Όλα αυτές τις μέρες τα μετράμε σε εντεκάδες. Ούτε ντουζίνες, ούτε δεκάδες, αλλά κάτι ανάμεσα. Το δεκαδικό σύστημα καταρρέει κάτω από το βάρος του θαύματος. Της χαράς που μας προσέφερε η Εθνική μας στο Euro 2004. Έτσι λοιπόν και οι διεθνείς δίσκοι του πρώτου εξαμήνου του 2004 που έλαβαν το χαρακτηρισμό "Απαραίτητο" είναι ...11, όσοι και οι παίχτες-ήρωες που στέκονταν περήφανα σε κάθε αγώνα του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν κυκλοφόρησαν και άλλοι, ανάλογης ή και μεγαλύτερης αξίας, απλώς αυτοί πέρασαν από το μικροσκόπιό μας τους έξι αυτούς μήνες, κι αυτοί έτυχε να μας κάνουν τη μεγαλύτερη εντύπωση. Η τελική λίστα, που θα αξιολογεί όλα τα άλμπουμ της χρονιάς, με τη συμμετοχή όλων των συντακτών, θα δημοσιευτεί φυσικά στις αρχές του 2005. Κι εκεί θα περιέχονται και τα διαμαντάκια του πρώτου εξαμήνου για τα οποία δεν έχουμε γράψει. Έντεκα άλμπουμ, λοιπόν, που στιγμάτισαν μέχρι στιγμής το 2004 και η ευχή μας είναι να ακούσουμε στη συνέχεια πολύ περισσότερα στα οποία θα μπορούμε να αποδώσουμε το χαρακτηρισμό "Απαραίτητο".

Προφανώς, κρίνοντας από το Fridge παρελθόν και την τεράστια επιτυχία των Four Tet, μπορούμε να υποθέσουμε πριν ακόμα ακούσουμε το Homesongs ότι ο Adem δε θα μας απογοητεύσει. Και θα έχουμε δίκιο. 10 απαστράπτουσες φολκ ελεγείες, ντυμένες με σιωπηρές ακουστικές κιθάρες, βουβά αλλά παρόντα drums και ένα ντροπαλό μπάσο, παρέα με μερικά ακόμα όργανα βοηθούν την πνιγηρή εξαιρετική (τελικά είχαν άδικο) φωνή του Adem να συνθέσουν ένα δίσκο-διαμάντι που μεταφέρει αμαχητί την γοητεία ενός ασφυκτικού Λονδρέζικου flat στο σπίτι μας χωρίς αυτό να είναι επ’ουδενί άσχημο. H folk κληρονομιά της Αγγλίας είναι μεν παρούσα στο Homesongs, αλλά ο Adem δεν είναι ξεροκέφαλος. Ακούσματα όπως οι Sparklehorse, o Tim Hardin (κυρίως) αλλά και Joni Mitchell και Karen Dalton έχουν σημαντική επιρροή στο δίσκο ο οποίος αντιλαμβάνεστε δεν είναι και ιδιαίτερα «εύκολος» αλλά είναι μαγευτικός μέσα από την διάρκεια και την επιμονή μας. 2003 και Four Tet, 2004 και Adem. Τόσο διαφορετικά αλλά τόσο πανέμορφα. Ο πρώτος με την ηλεκτρονική ευφϋία του, ο δεύτερος με την θλιμμένη αριστοκρατία του. Όσο ψηλά ήταν πέρυσι το “Rounds” άλλο τόσο και ακόμα ψηλότερα θα είναι φέτος το “Homesongs”. Το ταλέντο δε χάνεται. Αντίθετα μεταμορφώνεται τόσο όμορφα και ανθηρά τονίζοντας την αναγκαιότητα της εξέλιξης του καλλιτέχνη. Από τον πειραματισμό στην πρώιμη και βασική έκφραση, από τα computers στις ακουστικές κιθάρες. Η αξία δεν αλλάζει.

Review του 'Homesongs'

Στο τρίτο "κανονικό" μέλος της δισκογραφίας τους, το οποίο είχαμε μάλιστα τη χαρά να παρουσιάσουμε πρώτοι εν Ελλάδι με τις ευλογίες τους, μας περιμένει ακόμη μία έκπληξη. Κρατώντας μερικά από τα γήινα στοιχεία και τις τάσεις για μικρά πειράματα, οι Air επιστρέφουν ξανά πίσω για το διάστημα. Υπέροχος ηλεκτροακουστικός ήχος (ο πολυχαρακτηρισμένος και ως ρετροφουτουριστικός όλα αυτά τα χρόνια) με καλειδοσκοπικά ηχοτοπία και "κινηματογραφικές" ενορχηστρώσεις που τοποθετούν ενίοτε το μπάντζο ως ακουστική τσόντα. Οι Air γράφουν ποπ συνθέσεις για ταξίδια στο διάστημα, τη σεξουαλική επιστήμη, το σύγχρονο έρωτα, αλλά και τα "cherry blossom girls", άλλοτε με σεξουαλικό πάθος, άλλοτε με αφοπλιστική αφέλεια και ακατάσχετο ρομαντισμό, μα πάντα με μια ευδιάκριτη μοναξιά να πλανάται. Ακόμα και ο τόνος των πιο ευχάριστων στιγμών αφήνει πίσω του μια μελαγχολία, στοιχείο που επιτείνει μάλλον και ο Godrich στο ευγενές του φινίρισμα. Απολαύστε λοιπόν αυτές τις δέκα νέες συνθέσεις των Γάλλων, αφήστε τις να επιδράσουν ελεύθερα στα ένστικτά σας, αποδεσμεύοντας όλη την αιθέρια γοητεία τους. Δεν θα σταθείτε αμήχανοι ως προς το απρόσμενο της τροπής τους, αλλά αν τις ακολουθήσετε πιστά θα αποτελέσουν το πιο γερό διαβατήριο για ένα αθώο ταξίδι στα άδυτα της τρυφερότητας.

Review του 'Talkie Walkie'
Review του Everybody Hertz - 10,000 HZ Legend Remixes
Review του 10,000Hz Legend
Αφιέρωμα στους Air: Radiated Underground Casanovas
Oι Air στο Θέατρο Λυκαβηττού (8/9/2001)
Oι Air στο Torino Extra Festival (8/7/2002)

Το συντομότερο πρόσφατο ανέκδοτο: μια μπάντα από την Γλασκόβη στο Νο3 των αγγλικών chart. Καθόλου άσχημα. Franz Ferdinand κυρίες και κύριοι. Ιδιαίτεροι μέσα στην μαζικότητα τους, ιδιόρρυθμοι μέσα στην απλότητα τους, έξυπνοι χωρίς να καταντάνε εξυπνάκηδες, Βρετανοί με έναν αμερικανικό αέρα coolness, διανοούμενοι χωρίς να απομακρύνονται από τις λαϊκές φόρμες μέσα στις οποίες γαλουχήθηκαν και μουσικά καινοτόμοι χωρίς να απομακρύνονται από την μανιέρα της παραδοσιακής ποπ τραγουδοποιιας. Τα ονόματα των Wire, των Gang of Four, των XTC και των Pixies πετάγονται αυτόματα στο νου. Αλλά τα μουσικά σημεία αναφοράς είναι περιττά (όπως έλεγε κι ο Τζιμ Μορισον «Το να συγκρίνεις είναι χαζό και ανούσιο. Είναι ένας πολύ καλός τρόπος να παρακάμπτεις την σκέψη σου») γιατί κάθε τραγούδι από τα 11 που περιλαμβάνονται εδώ έχει την δική του προσωπικότητα και σου μιλάει στην δική του γλώσσα χωρίς να χρησιμοποιεί μεταφραστές για να σε προσεγγίσει.

Review του 'Franz Ferdinand'
Οι Franz Ferdinand στα N.M.E. Awards

Ο Kurt Wagner λοιπόν, καθόταν στην ξύλινη κουνιστή καρέκλα του στη βεράντα του σπιτιού του στο Nashville, κατέβαζε μπίρες και για αρκετούς μήνες έπαιζε ένα ιδιαίτερο παιχνίδι έμπνευσης και πρόκλησης, δοκιμάζοντας να γράφει ένα τραγούδι κάθε μέρα. Απόρροια αυτής της μικρής καλλιτεχνικής περιπέτειας στην οποία έβαλε τον εαυτό του, ήταν δεκάδες τραγούδια, τα εικοσιτέσσερα καλύτερα από τα οποία βρήκαν την θέση τους στα δύο cd της τολμηρής νέας κυκλοφορίας των Lambchop. Tα δύο albums δεν έχουν κάτι το οποίο να τα διαχωρίζει, αντίθετα λειτουργούν καλύτερα σαν ένα, και στα αυτιά ενός έμπειρου «lombster», ίσως και να φαντάζουν σαν μία “best of” συλλογή, με την διαφορά όμως ότι τα τραγούδια είναι ολοκαίνουργια. Μέσα σε έναν τέτοιο μεγάλο αριθμό τραγουδιών ο Wagner βρίσκει την ευκαιρία να επισκεφτεί ξανά τα διάφορα στυλ μουσικής στα οποία οδήγησε την μπάντα μέσα στο πέρασμα των ετών και να τα βελτιώσει σύμφωνα με την εμπειρία που έχει πλέον αποκτήσει.

Review των 'Awcmon / Noyoucmon'
Review του 'Is A Woman'
Οι Lambchop στο Gagarin 205 (3-/4/2004)
Οι Lambchop στο Shepherds Bush Empire του Λονδίνου (23/3/2004)
Οι Lambchop στο Club 22 (18/5/2002)
Οι Lambchop στο Royal Festival Hall του Λονδίνου (23/9/2000)
Συνέντευξη με τον Kurt Wagner

Δύο παραγωγικότατοι αντι-ήρωες της hip-hop σκηνής φαίνεται να παίρνουν για τα καλά την εκδίκησή τους με την κορυφαία δουλειά της χρονιάς για το ιδίωμα, μέχρι τώρα. Υπεύθυνοι για το project αυτό είναι ο Daniel Dumile (ήτοι MF Doom) και ο Otis Jackson Jr. (ήτοι Madlib) - ο πρώτος γνωστός από τις τεμπέλικες στην απόδοσή τους, μα καθόλα νεωτεριστικές ρίμες του, κι ο δεύτερος από τις jazz λούπες που ξεθάβει, εξερευνώντας εξονυχυστικά τη δισκοθήκη του.Το Madvillainy είναι σουρεάλ, σαμπλεδελικό γαϊτανάκι, όπου και τα retro τηλεοπτικά samples έχουν τη δική τους χρησιμότητα και δεν μοιάζουν καθόλου passe, όπου τα ρεφρέν λάμπουν δια της απουσίας τους, όπου το αρχέτυπο, old-school hip-hop δεν φοβάται να ανατραπεί και να αποκτήσει το πειραματικό του παρακλάδι (όσο οξύμωρο κι αν μοιάζει αυτό), όπου τα χαμηλής ανάλυσης -όπου υπάρχουν- samples δεν είναι συνυφασμένα με τη "δηθενιά". Δυο άνθρωποι εξαιρετικά ταλαντούχοι, έχοντας από καιρό απογαλακτιστεί από τα περισσότερα "στεγανά" του hip-hop, συναντήθηκαν και παρέδωσαν το δικό τους κοινό διαστροφικό φάρο. Μένει λοιπόν να τον ακολουθήσουμε, να τον πλησιάσουμε, έστω και δοκιμαστικά, φαν ή μη του είδους...

Review του 'Madvillainy'

Βάλτε το “Alphabetical” να παίζει και βάζουμε στοίχημα ότι δεν θα έχετε το κουράγιο να το διακόψετε πριν από το τέλος του. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ποπ μουσική υψηλής κλάσης, με μελωδίες που σε κάνουν να χάσεις το μυαλό σου, με μια γλυκύτητα που ποτέ δεν γίνεται ενοχλητική και ποτέ δεν σε κάνει να καταριέσαι για την ανάγκη των μουσικών να επικαλύπτουν τα τραγούδια τους με συνθετική ζάχαρη, μόνο και μόνο για να αυξήσουν τις πιθανότητες να γνωρίσουν επιτυχία και να ακουστούν από περισσότερους ανθρώπους, με μια αμεσότητα που σε πείθει για το αγαθό των προθέσεών τους, με μια τσαχπινιά που προδίδει ότι, εκτός των άλλων, έχουν απόλυτη γνώση του σκοπού και των αναγκών που καλείται να καλύψει η ποπ μουσική. Σε ίσες ποσότητες 10cc, Steely Dan και Todd Rundgren μαζί με όλους τους επιφανείς σύγχρονους αναβιωτές της αληθινά ξεχωριστής ποπ τραγουδοποιίας, όπως ο Brendan Benson ή o Ben Folds, διαμέσου νεφών από την τρέχουσα ανάλαφρη r & b εποποιία (βλέπε “(You Can’t Blame It On) Anybody”), το “Alphabetical” είναι τόσο δεινά φτιαγμένο που αφήνει τον ανταγωνισμό πολύ πίσω. Ετούτοι εδώ οι Γάλλοι μας κοροϊδεύουν μου φαίνεται: δεν έχουν καμία σχέση με το αλφάβητο, αλλά κατέχουν δοκτορά στον τομέα τους!

Review του 'Alphabetical<'

Το πρώτο λεπτό του Blue Notebooks, ξεκινά με τον ήχο ενός πιάνου, παράλληλα με την φωνή της ηθοποιού Tilda Swinton η οποία απαγγέλλει λόγια του Κάφκα κάτω από τους ήχους μιας γραφομηχανής. Ίσως το πιο λυρικό ξεκίνημα δίσκου που έχουμε ακούσει εδώ και πολύ καιρό, ικανό να δώσει ένα δυνατό εναρκτήριο λάκτισμα για το μαγικό ταξίδι στη μουσική του Max Richter. Τα επόμενα 40 λεπτά ικανοποιούν κάθε αρχική προσδοκία και τέρπουν τις αισθήσεις σε βαθμό που σπάνια συναντάμε. Η γεύση που αφήνει το Blue Notebooks μετά από μερικές ακροάσεις είναι ταυτόσημη με αυτή ενός καλού βιβλίου, μιας κλασικής κινηματογραφικής ταινίας ή ενός παλιού καλού κρασιού. Αφήνοντας μια από τις πρόσφατες νύχτες το Blue Notebooks να γυρίζει επαναληπτικά στο cd, κάτω από το φως της πανσελήνου, μετά από λίγη ώρα άρχισαν να ξυπνούν φαντάσματα και να βγαίνουν από τα βιβλία του Poe που στέκονταν στη σκονισμένη βιβλιοθήκη, τις ταινίες του Lynch παραδίπλα και τους δίσκους στο ράφι της constellation.

Review του 'Blue Notebooks'

Την πρώτη φορά θα τους πάρεις σαν αστείο, σαν ανέκδοτο της σημερινής ένδοιας στυλιστικώς ξεχωριστών ήχων που ανατρέχει σε ρετροσκουπίδια (βλ. Darkness) για να επαναφέρει κάτι τρεντοειδές που θα συγκινήσει τα media. Τη δεύτερη φορά απλώς διασκεδάζεις. Την τρίτη αρχίζεις κι ενθουσιάζεσαι. Οι Νεϋορκέζοι είναι ασυγκράτητοι σε ταλέντο δανείων κι έξαρσης, τόσο όμως που να ακούει κανείς τα πονήματά τους ως ...Scissor Sisters, όσο κι αν χάνονται στο αχανές πεδίο των 70s, από τη disco των 70s ως το glam rock, με πολλούς πολλούς πολλούς Ελτοντζονισμούς. Κι έτσι, παρά το περιτύλιγμα από τα media και το σπαστικό για ορισμένους attitude, παρά τη γνώση ότι η οι ίδιοι που τους προβάλλουν, τους περιμένουν στη γωνία για να τους πετάξουν ανάγωγα από το παράθυρο του επίκεντρου, όπως έχει συμβεί με τόσες και τόσες περιπτώσεις, σου δίνεται η ψευδαίσθηση (η εντύπωση; πες το όπως θέλεις) ότι ήρθαν για να μείνουν. Ό,τι λοιπόν και να συμβεί στο εξής, όποιο άλλο ρετροκόλλημα κι αν φάνε, θα υπάρχει αυτό το απολύτως διασκεδαστικό δισκάκι για να χρωματίζει και να θυμίζει στιγμές των 00s που σκάσαμε τεράστια χαμόγελα, χορέψαμε σαν αστράφτοντες disco kings & queens και είπαμε και μια παραπάνω μαλακία με φίλους σε μικρά αυτοσχέδια πάρτυ. Μακάρι η ψευδαίσθηση αυτή που ανέφερα να είναι στρεβλή και το βιτσιόζο (όσον αφορά το χειρισμό των ιδεων τους) κι απόλυτα ταλαντούχο ταμπεραμέντο τους να τους οδηγήσει και σε άλλα τόσο γεμάτα πονήματα. Τέχνη λησμονημένη ελαφρώς, αν και εδώ σαφώς υποβοηθούμενη από την ποικιλία στη φόρμα και το εκφραστικό φάσμα. Εμπρός, λοιπόν, ευκαιρία να πεις πόσο λατρεύεις μαζί τους Supertramp, Chicago, Elton John, David Bowie, Moroder και Spandau Ballet, μια πεντάδα αναφορών που φιλτράρουν υπέροχα στο ντεμπούτο τους αυτοί οι παλαβοί νεϋορκέζοι και μας κάνουν να ξεχνάμε το μοδάτο της υπόθεσης.

Review του 'Scissor Sisters'
Οι Scissor Sisters στην Πλατεία Κοτζιά
Οι Scissor Sisters στις Βρυξέλλες
Συνέντευξη Scissor Sisters

Να λοιπόν το νέο παιδί θαύμα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Και τι θαύμα, ε; Ξεχάστε 5χρονα παιδάκια, που ερμηνεύουν –τάχα- σαχλοποπ σκουπίδια. Εδώ έχουμε μία 16χρονη που μπαίνει με το πρώτο της άλμπουμ στα βαθιά νερά, διασκευάζοντας 10 σπουδαία τραγούδια μερικών από τους κορυφαίους συνθέτες των τελευταίων 4-5 δεκαετιών της μαύρης –soul- μουσικής. Και τα καταφέρνει σπουδαία, μοιάζοντας έτοιμη από καιρό να αναλάβει τα σκήπτρα μίας κενής από καιρό θέσης: της νέας βασίλισσας της soul! Δεν υπάρχει κάποια μέτρια στιγμή εδώ. Είναι ένα σπουδαίο άλμπουμ που σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα όχι μόνο να το αγοράσετε, αλλά και να το τοποθετήσετε δίπλα στα αγαπημένα σας άλμπουμ της μαύρης soul παραγωγής των sixties και seventies.

Review του 'The Soul Sessions'

Για να μην σας κρατάμε σε αγωνία, το “A Grand Don’t Come For Free” δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με τον προκάτοχό του, δεν παύει όμως να απέχει παρασάγγες από τον ανταγωνισμό και να διατηρεί το προβάδισμά του από οτιδήποτε άλλο παράγει η Βρετανική garage και όχι μόνο σκηνή. Στην πραγματικότητα, το άλμπουμ αυτό απομακρύνεται υφολογικά από το παραπάνω χορευτικό ιδίωμα, αν όντως δεχτούμε ότι και το πρώτο του άλμπουμ ανήκε 100% εκεί – ο ίδιος ο Skinner τραγουδούσε στο “Let’s Push Things Forward” από το προηγούμενο άλμπουμ “I make bangers, not anthems / leave that to The Artful Dodger”, κατακεραυνώνοντας την πιο σοφιστικέ πλευρά του garage! Ναρκωτικά, junk food, τηλεόραση μέχρι το μυαλό να αρχίσει να αποσυντίθεται, σχέσεις που δοκιμάζονται από τους δύσκολους όρους ζωής που βάζει η ανεργία ή μια δουλειά που προσφέρει ψίχουλα για αμοιβή, “sex, drugs and on the dole” όπως το είχε ορίσει σε ανύποπτο χρόνο. Κι όλα αυτά με ένα αμίμητο τρόπο διήγησης, που εναλλάσσει το κωμικό με το δραματικό, σε απόλυτα ρεαλιστικό φόντο. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η πραγματική του δύναμη, στο ότι ακούγοντάς τον νομίζεις ότι σου αφηγείται κάτι που συνέβη σ’ εσένα ή που έπαθε ο κολλητός σου τις προάλλες. Πρόκειται για την αληθινή ζωή τοποθετημένη επάνω σε απλά γοητευτική μπητάτη μουσική.

Review του 'A Grand Don’t Come For Free'
Review του 'Original Pirate Material'
Οι Streets στο Brixton Academy του Λονδίνου (21/5/2004)

Το “College Dropout” προς μεγάλη μας ευχαρίστηση είναι ένα hip hop album με βασικό concept την χαρά της ζωής. Ο λόγος προφανέστατος εάν αναλογιστείς ότι ο West την περίοδο που προετοίμαζε το album τραυματίστηκε πάρα πολύ σοβαρά σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Την ίδια στιγμή μπορεί να μιλάει για διαμάντια και γρήγορα αυτοκίνητα σαν το αφεντικό του στην Roc-A-Fella, τον Jay Z, όμως παράλληλα με το ίδιο σθένος και πραγματική πυγμή ψυχής που δείχνουν ελάχιστοι “εμπορικοί” rappers τα τελευταία χρόνια ραπάρει για την φτώχεια στις μεγαλουπόλεις, τον ρατσισμό, την θρησκεία, τις κοινωνικές διακρίσεις, την πολιτική κατάσταση και φυσικά την προσωπική του δικαίωση. Αν από την άλλη, εκεί που οι άλλοι μεγάλοι σύγχρονοι hip hop παραγωγοί, όπως οι Neptunes και ο Timbaland έχουν παρασυρθεί προς τον ηλεκτρονικό ήχο και τα διάφορα μπλιμπλίκια που βγάζουν οι υπολογιστές τους, - τα γουστάρουμε εξίσου, για να μην παρεξηγηθούμε – ο Kanye West επιστρέφει στα πατροπαράδοτα samples από το παρελθόν, soul, r’n’b, gospel, αλλά πιο σύγχρονα κλασικά του μαύρου ήχου, τα οποία τα μαγειρεύει μαζί με ρυθμούς, beats, εφέ αλλά και παιδικές χορωδίες για να δημιουργήσει τον γνώριμο ήχο του, που πρωτογνωρίσαμε στο κλασικό για την δεκαετία που διανύουμε “Blueprint” του Jay Z. Εκεί που το underground και το πρωτοποριακό συναντούν το mainstream βρίσκεται υπερήφανος, προσιτός και χαμογελαστός ο Kanye West.

Review του 'The College Dropout'

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured