμβολίσουν, να τον σοκάρουν, και εν τέλει για να λειτουργήσουν ως ένα κάτοπτρο που θα αντανακλάσει τα λαμπερά είδωλα των ίδιων μας των εαυτών, με τελικό σκοπό να βγούμε πάνω από τον κόσμο. Πρόκειται για έναν περιφερειακό διάλογο με την κυρίως ειπείν κοινωνία, όπου φαντασιακά δεν εφαπτόμαστε ποτέ μαζί της, παρόλο που την περιτριγυρίζουμε και στα κρυφά την κοιτάμε λαίμαργα. Τουλάχιστον προς τα εκεί δείχνουν οι σκέψεις κατά την όψιμη εφηβεία.

Κάπως έτσι είχε περάσει και από το μυαλό μου πολλάκις η λαχτάρα για μια ταινία που να απεικονίζει τα θρυλικά γεγονότα τα οποία λάβανε χώρα στη Νορβηγία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτά που αποτέλεσαν προσάναμμα για τη γιγάντωση του μαυρομεταλλικού ήχου. Γεγονότα που αν μη τι άλλο φέρουν τον σπόρο της κινηματογραφικής στόφας: αυτοκτονία, δολοφονίες, εμπρησμοί –πράγματα βίαια, γεμάτα σκοτάδι, επικίνδυνα, απαίσια και συναρπαστικά συνάμα, ειδικά όταν τα προσλαμβάνεις με μια χωροχρονική απόσταση, καθώς έχουν ήδη αποκτήσει την αίγλη του θρυλικού.

51zzLc_3.jpg

Τα ντοκιμαντέρ που ήρθαν μέσα στα '00s και τα '10s ήταν μια μικρή ικανοποίηση, ειδικά το Until The Light Takes Us (2008) των Aaron Aites & Audrey Ewell. Λόγω όμως του εγγενώς μη υποκριτικού χαρακτήρα του είδους, διέφεραν από μια κινηματογραφική μεταφορά: δεν είχαμε φτάσει ακόμη στο σημείο όπου τα μέλη της σκηνής θεωρούνται τόσο σημαντικά, ώστε κάποιοι να τα υποδυθούν. Χρειάστηκε να περάσουν 25 χρόνια από το 1993 –το έτος μηδέν όσον αφορά το νορβηγικό black metal– για να εμφανιστεί μια ταινία που να καταπιάνεται μυθοπλαστικά με τα γεγονότα της σκηνής. Πρόκειται για το Lords Of Chaos, που βαπτίζεται από το ομώνυμο βιβλίο του 1998 (των Michael Moynihan & Didrik Søderlind), το οποίο έκανε μια πρώτη απόπειρα συστηματοποιημένης αφηγητικής παρουσίασης της εποχής εκείνης. Όσον αφορά το σκηνοθετικό αλλά και σεναριακό ρόλο, τα ηνία ανέλαβε ο Jonas Åkerlund, γνωστός κυρίως από βιντεοκλίπ ονομάτων μεγάλου βεληνεκούς (Madonna, The Prodigy, Metallica, Lady Gaga), ο οποίος είχε περάσει και ως μέλος από τους Bathory για ένα φεγγάρι, το μακρινό 1983.

51zzLc_4.jpg

Η ταινία δένει δικαίως την κάμερα πάνω στον Euronymous (που τον υποδύεται ο Rory Culkin, αδερφός του Macaulay Culkin) καθώς μας οδηγεί μέσα στο τούνελ του νορβηγικού black metal των πρώιμων 1990s. Ταυτίζει τους Mayhem, το Helvete και τον Inner Circle με το ίδιο το νορβηγικό black metal, αφήνοντας κατά μέρος σημαντικές σταθερές, όπως οι Darkthrone ή η μουσική συμβολή του Snorre. Η γκρίνια όμως για τις ανακρίβειες είναι αχρείαστη, μιας και η ταινία δεν είναι ντοκιμαντέρ: πρόκειται για μια διασκευή του κουβαριού των γεγονότων από τον σκηνοθέτη, ο οποίος φτιάχνει μια ιστορία και όχι μια φωτογραφικής πιστότητας αποτύπωση των τότε τεκταινόμενων.

Μην περιμένετε λοιπόν με άκαμπτες σημειώσεις στο χέρι να τσεκάρετε την πιστότητα αυτού που θα δείτε, γιατί θα απογοητευτείτε –η ταινία είναι πληθωρική όσον αφορά τις σεναριακές δημιουργικές ελευθερίες. Για αυτό και δεν έχει νόημα να ασχοληθώ με το κατά πόσο στάθηκε πιστή στην (όποια) αλήθεια ή στο αν σεβάστηκε ή όχι το black metal, λες και το είδος περίμενε μια ταινία για να αυτοεπιβεβαιωθεί. Στο Lords Οf Chaos αποτυπώνεται μια φαντασιακή εκδοχή της ιστορίας· κάτι δικαιωματικά ταιριαστό για ένα μουσικό είδος που τόσο λατρεύει το φαντασιακό.

51zzLc_5.jpg

Επίσης, δεν πρόκειται για μια μουσική ταινία. Μπορεί να ασχολείται με μια σκηνή, αλλά δεν δίνει βάρος ή πολύ χώρο στο καθαρά μουσικό της σκέλος. Ναι, παρουσιάζονται οι Mayhem να παίζουν ζωντανά και να ηχογραφούν στο Grieghallen, με ήχο από το Live Ιn Leipzig (1993) και το De Mysteriis Dom Sathanas (1994), αλλά με πολύ αποσπασματικό τρόπο· ίσα για να πάρουν μια ιδέα οι μη γνωρίζοντες και να γλυκαθούν οι μύστες. Είναι όμως στο έμμεσα μουσικό σκέλος όπου κρύβεται μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του Lords Οf Chaos: η παρέλαση δίσκων και t-shirts από μεγάλο φάσμα συγκροτημάτων γίνεται ένα κλείσιμο ματιού στον βετεράνο της ακραίας σκηνής. Από το The Awakening των Merciless –πρώτη κυκλοφορία της Deathlike Silence (1990)– μέχρι τα μπλουζάκια Sadistik Execution, τα αυτοκόλλητα Aggressor, και την αφίσα Axegrinder, καθώς και τις σκηνές από το Braindead που παίζουν στην τηλεόραση του Helvete, οι κλεφτές ματιές στη μεταλλική υποκουλτούρα της εποχής κρίνονται πετυχημένες.

51zzLc_6.jpg

Τι είναι λοιπόν η ταινία: ένα τρενάκι εντός της σκηνής, από τα γεννοφάσκια της στα ύστερα 1980s μέχρι τη δολοφονία του Euronymous από τον Varg Vikernes τον Αύγουστο του 1993, με αρκετά περιορισμένο θεματικό εύρος. Η εκκίνηση γίνεται με φρενήρεις ρυθμούς· ειδικά η ταχύτητα εμφάνισης και εξαφάνισης του Dead, είναι ζαλιστική. Από την κυρίως εισαγωγή του Vikernes κι εντεύθεν τα πράγματα χαλαρώνουν και απλώνονται. Αποτυπώνονται τα κυριότερα σημεία της ιστορίας, δηλαδή οι εμπρησμοί των εκκλησιών, η αυτοκτονία του Dead και η κοινωνία των κρανιακών θραυσμάτων του στα μέλη των Mayhem, η ομοφοβική δολοφονία που διέπραξε ο Faust, η στομφώδης συνέντευξη του Vikernes, και φυσικά η δολοφονία του Euronymous. Σε αρκετά σημεία γίνεται μάλιστα μια αντιπαραβολή εικόνων της ταινίας με ντοκουμέντα από το πραγματικό παρελθόν, με χαρακτηριστικότερες τις αναπαραστάσεις κλασικών φωτογραφιών, όπως του Euronymous με το ξίφος και των Mayhem στο παγκάκι με τον τοίχο με το όνομά τους από πίσω.

51zzLc_7.jpg

Από την έναρξη, με τον Euronymous να αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, φαίνεται πως υπάρχει μια προσπάθεια ανίχνευσης και τονισμού του ανθρώπινου στοιχείου των ατόμων της σκηνής, κάτι που μπορεί να ζορίσει όσους συνηθίζουμε να βλέπουμε τα άτομα του τότε ως μυθικές μορφές, ως δισδιάστατα φαντάσματα τα οποία έπλεαν γεμάτα γοητευτική μοχθηρία πέρα από το απέραντο δάσος που όφειλε να είναι τότε η Νορβηγία. Αυτή η επικέντρωση στο ανθρώπινο χρησιμοποιεί άκομψα την υπερβολή και κορυφώνεται με τραγελαφικά αποτελέσματα προς το φινάλε της ταινίας, όπου παρακολουθούμε έναν Euronymous-καρικατούρα να κόβει τα μαλλιά και να απαρνείται το παρελθόν του, ενώ ο Vikernes πίνει σοκολατούχο γάλα ανάμεσα στις μαχαιριές που ρίχνει στον εδραιωτή του νορβηγικού black.

Τον Varg Vikernes υποδύεται με σχετική επιτυχία ο Emory Cohen. Το γεγονός πως ο ηθοποιός είναι Εβραίος είναι ένα ιδιαίτερα γαργαλιστικό και θετικό στοιχείο, ιδίως από τη στιγμή που έκανε τον ίδιο τον Vikernes να εντείνει τη διαδικτυακή του γκρίνια. Στην ταινία, το μοναδικό μέλος των Burzum στέκεται ως το σκοτεινό είδωλο του Euronymous· ένας παρανοϊκός doppelganger, ο οποίος παίρνει τα πάντα τόσο σοβαρά, όσο θα ήθελε ο πρωταγωνιστής να τα παίρνει και ο ίδιος.

51zzLc_8.jpg

Πέρα από τους τρεις θανάτους, οι σκηνές που στιγματίζουν περισσότερο είναι οι εμπρησμοί των εκκλησιών· πρόκειται άλλωστε για γεγονότα μυθολογικής εμβέλειας για το black metal οικοδόμημα εδώ και δυόμιση δεκαετίες. Στην ταινία οι πυρές είναι ανατριχιαστικές –πανέμορφες αλλά και θλιβερές, μεγαλειώδεις καταστροφές κτιρίων με ιστορία εκατοντάδων ετών, που γίνονται βορά ενός νεογέννητου είδους, το οποίο θέλει να καταπιεί τον κόσμο όλον στην προσπάθειά του να φύγει από αυτόν. Τουλάχιστον εμβληματική εικονογραφία, και συνάμα οι μόνες στιγμές που  η μόνιμη ένταση  μεταξύ του Øystein και του Varg υποχωρεί, μπροστά στο δέος των φλογών και των αποκαϊδιών.

51zzLc_9.jpg

Η ταινία μπορεί αφενός να ιδωθεί ως προσπάθεια απομυθοποίησης του βασικού πυρήνα της σκηνής, του Øystein Aarseth, και ως μια αποκαθηλωτική, μη οπαδική ματιά στα όσα συνέβησαν τότε στη Νορβηγία. Λειτουργεί ως μια καταγραφή της αδυναμίας διαχείρισης ενός τερατουργήματος από τον μετα-έφηβο δημιουργό που το έφερε στον κόσμο, και ανιχνεύει τα αποτελέσματα της ημι-ακούσιας σποράς γκροτέσκo ιδεών σε εύφορα αυτιά ακολούθων. Το αν τα καταφέρνει σε αυτόν τον τομέα είναι διφορούμενο, και αποτελεί σίγουρα θέμα γούστου. Σίγουρα όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν το πρωταρχικό ζητούμενο όσον αφορά τις εφηβικές μας προσδοκίες για μια μεταφορά του νορβηγικού black metal στη μεγάλη οθόνη.

51zzLc_10.jpg

Από την άλλη το Lords Οf Chaos είναι μια διασκεδαστική παραμορφωτική ματιά χωρίς ερευνητικές δάφνες σε μια συστάδα γεγονότων μεγάλης σημασίας για ολάκερο το heavy metal. Είναι ένα ευχάριστο δίωρο για μπύρες, με οπτικοακουστικές ενέσεις ακραίας μουσικής, σοκαριστικές σκηνές θανάτου και κάποιους άβολους συναισθηματισμούς. Όσον αφορά τους τελευταίους, η ασώματη φωνή του Euronymous στο τέλος του έργου, πάνω από το ίδιο του το πτώμα, αντηχεί τις σκέψεις πολλών: «Stop this sentimental shit. Stop! There’s nothing sad about my death or my life. I’m Eyronymous, founder of Mayhem. I created a whole new music genre, true Norwegian Black Metal». Λόγια που στοχεύουν σε μια χειρουργική αφαίρεση του συναισθηματικού λίπους της Πραγματικότητας από τα γεγονότα και τις οραματικές επιθυμίες, για να αφήσουν εν τέλει τη φιλοσοφική λίθο του black metal: ένα χαμένο, ξεχασμένο και λυπημένο πνεύμα.

{youtube}322NzXR3n4o{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured