Παραγωγός, DJ, remixer, αλλά και καλλιτέχνης με την πραγματική έννοια του όρου. Αντισυμβατικός, μα όχι δήθεν. Με εμμονές που δεν ανακυκλώνει, αλλα εξελίσσει και προσφέρει στη μεταμοντέρνα τους έκδοση. Ταυτόχρονα χορευτικός, αλλά όχι με την αποβλακωμένη έννοια του όρου. Εγκεφαλικός και, παρά τις βαθιές ρίζες των ήχων του στα 60s και 70s, απόλυτα σύγχρονος. Αυτός είναι ο David Holmes, ένας από τους αγαπημένους, για τις δισκογραφικές του δουλειές και τις ικανότητές του ως DJ, καλλιτέχνες εδώ στο Avopolis Music Network, που έρχεται στη χώρα μας με ένα νέο project, τους Free Association.

Αρπάξαμε λοιπόν την ευκαιρία να μιλήσουμε γι' αυτόν, μέσα από την κρίση των δισκογραφικών πονημάτων του. Τα βιογραφικά μπορείτε έτσι κι αλλιώς να τα βρείτε εύκολα και είμαστε πεπεισμένοι ότι ουδόλως αφορούν τον μουσικόφιλο, τουλάχιστον όχι περισσότερο από την ίδια τη μουσική.

Γυρνάμε λοιπόν 8 χρόνια πριν, όταν και κυκλοφόρησε, μετά από θητεία στους Disco Evangelists και κάποιες συνεργασίες, το "This Film's Crap Let's Slash the Seats" που, πέρα από τον ελκυστικότατο τίτλο του έδινε μια πρώτη άποψη για το μουσικοκινηματοφικό ταλέντο του, τη μανία του να συνθέσει κάποτε τη μουσική για ταινίες. Το είδος του δεν διευκόλυνε εκείνη την εποχή. Όντας παραγωγός και DJ δεν ήταν τότε και τόσο εύκολο να γίνει ο τωρινός 'αγαπημένος' του Hollywood, κι έτσι με βάση την αγάπη του για τη Northern Soul και τη Motown, τις κιθάρες του Ennio Morricone, μερικά κόλπα του Aphex Twin και το γοητευτικό vibe της νύχτας, κυκλοφόρησε μια συλλογή χορευτικών τραγουδιών που όμως κινούνταν περισσότερο σε εγκεφαλικά κύτταρα, χωρίς να φεύγουν στο υπόλοιπο σώμα οι εντολές για να χορέψεις. Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την Go! Beat, σπίτι και των Portishead μεταξύ άλλων και αντιμετωπίστηκε με αρκετά θετικά σχόλια από τον Τύπο, χωρίς βέβαια να αποτελεί μία από τις καλύτερες στιγμές του. Είναι περισσότερο ένα πρώτο δείγμα της δικής του τεχνικής και λιγότερο μια ολοκληρωμένη δουλειά. Εντούτοις, το "Gone", μια πανέμορφη τζαζοειδής μπαλλάντα με τα φωνητικά της γοητευτικότατης Sarah Cracknell των Saint Etienne ακούστηκε αρκετά.

Mετά το φιλόδοξο ντεμπούτο του και δύο χρόνια περιφερόμενος ως DJ, ακολούθησε το album "Let's Get Killed", τον Οκτώβριο του 1997. Ένα concept album που τοποθετεί στο μίξερ την αγάπη του για όλες τις μουσικές από τα 60s, και πάλι από το rock ως τη Northern Soul, τοποθετώντας τις χρονολογικά και βάζοντάς τις να χωρέσουν σε ambient, trip-hop, big beat και drum'n'bass καλούπια. Ένα acid ταξίδι που εμπλουτίζει με ομιλίες από τους δρόμους της Νέας Υόρκης, τις οποίες ηχογράφησε με το DAT recorder του. Urban μαγεία, μια δουλειά που δεν δυσκολεύτηκε να βρει τη θέση της στις 100 καλύτερες των 90s, για την συντακτική ομάδα του Avopolis.

Ακολούθησε επιτέλους η επένδυση μιας πραγματικής ταινίας, του χολιγουντιανού Out Of Sight. To soundtrack όμως της ταινίας των George Clooney / Jennifer Lopez, μάλλον συμπαρασυρόμενο από μία αδιάφορη ταινία, δεν ήταν στα standards του Holmes, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το "David Holmes-Essential Mix", γεμάτο από δικά του αγαπημένα ταξιδάκια στις μουσικές των 60's και 70's, με μερικά αξιόλογα, ξεχασμένα anthems, όπως αυτά των Marlena Shaw ("California Soul"), Ananda Shankar ("Dancing Strings") και Rare Earth ("I Just Want to Celebrate").

Το "Bow Down to the Exit Sign" κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2000, αυτή τη φορά ενώνοντας την αγάπη του για τη jazz και τη soul με αυτή των ...Stooges! Πρόκειται για ένα αρκούντως κλειστοφοβικό άλμπουμ, με κάποια κομμάτια να περιέχουν και στίχους. Το 70s funk μπάσο του "Compared to What", η πανκροκιά του "Sick City", αλλά κυρίως τα blues του Jon Spencer στο σπαρακτικό "Bad Thing", αποτυπώθηκαν στο μυαλό μετά απο τις επανειλλημένες ακροάσεις. Οι πειραματισμοί του Miles Davis πρέπει να είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στο πικάπ του, μα εκείνος έτσι κι αλλιώς μας παρέδωσε ένα μεταμοντέρνο δίσκο ξεχωριστής και -συν τοις άλλοις- λειτουργικής αισθητικής. Αυτό ήταν και το άλμπουμ που χαλάρωσε τις συστολές των Βρετανών δημοσιογράφων, οι οποίοι άρχισαν σιγά σιγά να τον αποκαλούν "ιδιοφυία" και να ξυπνάει ταυτόχρονα και το πιο mainstream κοινό. Άλλωστε ποιος άλλος έχει αποτυπώσει πρόσφατα τόσο έντονα την φρίκη και το παραλήρημα εκείνου που δεν μπορεί να αποδεχθεί το χωρισμό; Το "Bad Thing" είναι γεμάτο αναπολήσεις από την στιγμή που τη γνώρισε, τα τηλεφωνήματα, τον χωρισμό, τα συναισθήματά του, φτάνει στο σημείο να κοιταχτεί στον εαυτό του και να μην τον αναγνωρίζει. Υπερβολικό; Ίσως. Αλλά αληθινό ταυτόχρονα και σοκαριστικό.

Πέρσι ήρθε το καταπληκτικό soundtrack για την ταινία Ocean's Eleven, που τον έβαλε για τα καλά στο παιχνίδι του Hollywood. 50 λεπτά γνώριμης πλέον, αλλά εκλεκτικής συνοδείας για την ταινία του Steven Soderbergh. Από το χαλαρό άκουσμα των Percy Faith And His Orchestra, "A Song for Young Lovers", ως το σπάνιο rock 'n' roll του Elvis Presley, 'A Little Less Conversation' (ένα κομμάτι βέβαια β' διαλογής του βασιλιά, από το film 'Live A Little, Love A Little' το 1968, που ριμιξαρίστηκε αργότερα κι έγινε αφορμή για μία ακόμη εξαργύρωση των επιτυχιών του) αλλά και το swing των Perry Como στο κιτς 'Papa Loves Mambo', και Quincy Jones στο 'Blues In The Night', είναι μερικές από τις στιγμές του funky/lounge/acid-jazz κλίματος που ταιριάζει απόλυτα στο λούστρο της ταινίας που μας ταξιδεύει από μόνο του στην ζωή στα αστραυτερά καζίνο του Las Vegas.

Λιγότερο από δύο μήνες μετά το soundtrack του "Ocean's Eleven" και πλέον στο δικό του, νέο label, 13 Amp, έχουμε ένα mix album - δείγμα της έμπνευσης που διαθέτει ως DJ. Στο "Come Get It I Got It" μας δίνει απτά δείγματα της τεχνικής του. Ανοίγει με ένα διάλογο που πολλοί θα θυμηθούν από το "Adventures of Flash on the wheels on steel" (Grandmaster Flash), μπλέκει tracks από το τελευταίο του project, τους Free Association, μαζί με το σπάνιο "Sugarman" (Sixto Rodrigues), το ψυχεδελικό blues "Tom Cat" (Muddy Waters), το funky "Gossip" (Cyril Neville), το παλιομοδίτικο electro "Ode A L'Affaire" (Andre Perry), τη version των Johnny Jones & The Ring Kasval στο "Purple Haze" του Hendrix, επιφυλάσσοντας πολλαπλές εκπλήξεις. Στα 50 και κάτι λεπτά που διαρκεί το mix, κομμάτια που γράφτηκαν τριάντα και σαράντα χρόνια πριν, συμπράττουν και συμπορεύονται ρυθμικά με σύγχρονα, με τη βοήθεια πρόσθετων ηλεκτρονικών στοιχείων. Παρά την κλειστοφοβική και δαιμονική του γοητεία, και τα περάσματα από τη moody, κινηματογραφική μουσική, στη soul, τη jazz και την ψυχεδέλεια, το "Come Get It I Got It" παραμένει ένα cool, καλοκαιρινό, funky album, με accessible μουσική -ιδανικό για τις διακοπές μας.

Η περσινή δημιουργική του μανία όμως δεν σταμάτησε εκεί. Στο τέλος της χρονιάς κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του με την μπάντα των The Free Association, μια συνεργασία βασικά με τον φίλο συνθέτη και προγραμματιστή Steve Hilton, τον rapper Sean Reveron (που έχει δουλέψει και με τους Beta Band) και την τραγουδίστρια Petra Jean Phillipson. Η τελευταία μοιάζει να έχει λιώσει τους δίσκους της Billie Holiday κι οι υπόλοιποι να την οδηγούν σε σίγουρα χορευτικά, μα έξυπνα ταυτόχρονα, μονοπάτια. Αισθητικά πάντως δεν μοιάζει πολύ μακριά από το "Bow Down to the Exit Sign". Πειραματική, λιγότερο όμως κινηματογραφική, μα σκοτεινή, ηλεκτρονική, φάνκι και μπλουζάτη μουσική, με τα beats να είναι μπροστά για να κινούν το κορμί.

Οι λάτρεις του big beat, της funk και της soul, ακόμα κι εκείνοι του hip-hop θα βρουν κάτι ξεχωριστό για να αγαπήσουν. Ένας φρέσκος ήχος από ένα καυτό σχήμα που θα πρέπει να δει κάθε φαν της μουσικής στην πόλη. Οφείλουμε να δώσουμε τα συγχαρητήριά μας στους ανθρώπους της Astra που, σε μια εποχή ανακύκλωσης ονομάτων στη συναυλιακή μας σκηνή, αναζητούν και φέρνουν φρέσκα ονόματα, όπως το project του David Holmes. Aξίζει να βρεθούμε λοιπόν στο Gagarin 205, την προσεχή Παρασκευή 7 Μαρτίου για να δούμε και επί σκηνής αυτή την παρέα. Ο υποφαινόμενος πάντως θυμάται σαν σήμερα το εντυπωσιακό DJ set του κυρίου Holmes στο Homelands Festival του 2000...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured