φωτογραφία 2 (Θύμιος Παπαδόπουλος): Μαρία Προδρόμου
φωτογραφία 7 (Δεληβοριάς-Γαρμπή): Τάσος Βρεττός

Μάιος 1998, οδός Μεσογείων, Αθήνα. Ο Φοίβος Δεληβοριάς βρίσκεται στα γραφεία της δισκογραφικής εταιρείας Sony, κλειδωμένος στην αίθουσα συνεδρίων. Καθισμένος στο πιάνο που υπάρχει εκεί, το βλέμμα του κάπως χαμένο, η σκέψη του σε εγρήγορση. Πάνε κάποια χρόνια πια που προσπαθεί να ολοκληρώσει τον δύσκολο 3ο δίσκο του. Πώς στο καλό κατέληξε εδώ;

Πίσω στην αρχή: η ζωή που ήταν ωραία, αλλά μετά σκοτείνιασε

Έχοντας βγει στα 16 του στη δισκογραφία, με το στοργικό χέρι του Μάνου Χατζιδάκι να τον οδηγεί στην Παρέλαση (1989), ο Δεληβοριάς βρήκε τη φωνή του στον επόμενο δίσκο του. Ο παραγωγός Θύμιος Παπαδόπουλος, που είχε ήδη συστηθεί με τον τραγουδοποιό μέσω του Χατζιδάκι και είχε αγαπήσει το ντεμπούτο του, τον είδε μια μέρα να μπαίνει στο γραφείο του για να του παρουσιάσει τα τραγούδια που ήθελε να ηχογραφήσει. «Το σοκ από τον χείμαρρο του ταλέντου που δέχτηκα, την έκπληξη από μια απίστευτα ξεχωριστή και προσωπική δημιουργικότητα, μάλλον δεν θα τα ξεπεράσω ποτέ...», αφηγείται. «Η δισκογραφία έμοιαζε τότε να ξυπνά από μια ληθαργική περίοδο, η ανάγκη μου για νέους δημιουργούς που θα ήταν οι ραψωδοί της γενιάς τους ήταν μεγάλη. Ένιωσα πως θα ήθελα να δοκιμάσουμε με τον Φοίβο να προτείνουμε στο κοινό τη διαφορετικότητα αυτών των τραγουδιών.  Άρχισα να μιλώ στους φίλους μου, στους ανθρώπους της εταιρείας, στους συνεργάτες μουσικούς, να τους λέω ότι σε λίγο θα επιχειρήσουμε κάτι πραγματικά καινούργιο». Ο Παπαδόπουλος, μαζί με τον ηχολήπτη αδερφό του, Σωτήρη Παπαδόπουλο, έγιναν σύντομα οι στενότεροι συνεργάτες του τραγουδοποιού.

Ο φωτεινός τίτλος του Η Ζωή Μόνο Έτσι Είν’ Ωραία... (1995) έμοιαζε να αντικατοπτρίζει τις ευχάριστες συνθήκες υπό τις οποίες φτιάχτηκε εκείνο το άλμπουμ. Όπως το θυμάται ο δημιουργός του, η ηχογράφηση και η κυκλοφορία του ήταν «κανονικό πανηγύρι. Ήμουν 22 και το μοιράστηκα όλο με τους φίλους μου, με τους πρώτους μου μουσικούς, με τον παραγωγό και τον ηχολήπτη μου, με το πρώτο μικρό μου συνομήλικο ακροατήριο και με το κορίτσι μου εκείνης της εποχής. Με εκδρομές, με συναυλιακές επιδρομές (στις πρώτες μου περιοδείες ερχόντουσαν μαζί μου με λεωφορείο περί τα 30 άτομα απ' την Καλλιθέα κι απ' τα Εξάρχεια να το ζήσουμε παρέα), με τηλέφωνα αγνώστων κοριτσιών, με υποστηρικτές και με λιβελογράφους. Γνώρισα επίσης προσωπικά όλες τις «αφίσες» του εφηβικού μου δωματίου, όλους σχεδόν όσους θαύμαζα».

70cc_2.jpg

Ειδικά η σχέση του με τον παραγωγό και τον ηχολήπτη του, ήταν τότε κάτι το αξιοσημείωτο για τον τραγουδοποιό. «Ο Θύμιος είναι μια περίπτωση πολύ σπουδαία, που σκοπίμως –από σκληρά καλλιεργημένη ταπεινότητα– δεν κάνει ποτέ θέμα την αξία του. Αυτό που πέτυχε ως παραγωγός με τον Ορφέα Περίδη π.χ., πιστεύω θα μείνει στην ιστορία με τα πιο χρυσά γράμματα. Το γέλιο και η αφηρημάδα του, ο τρόπος του να δουλεύει ανάλαφρα στα σημαντικά και να βασανίζει τα ασήμαντα, η σπουδή του στα όργανα και στις τεχνολογίες, έχουν κάτι το μοτσαρτικό, που ως την έλευσή του δεν νομίζω ότι είχε ποτέ συνυφανθεί με την ιδιότητα του παραγωγού στην Ελλάδα. Τότε που πρωτοδουλέψαμε μαζί, ήμασταν πραγματικά σαν ερωτευμένοι, και μ’ αυτόν και με τον εξίσου υπέροχο Σωτήρη, τον αδερφό του, τον πιο χιουμορίστα ηχολήπτη στην ελληνική δισκογραφία. Δύο πρωτογενείς, λαϊκοί ποιητές είναι κι οι δυο τους στο μυαλό μου, με τελείως άλλον τρόπο ο καθένας».

Το άλμπουμ εκείνο έφερε τον νεαρό τραγουδοποιό σε επαφή με ένα ευρύτερο ακροατήριο, όμως τον οδήγησε και σε έναν μετεφηβικό εφιάλτη. «Έζησα για πρώτη φορά τι είναι να περιμένουν οι άλλοι να γράψεις. Έζησα τη βία της πρώτης ερωτικής συγκατοίκησης, τον πρώτο χωρισμό που δεν μπορούσα να τον χρεώσω στο άλλο πρόσωπο, τις πρώτες συγκρούσεις με τους συνοδοιπόρους, το αναγκαίο γκρέμισμα των ειδώλων μου, την ανάγκη να υπερασπιστώ μιαν επόμενη κίνηση που έβγαινε πηχτή και τρελή και σκοτεινή από μέσα μου και δεν ήμουν πια μόνος, δεν είχα πια άπειρο χρόνο όπως πριν». Παραδέχεται μάλιστα ότι δεν κατάφερε να το διαχειριστεί όλο αυτό: «Μου βγήκε παράνοια και επιθετικότητα, προς όσους αγαπούσα περισσότερο κυρίως. Τώρα που το σκέφτομαι, όλοι σ' εκείνη την ηλικία τέτοια θα περνάνε, πάντα, σε κάθε συνθήκη. Εγώ όμως τα 'γραφα και αυτό είχε μια περίεργη επίδραση πάνω μου και στους άλλους».

Από τι αποτελούνταν όμως αυτό το πηχτό, τρελό και σκοτεινό υλικό;

Τα τραγούδια: αυτοβιογραφία και παραγγελιά

Τα νέα τραγούδια, κατ’ αρχάς δεν ήταν όλα νέα: το “Φώτης (Ένα Τραγούδι Για Τον Πατέρα Μου)” είχε γραφτεί λίγο πριν κυκλοφορήσει το προηγούμενο άλμπουμ, όμως ο καλλιτέχνης είχε νιώσει πως ανήκε σε κάποιον επόμενο δίσκο. «Θυμάμαι να νιώθω σαν να διαπράττω ύβρη, που λέω το όνομα του αληθινού μου πατέρα, που χρησιμοποιώ τόσο αβέρτα τα συγκεκριμένα στοιχεία που συνέθεταν την πραγματικότητά μου». Φαίνεται πάντως πως το κομμάτι έδωσε τον τόνο για μεγάλο μέρος του νέου υλικού: αυτή η ιδιωτική πραγματικότητα, αυτό το αυτοβιογραφικό στοιχείο, αποτέλεσε τον καμβά πάνω στον οποίο κινήθηκε ο Δεληβοριάς.

70cc_3.jpg

Στο “Χάλια”, λ.χ., το πρώτο από τα επόμενα τραγούδια που ολοκληρώθηκε, ο τραγουδοποιός γράφει «για ένα μοιραίο κορίτσι της Καλλιθέας, για ένα πιν απ που σερβίριζε σε ένα μικρό μπαρ στη Νέα Σμύρνη. Την είχα ήδη γνωρίσει και «όδευα προς την καταστροφή». Άκουγα συνεχώς Tom Waits και τη σκεφτόμουν. Να βλέπουμε ταινίες σε ντράϊβιν. Να δουλεύει εκείνη ως στρίπερ κι εγώ ως κονφερανσιέ στο ίδιο υπόγειο, στην ίδια ταράτσα. Και το 'κανα σιγά-σιγά Καλλιθεάτικο. Είναι το τραγούδι ενός Καλλιθεάτη που ονειρεύεται μιαν Αμερική ελληνική, λαϊκιά». Ή στα “Ένας Σκύλος Στο Κολωνάκι” και “Η Γυναίκα Του Πατώκου”, δύο τραγούδια που γράφτηκαν μαζί: πρόκειται για έργα όπου το προσωπικό βίωμα γίνεται αφορμή για διεισδυτικές ματιές στην κοινωνική πραγματικότητα.

«Ήταν οι μέρες που θριάμβευε το όνειρο του Κωστόπουλου», εξηγεί σχετικά ο καλλιτέχνης. «Το Κολωνάκι ήταν το σκηνικό στο οποίο ξεβραζόταν ένα ολόκληρο εθνικό απωθημένο. Έβλεπα έναν σκύλο έξω απ' το  Everest, μαύρο, σαν ένα μέλλον δυσδιάκριτο εκείνη τη στιγμή. Στο στούντιο Polysound, όπου έδινα ραντεβού με τον Θύμιο, υπήρχε ένας άλλος σκύλος, ο Βαγγέλης. Έδωσα το όνομα αυτού του σκύλου στον άλλο. Και μετά, όλοι έλεγαν τον σκύλο της Λουκιανού Βαγγέλη, απ’ το τραγούδι μου! Ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Ελαφριά κι η εποχή που μας σκέπασε». Και προσθέτει: «Η γυναίκα του Πατώκου είναι σαν τον σκύλο τον Βαγγέλη. Δύο κοινά, πραγματικά, αντι-ηρωϊκά ονόματα, πολύ πιο ισχυρά στη δική μου συνείδηση απ’ το όποιο ανώνυμο γκλάμουρ».

Επίσης αυτοβιογραφικό ήταν το “Εκείνη”, το τραγούδι που επιλέχθηκε να ανοίξει τον δίσκο. Η δημιουργία του, όμως, αποδείχθηκε περιπετειώδης. «Tου πήρε ακριβώς 9 μήνες να τελειώσει. Γεννήθηκε δηλαδή σαν άνθρωπος! Το ξεκίνησα Μάρτιο και το τελείωσα Νοέμβριο του ’96. Πού να 'ξερα τι συμβαίνει στα τραγούδια τα οποία ξεκινούν με τη λέξη «Γεννιέσαι»;» Θυμάμαι τη βραδιά που το ξεκίνησα: το επίμονο ριφ, τις πρώτες δύο στροφές, που βγήκαν από μέσα μου σαν νερό. Και μετά να το παίζω έτσι ημιτελές παντού, σε φίλους, σε παρασκήνια, σε ομοτέχνους που μόλις γνώριζα, σα να ήθελα να το σκοτώσω ρίχνοντάς του φως, ακούγοντας γνώμες. Τελικά το σκότωσα ζώντας το. Το κομμάτι ήταν η αφορμή και για την αρχή και για το τέλος του πρώτου μου ώριμου έρωτα, ήταν η πρώτη αποτύπωση στη δική μου ζωή της σκοτεινής γεύσης που αφήνει στο πέρασμά της η αληθινή αγάπη».

{youtube}wyPL_0l7KJE{/youtube}

Υπήρχαν όμως και τραγούδια που προέκυψαν αλλιώς. Όπως το “Ο Άντρας Της Ζωής Μου”, το οποίο γράφτηκε κατά παραγγελία. Ο Τάσος Φαληρέας, έχοντας μόλις γνωριστεί με τον τραγουδοποιό, του ζήτησε να γράψει ένα τραγούδι για την Πίτσα Παπαδοπούλου, προκειμένου να μπει σε έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο που της ετοίμαζε εκείνο τον καιρό. «Θα της έγραφαν ο Περίδης, ο Μάλαμας, ο Ιωαννίδης, ο Δουρδουμπάκης... Ήθελε και δικό μου. Το έγραψα το ίδιο βράδυ, με τη φωνή της στο μυαλό μου, διαβάζοντας μια φράση σε συνέντευξη της Αλίκης Βουγιουκλάκη, λίγους μήνες πριν μαθευτεί  το κακό με την υγεία της».

Άλλα πάλι έμοιαζαν να προκύπτουν από «παραγγελιές» τις οποίες έθετε ο ίδιος στον εαυτό του. Το “Κάθε Σεπτέμβρη” ήταν μία ακόμα απόπειρά του (έπειτα από το “Η Τιμωρία Των Πρωτοπλάστων” στην Παρέλαση) να ξαναγράψει, πιο βιωμένα, την ιστορία του Αδάμ και της Εύας («είχα κολλήσει με το ρεφραίν κι έβαλε το μαγικό χεράκι του ο Θύμιος»). Με το “Πιστός”, πάλι, ήθελε να φτιάξει ένα κομμάτι όπου το ερωτικό θύμα να μην είναι πια ο ίδιος (όπου «να δικαιώνεται ο φταίχτης, να γιορτάζεται ο άπιστος, η απιστία να γίνεται μια ανάποδη εκδήλωση πίστης»), ενώ το “Αν Σε Χασώ” προέκυψε από την παρατήρηση ότι αυτό που έφτιαχνε ήταν «ένας δίσκος που παρατονίζει, που κοιτάζει ανάποδα, που διαπράττει μικρές, αθώες ύβρεις. Ήθελα λοιπόν, να γράψω μέσα του το κατ' έξοχήν κομμάτι του παρατονισμού. Να «τονιζώ πάντα λαθός τις λέξεις». Για να με ξαναπροσέξεις».

Στο στούντιο: αντίρροπες δυνάμεις κι έπειτα μια νέα μέθη

Οι ηχογραφήσεις για τον δίσκο ξεκίνησαν στο στούντιο Στέντωρ με διαφωνίες. Σύμφωνα με τον Δεληβοριά, οι Θύμιος & Σωτήρης Παπαδόπουλος ήθελαν η δουλειά να γίνει δοκιμάζοντας νέους τότε τρόπους ηχογράφησης, καθώς και λούπες. Ο ίδιος όμως είχε διαφορετική άποψη: «Εγώ τότε ανακάλυπτα τους Αμερικάνους του ’70, τον Waits, τον Randy Newman, το Bloοd On The Tracks, κι ήθελα να παίξω ζωντανά με μπάντα (ιδανικά συνομηλίκων), να πετύχουμε ακαριαίο αποτέλεσμα, κάπως βρώμικο και ακατέργαστο».

Μια τέτοια διαφωνία προέκυψε με αφορμή το τραγούδι “Ο Διπλοπαντρεμένος”. Επρόκειτο για κομμάτι το οποίο ο Δεληβοριάς έγραψε βασισμένος σε στίχους που βρήκε σε μια συλλογή του Γιώργου Ιωάννου με τραγούδια της Κυνουρίας. «Το έκανα πιο δικό μου στιχουργικά και του έβαλα μουσική. Μια παραλλαγή του μου διηγιόταν ως ιστορία ο παππούς μου ή ίσως το φαντάζομαι».

«Ο Φοίβος έπαιζε ήδη στις εμφανίσεις του το κομμάτι αυτό», θυμάται ο Θύμιος Παπαδόπουλος, «και πρότεινε να το ηχογραφήσουμε στο στούντιο, μα ζωντανά. Είχα άλλη γνώμη. Φοβόμουν, μέσα σε ένα άλμπουμ με περίτεχνες κατασκευές, να υπάρχει ένα κομμάτι που να μην έχει δουλευτεί και «σιγοβράσει» μέχρι να νιώσει ο δημιουργός του ότι είναι έτοιμο. Του εξήγησα τη γνώμη μου, ότι δηλαδή οι αρετές της ηχογράφησης ενός καινούριου κομματιού είναι άλλες, και πως δεν είναι εύκολο να αποτυπώσει κανείς τα πλεονεκτήματα μιας ζωντανής εκτέλεσης στο στούντιο. Πως είναι καλύτερα να ηχογραφήσουμε για πρώτη φορά ένα κομμάτι με όλα τα στοιχεία που  ονειρεύεται.  Αργότερα θα είχε ευκαιρίες να το επανεκτελέσει «ζωντανά», αν έτσι έκρινε».

{youtube}icWg8EFt55I{/youtube}

Κάπως έτσι, το πρώτο μισό των ηχογραφήσεων κύλησε με μια διαρκή διελκυστίνδα «κι έβγαιναν πράγματα μεσοβέζικα, που ίσως έβλαψαν στο σύνολό του τον δίσκο», λέει ο Δεληβοριάς. «Σταματήσαμε μάλιστα για έναν ολόκληρο χρόνο. Είχα φερθεί λίγο αλαζονικά, καθώς προσπαθούσα να εξηγήσω τι θέλω. Ήμουν και άπειρος και δεν ήξερα πώς να το πω». Θεωρεί ότι υπήρξαν κάποιες χαμένες ευκαιρίες, τις οποίες χρεώνει στον εαυτό του. Όμως τελικά «υποχώρησαν και οι δύο πλευρές και μέσα σε λίγες μέρες φτάσαμε πάλι σε μια νέα κατάσταση μέθης».

Ο Θύμιος Παπαδόπουλος έχει τη δική του οπτική για τα πράγματα. Ένιωθε, κατ’ αρχάς, ότι ο Δεληβοριάς διαμόρφωνε σιγά-σιγά ένα ξεχωριστό προσωπικό ύφος, μπαίνοντας σε μια πιο ώριμη δημιουργική φάση. «Όμως, αισθάνθηκα επίσης ότι πια χρειαζόμαστε ακόμα πιο προσεκτική δουλειά, έτσι που η ηχογράφηση να δικαιώσει το πολυδιάστατο της έμπνευσής του». Για τον παραγωγό, τα τραγούδια του Δεληβοριά «κρύβουν, πίσω από την πρώτη ανάγνωση, έναν σωρό λεπτότητες που ξέραμε πως αξίζει να βγουν μπροστά με εύγλωττο τρόπο».

Ο Παπαδόπουλος θυμάται ότι κατά τη διαδικασία ένιωσε ως μέλος ενός γκρουπ, το οποίο συναποτελούσαν ο Δεληβοριάς, ο Σωτήρης Παπαδόπουλος και οι εκάστοτε καλεσμένοι μουσικοί. Εκφράζει τη βαθιά του πίστη ότι «δεν ηχογραφούνται στο στούντιο μόνο νότες και ενδιαφέρουσες μελωδίες και στιβαροί ρυθμοί, αλλά κάπως καταλήγουν στην ταινία επίσης η διάθεση, το συναίσθημα και η ομοψυχία της ομάδας που αναλαμβάνει την ηχογράφηση». Έτσι, φρόντισε να ζητήσει τις υπηρεσίες «εξαιρετικών μουσικών, οι οποίοι μπορούσαν να συμπλεύσουν με αυτό που ζητούσε ο Φοίβος, για κάθε κομμάτι ξεχωριστά». Ήθελε, όπως λέει, να μην παρασυρθούν προς ένα αποτέλεσμα που να θυμίζει «έναν εύκολο, κοινότοπο ηχητικό μύλο».

70cc_4.jpg

Οι μουσικοί που κλήθηκαν φαίνεται ότι μόνο καλά έχουν να θυμούνται από τη συμμετοχή τους. Ο κιθαρίστας Σάββας Χριστοδούλου κάνει λόγο για ένα πολύ καλό κλίμα, με πολύ γέλιο αλλά και με σοβαρότητα όποτε ήταν ώρα να γίνει δουλειά. Αναφέρεται βέβαια στις ενστάσεις που είχε πολλές φορές ο Δεληβοριάς, αλλά θεωρεί ότι αυτές βοήθησαν τελικά στο να καταλάβουν οι μουσικοί τι τους ζητούνταν. Ο Σταύρος Λάντσιας, από την άλλη, κάνει λόγο για την «ήρεμη δύναμη» του Θύμιου Παπαδόπουλου και για τη δεκτικότητά του σε κάθε ιδέα. Θυμάται επίσης τις κουβέντες του με τον Δεληβοριά, όχι μόνο για μουσική, αλλά και για βιβλία και ταινίες. «Αγαπημένη μου στιγμή όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω με τη μελόντικα που μόλις είχα αγοράσει στο “Ένας Σκύλος Στο Κολωνάκι” –αυτόν  τον σκύλο τον είχα συναντήσει κι εγώ πολλές φορές!», σημειώνει.

70cc_5.jpg

Ο Βαγγέλης Καρίπης επίσης κρατά στη μνήμη του την άψογη συνεργασία που είχε με τον Φοίβο, τον Θύμιο και τον Σωτήρη, ενώ ο Σωτήρης Λεμονίδης θυμάται την όλη ατμόσφαιρα ως φιλική και χαλαρή. Και θυμάται έντονα τις συζητήσεις τις οποίες προκαλούσε η “Γυναίκα Του Πατώκου". «Όποιος ερχόταν να γράψει ρωτούσε ποιος ήταν ο Πατώκος και ποια η γυναίκα του. Και υπήρχε μια ολόκληρη κουβέντα γύρω απ’  αυτό, με πολύ χιούμορ και μυστήριο». Θυμάται επίσης με αγάπη έναν έτερο συμμετέχοντα, τον μπασίστα Άλεξ Παρασκευόπουλο, τον «αγαθό γίγαντα», όπως τον αποκαλούσαν, κι έναν από τους σημαντικότερους μπασίστες της εγχώριας σκηνής, που δεν βρίσκεται πια μαζί μας. Ο Γιώργος Κοντραφούρης, τέλος, θαυμαστής του Δεληβοριά από την αρχή όπως λέει, θυμάται η ηχογράφηση να κυλά «πολύ ελεύθερα και χαλαρά».

70cc_6.jpg

Αλλά και ο ίδιος ο Δεληβοριάς θυμάται με αγάπη τη συνύπαρξή του με τους σπουδαίους μουσικούς που τον συνέδραμαν. Τους αναφέρει, μάλιστα, όλους ονομαστικά (πλην των προαναφερθέντων συμμετείχαν και οι Κλέων Αντωνίου, Σταύρος Αραπίδης, Μανώλης Καραντίνης, Γιώτης Κιουρτσόγλου, Σπύρος Νήτης, Σπύρος Παναγιωτόπουλος, Άννα Ιωαννίδου). Και φέρνει στη μνήμη του διάφορες στιγμές, όπως εκείνη στην οποία βούρκωσε παρακολουθώντας τον Θύμιο Παπαδόπουλο να γράφει τα πνευστά στο “Χάλια” ή όταν ο Κιουρτσόγλου έπαιξε το μπάσο του χρησιμοποιώντας μια μπαγκέτα ντραμς ως δοξάρι στον “Διπλοπαντρεμένο” ή το hammond του Κοντραφούρη, «ντεμοντέ και αφάγωτο ακόμα τότε, και γι’ αυτό ξαφνικά φρέσκο».

Μούσες και μάγισσες: Μελίνα, Καίτη, Μαριαστέλλα

Εκτός της σπουδαίας ομάδας των μουσικών, ο Δεληβοριάς σχεδίαζε και τη συμμετοχή κάποιων γυναικείων φωνών στον δίσκο.

Καθώς το άλμπουμ της Πίτσας Παπαδοπούλου δεν προχώρησε, αποφασίστηκε το “Ο Άντρας Της Ζωής Μου” να μπει στον δικό του και να το τραγουδήσει η Μελίνα Κανά. Σύμφωνα με τον Δεληβοριά εκείνη το είπε συγκλονιστικά, όμως η εκτέλεσή της δεν έμελλε να δει το φως της δημοσιότητας. «Όταν τέλειωσε ο δίσκος, το τραγούδι αυτό δεν είχε νόημα εκεί μέσα. Είχε πάει αλλού το πράγμα, υπήρχαν γύρω απ’ αυτό σκληρά και τρυφερά σκίτσα μιας εποχής. Σκέφτηκα πως θα είχε νόημα να το τραγουδήσει μια φωνή όχι τόσο συγγενική με μένα. Η μούσα ενός άλλου Φοίβου, κάποια που οι συνθήκες της ζωής της δεν θα συναντιούνταν εύκολα με τη ζωή μου».

Η μούσα αυτή ήταν η Καίτη Γαρμπή. «Της το πήγαμε με τον Θύμιο στο καμαρίνι της στον Διογένη. Δεν με ήξερε καν, αλλά συγκινήθηκε πολύ που το άκουσε». «Ενθουσιάστηκα και είπα αμέσως ναι όταν μου έγινε η πρόταση», θυμάται η ερμηνεύτρια, «παρόλο που εκείνη την εποχή συνεργαζόμουν με τον δικό μου Φοίβο και κάναμε διαφορετικού ύφους τραγούδια». Η ίδια θυμάται να έχει τρακ στο στούντιο, «αλλά παθιάστηκα τόσο πολύ με το τραγούδι, ένιωσα τα λόγια του από την πρώτη στιγμή τόσο δικά μου, οπότε σιγά-σιγά χαλάρωσα και με τη συμπαράσταση του Φοίβου και του Θύμιου οι ώρες της ηχογράφησης κύλησαν εύκολα και ευχάριστα». Ο Δεληβοριάς λέει ότι «στο στούντιο ήταν μαγική. Και με έναν πολύ ανάποδο, προβοκατόρικο τρόπο, εντελώς μέσα στο πνεύμα του δίσκου».

70cc_7.jpg

Η συνεργασία αυτή είχε όμως και συνέχεια. «Μετά, όταν έπαιζα στις Γραμμές, ερχόταν και με άκουγε και ανέβαινε και το λέγαμε μαζί, σαν να ήμασταν φίλοι χρόνια. Από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει», λέει ο Δεληβοριάς, και η Γαρμπή συμπληρώνει: «Ένιωθα υπέροχα που βρισκόμουν στη σκηνή μαζί του! Το ίδιο κι όταν κάναμε μαζί κάποιες τηλεοπτικές εμφανίσεις. Ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι ένας γλυκός και σεμνός άνθρωπος, με ποιότητα και ήθος, κι ένας ταλαντούχος  τραγουδοποιός με δικό του προσωπικό ύφος, πολύ ψαγμένος με τον ήχο του και με τις λέξεις του». Για τον Δεληβοριά, πάντως, απομένει ένα απωθημένο κι ένα ουσιαστικό χρέος προς την Κανά. «Θα το ξεπληρώσω, όμως, ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω».

Η δεύτερη ερμηνευτική συμμετοχή ήταν εκείνη της νεαρής Μαριαστέλλας Τζανουδάκη. «Tον Φοίβο τον πρωτοσυνάντησα στο πατρικό του στην Καλλιθέα», θυμάται σήμερα η ερμηνεύτρια. «Η Ράνια Τσάκαλη, που είχε το θρυλικό Ραβάναστρον, του είχε μιλήσει για μένα και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση από την πρώτη στιγμή ήταν το χρώμα της φωνής του, όταν μιλούσε: είχε μια ζεστασιά και μια θεραπευτική δύναμη». Οι δυο τους πέρασαν αρκετές ώρες τραγουδώντας και τελικά αποφασίστηκε ότι η Τζανουδάκη, η οποία μόλις είχε τελειώσει το Μουσικό Λύκειο, θα συνόδευε τον Δεληβοριά στα επερχόμενα live του.

Η συμμετοχή της στον δίσκο προέκυψε λίγο αργότερα. «Θυμάμαι ήμασταν ένα βράδυ στο στούντιο κάτω από τον Σταυρό Του Νότου, κάνοντας πρόβες για τις Γραμμές, όπου ο Φοίβος θα έκανε τα πρώτα του live. Κάποια στιγμή, με ύφος παιχνιδιάρικο, μάς είπε ότι θέλει να μας παίξει ένα καινούριο τραγούδι. Πήρε την κιθάρα και πραγματικά ήταν σαν να είχε μπει σε ρόλο: μάς τραγούδησε-αφηγήθηκε τον “Διπλοπαντρεμένο”. Τελειώνοντας το τραγούδι-ιστορία, έπεσε σιωπή. Ο Μύστης είχε πετύχει τον σκοπό του. Παραπαίαμε όλοι μεταξύ των δύο κόσμων, του πραγματικού και του φανταστικού, κι εγώ, μέσα σε αυτή την ονειρική διάθεση χριζόμουν η Μάγισσα του Διπλοπαντρεμένου».

70cc_8.jpg

Για την Τζανουδάκη, ο Δεληβοριάς είναι «ένας βαθιά αγαπημένος άνθρωπος», για πάντα συνδεδεμένος με τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι. Και λέει ότι «ο Φοίβος βαθιά μέσα του είναι ένας σκηνοθέτης του τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τις παραστάσεις του ο κόσμος βγαίνει λίγο σαν να πετάει πάνω από το έδαφος. Βάζει το όνειρο μέσα στη ζωή και τη ζωή μέσα στο όνειρο. Η ζωή θέλει τέχνη για να τη ζεις και μια πιο ποιητική ματιά για να τη βλέπεις. Και ο Φοίβος νομίζω ότι αυτό κατάφερε να μας δείξει: ότι η τέχνη είναι εδώ για να μας θυμίζει ποιος είναι ο πυρήνας μας, αυτά που μας δόθηκαν από την αρχή της σύλληψής μας και στην πορεία τα λησμονήσαμε». Ο Δεληβοριάς με τη σειρά του χαρακτηρίζει την Τζανουδάκη ως «ξωτικό του δίσκου» και «μια δύναμη» στις συναυλίες του εκείνου του καιρού. «Κάπως σαν αναγεννησιακό κορίτσι της Κρήτης, ερχόταν η ώρα της Μάγισσας στα live και γινόταν χαμός, γιατί το έκανε εσωτερικά και αινιγματικά. Γενικώς, παίζω σπάνια πια τον "Διπλοπαντρεμένο", γιατί λείπει εκείνη».

Πίσω στην απομόνωση –κι έπειτα μέσα σ’ όλα

Μόνος στην αίθουσα της οδού Μεσογείων, ο Φοίβος Δεληβοριάς έβλεπε όλη αυτή τη μακρά δημιουργική πορεία να περνά μπροστά απ’ τα μάτια του. Μια πορεία που τον είχε φέρει, εντούτοις, κλειδωμένο εδώ, να αναζητά ένα ακόμα κομμάτι του παζλ, το οποίο ο ίδιος δεν ένιωθε ότι έλειπε. «Ο δίσκος τέλειωνε και γενικά υπήρχε μουρμούρα στην εταιρεία πως δεν είχε ούτε ένα σουξέ, ούτε ένα ραδιοφωνικό κομμάτι. Ο Θύμιος με κλείδωσε λοιπόν χιουμοριστικά στην αίθουσα συνεδρίων της Sony, λέγοντάς μου να κόψω τον λαιμό μου να γράψω ένα τέτοιο. Πέρασα δύο καφκικές ώρες».

Ώσπου θυμήθηκε μια μουσική που είχε γράψει παλιότερα, με μια πολύ ιδιαίτερη αφορμή. «Ο Άκης Πάνου είχε μόλις διαπράξει την ανώτατη ύβρη. Είχα λοιπόν ξαναμελοποιήσει κάτι στίχους του, από ένα σχετικά άγνωστο, ελαφρύ τραγούδι του, να κάνω λίγο δικιά μου την αγωνία του. Ποιος ξέρει γιατί; «Θέλω να σου γράψω μα δεν έχω μυαλό» έλεγε το τραγούδι εκείνο. Ζητήσαμε από τον Στέλιο Ελληνιάδη να του μιλήσει στη φυλακή. Εισπράξαμε –και δικαιότατα– άρνηση». Πάνω σε αυτήν τη μελωδία, ο Δεληβοριάς έγραψε, μέσα σε εκείνη την αίθουσα, το “Θέλω Να Σε Ξεπεράσω”, «χωρίς να το πολυπιστεύω». Όμως «το κομμάτι έπιασε αμέσως μόλις βγήκε. Το άκουγες παντού! Εγώ όμως ντρεπόμουν, αισθανόμουν σαν να μ’ αγαπάνε για μιαν απάτη μου. Κι όμως, τώρα το παίζω με μεγάλη χαρά. Μου αρέσει δε πολύ το παίξιμο και η ηχογράφηση, ίσως πιο πολύ απ’ όλα στον δίσκο. Τι να πω; Είμαστε περισσότερο ο εαυτός μας καμιά φορά, όταν πρέπει να τον χάσουμε τελείως».

{youtube}D-D4O94Xetg{/youtube}

Το 3ο άλμπουμ του Φοίβου Δεληβοριά κυκλοφόρησε τελικά το καλοκαίρι του 1998, με τον τίτλο Χάλια κι ένα ...χάλια εξώφυλλο. «Πήγα στον Τάσο Βρεττό για φωτογράφηση, τον θεωρούσα θρύλο από την εποχή του περιοδικού Τέταρτο του Χατζιδάκι. Μου έδειξε κάτι φωτογραφίες που είχε κάνει πολύ μικρός στη Λούτσα, με γκροτέσκους, αληθινούς λουόμενους. Ήταν όλος ο δίσκος μου. Άθλιες, παραπεταμένες μορφές σε μιαν υποτίθεται λαμπρή πλαζ σε περίοδο ανάπτυξης. Η ιδέα για τον χρωματιστό μύλο που κρατάω στο χέρι μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα ήταν του Τάσου. Τον σκέφτομαι πάντα με μεγάλη αγάπη». Όσο για τον τίτλο, «είναι σκοτεινός, αλλά και αστείος. Μ' άρεσε που ένας δίσκος θα λέγεται έτσι. Τότε υπήρχε και μια μόδα πολύ ποιητικών τίτλων στο έντεχνο, που την υποπτευόμουν κάπως. Η χαρά της εποχής, αλλά και η ποίησή της, αποδείχτηκε δανεική. Κατά σύμπτωση, λοιπόν, το αστείο του τίτλου κάτι μάντευε. Εμένα, όμως, όπως και τώρα, δεν με απασχολούσε η επικαιρότητα, αλλά κάτι που πάλευε μέσα μου. Σ' αυτό έβαλα, στη δεδομένη εκείνη στιγμή, τον τίτλο Χάλια». Ο Δεληβοριάς αναφέρεται και στην «εκπληκτική δουλειά που έκανε στην όλη γραφιστική σύνθεση η Άλκηστη Σπηλιώτη, με την οποίαν θα συνεργαζόμασταν πολύ πιο προσωπικά στον Καθρέφτη».

Προς έκπληξη όλων των εμπλεκομένων, πάντως, τα ραδιόφωνα δεν έπαιξαν τελικά μόνο το “Θέλω Να Σε Ξεπεράσω” αλλά και τα περισσότερα από τα τραγούδια του άλμπουμ. Όπως λέει ο Δεληβοριάς, «όλοι λέγαμε πως δεν υπάρχει καμιά περίπτωση, πλην του “Θέλω Να Σε Ξεπεράσω”, να παιχτεί κάτι άλλο. Ποιος θα έπαιζε ένα μακρυνάρι σαν το “Εκείνη”, που το ρεφράιν του είναι μόνο η λέξη «Σκοτώνεσαι»;  Ή τον “Σκύλο”, με τις «σέξυ φθισικές»;  Ή τον κάφρικο, πρωτόγονο “Πατώκο”; Ή ένα τραγούδι με το όνομα του μπαμπά μου; Ή το άλλο με «τ’ άσπρα μέρη κάτω απ’ το μαγιώ»; Ακόμα δεν ξέρω πώς έγινε και ακούστηκαν. Νομίζω ότι σήμερα δεν θα είχαν καμιά τύχη».

{youtube}WlW2ig76Vb4{/youtube}

Έγινε τελικά ο δίσκος αυτός το έναυσμα για να γνωρίσει τον Δεληβοριά ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού και κυρίως η δική του γενιά. Σε αυτό συνέβαλε και η περίφημη περιοδεία με τον τίτλο Μικρόφωνο στα Πανεπιστήμια. «Υπήρχε ένα φωτισμένο παιδί στη Sony, o Στέλιος ο Παρασκευάς, που είπε πως αυτός ο δίσκος δεν χρειαζόταν διαφημιστική καμπάνια. Έπρεπε απλώς να παιχτεί στο φυσικό κοινό του, στους συνομηλίκους μου. Πήγα λοιπόν και τον έπαιξα ολόκληρο στη Φιλοσοφική, που τελούσε υπό κατάληψη. Το ανακοινώσαμε μια βδομάδα πριν. Μαζεύτηκαν μερικές χιλιάδες κόσμος, φοιτητές απ' όλες τις σχολές, σαν συνεννοημένοι. Είχαν γεμίσει όλοι οι όροφοι της σχολής. Έτσι ξεκίνησε η περιοδεία. Και ταξίδεψε αρκετά, σε διάφορες περιοχές και ειδικότητες».

20 χρόνια μετά, το Χάλια φαντάζει αναπάντεχα σύγχρονο για πολλούς. Για τον Γιώργο Κοντραφούρη το άλμπουμ έχει διαχρονική αξία μα αποτελεί και σταθμό για την εποχή του, «κυρίως στιχουργικά, αλλά και μουσικά». Ο Σωτήρης Λεμονίδης, επίσης υποστηρίζει ότι ο δίσκος «παραμένει φρέσκος σαν άκουσμα, με πολλά στοιχεία από σύγχρονες παραγωγές». Ο Σταύρος Λάντσιας, με τη σειρά του, θεωρεί χαρισματικό τον Δεληβοριά και αναφέρει πως το Χάλια «περιέχει σημαντικά και χαρακτηριστικά τραγούδια του Φοίβου που συνεχίζουν να αφορούν τους ακροατές 20 χρόνια μετά», ενώ ο Δημήτρης Μπαρμπαγάλας κάνει λόγο για μια δουλειά ιδιαίτερης αισθητικής, με ιστορίες απλές, που απευθύνονται στους ακροατές κάθε ηλικίας, «την οποία απογείωσε ο Θύμιος Παπαδόπουλος, ένας εξαίσιος ενορχηστρωτής, παραγωγός και μουσικός».

70cc_9.jpg

Ερωτώμενος σχετικά με το αν θα «πείραζε» οτιδήποτε σε κάποια ενδεχόμενη επανέκδοση του άλμπουμ, ο Παπαδόπουλος λέει ότι δεν θα άγγιζε εύκολα αυτά τα τραγούδια. «Η εποχή ήταν ώριμη για αυτό το έργο του Φοίβου, και σε πολλές περιπτώσεις αισθάνομαι ότι δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε καν επιθυμητό, να βελτιώσει κανείς κάτι. Ξέρετε, ζούμε σε μια πολύ μοναχικότερη εποχή ως προς τις ηχογραφήσεις τέτοιων έργων. Θα μου έλειπε πολύ αυτή η μεγάλη ταλαντούχα ομάδα ανθρώπων που ανταλλάσσει ιδέες, και, αναγκαστικά, αν κάνει κανείς κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να το επιχειρήσει σε ένα ίσως τεχνολογικά πιο προηγμένο, αλλά ταυτόχρονα και πιο άγονο περιβάλλον». Ως κύρια συνεισφορά του στο πώς το κοινό εισέπραξε το έργο του Δεληβοριά, θεωρεί το γεγονός ότι υπήρξε ένας από τους πρώτους θαυμαστές του.
 
Θα σκεφτόταν, μήπως, ο ίδιος ο Δεληβοριάς μια επανέκδοση του Χάλια; «Δεν ξέρω αν θα με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Μόνο αν κάποιος άλλος εμπνεόταν να την κάνει και με έπειθε και μένα ότι στ’ αλήθεια χρειάζεται». Κι ούτε παίρνει στα σοβαρά τα περί «προφητικότητας» εκείνων των τραγουδιών του. «Ποτέ δεν είδα τον εαυτό μου ως προφήτη. Ήμουν απλώς ένα παιδί στα 20 του. Κι όπως κάθε τέτοιο γνήσιο παιδί, έβλεπα την πραγματικότητα σαν ένα ψέμα, ένιωθα τα πράγματα που κρύβονταν από κάτω κι ήθελα να αναδείξω την ομορφιά που ταίριαζε σε μένα, που την τσαλαπατούσε η επιβεβλημένη "εξέλιξη"». Φαίνεται πως, για εκείνον, το Χάλια είναι τελικά το απόσταγμα της διαδικασίας της ενηλικίωσης. «Άκου τον "Διπλοπαντρεμένο", με τον οποίο τελειώνει το Χάλια. Δεν είναι μόνο μια παραλλαγή ενός δημοτικού μύθου, που –κάπως ξεκάρφωτα– δίνει ένα φινάλε στη δουλειά. Είναι η πραγματική τελεία σε όσα ήθελα να πω, σε όσα μου 'τυχαν, με μάγεψαν και με σκοτείνιασαν, μου ’κλεψαν την ψυχή για πάντα μέσα σε 3 χρόνια, από τα 22 μέχρι τα 25 μου».

Τι έγραψαν τότε οι κριτικοί...

Ξεχνάς –αν μπορέσεις– το ατόπημα του «συμμετέχει η Καίτη Γαρμπή» και αναγνωρίζεις το χάρισμα του κατ’ αρχήν και ελπίζω μέχρι τελικής πτώσεως σοβαρού δημιουργού, που αποφασίζει υπέρ μιας τεχνικώς άψογης, άλλοτε ροκ, άλλοτε ελληνικής, πάντοτε εκ βαθέων «τραγουδοποιητικής».
Αργύρης Ζήλος (απόσπασμα από κριτική στο Αθηνόραμα)
-----
Δροσεροί νεανικοί σπαραγμοί και άλλα αξιοπρόσεκτα σκιρτήματα αναβλύζουν από τα τραγούδια αυτά. Η μουσική ακολουθεί και επικουρεί έναν λόγο πρωταγωνιστή, πρωτότυπο και ευθύβολο [...] που προτρέπει όσους είναι ή όσους μένουν νέοι να αντισταθούν σε ό,τι απεργάζεται την απώλεια της ψυχής. [...] Μια μικρή παρατήρηση, μόνο, για τη μουσική –ή, καλύτερα, για τον ήχο συνολικά (το «μουσικό χαλί» όπως χαρακτηρίζεται)– που επιμελήθηκε ο ταλαντούχος Θύμιος Παπαδόπουλος: Ενώ ο συνθέτης δείχνει (με τις μελωδίες του και με τον τρόπο που τραγουδά) να έχει υπ’ όψιν κάποιες συγκεκριμένες κατευθύνσεις, ανάλογες και αρμόδιες να φωτίσουν τον ιδιότυπο και ζουμερό του λόγο, η ορχήστρα και ο ήχος της ακολουθούν γνωστές και πεπατημένες «λεωφόρους» γενικής χρήσεως, χωρίς να γονιμοποιούν το σπινθηροβόλο και δημιουργικό πνεύμα του «φιλολογικού» περιεχομένου. [...] έχουμε να κάνουμε με έναν ξεχωριστό δίσκο, που είναι ανάγκη να τον ακούσουν με προσοχή, πάλι και πάλι, μικροί και μεγάλοι.
Γιώργος Ε. Παπαδάκης (απόσπασμα από κριτική στο Δίφωνο)
-----
[...] το γεγονός ότι δεν κατατάσσεται εύκολα –κυρίως στιχουργικά– σε καμιά γνωστή κατηγορία, δεν είναι από μόνο του μια κατάκτηση; Οι γυναίκες που δίνουν χρώμα και ζωή στα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά δεν είναι pin ups με πλαστικά χαμόγελα, ούτε μοιραίες και καταστροφικές. Είναι μούσες της διπλανής πόρτας που δικαιούνται να εμπνέουν –ίσως εν αγνοία τους– έναν νεαρό δημιουργό που «ψάχνει» λίγο παραπάνω.
Δέσποινα Τριανταφυλλίδου (απόσπασμα από κριτική στο Ποπ+Ροκ)

70cc_10.jpg

...και 6 νέες οπτικές επί του άλμπουμ

Ο Δεληβοριάς έχει ενσταλλαχθεί στο πολιτισμικό πολλαπλό ύφασμα της Καλλιθέας. Αν έχεις μεγαλώσει στην Καλλιθέα, νιώθεις ότι έχεις μια ιδιαίτερη πρόσβαση στον μουσικό του κόσμο, που σου δίνει το «ελευθέρας» να τον ξαναφτιάχνεις στο μυαλό σου όπως θες· νιώθεις άνετα να παίξεις μαζί του, γιατί με κάποιον τρόπο καταλαβαίνεις γιατί παίζει ο ίδιος όπως παίζει.

Μια διάκριση και μια παρατήρηση. Άλλο ακοή και άλλο ακρόαση. Η ακρόαση είναι η ενσυνείδητη εφαρμογή της ακοής: ως εκ τούτου και ο ακροατής, όχι μόνο ο μουσικός, μπορεί να «παίζει» τους μουσικούς που ακούει. Αυτή η ελευθερία και αποκρυστάλλωση του πώς λειτουργούν οι κουλτούρες στην Καλλιθέα, λαϊκή και μαζική και πολυπολιτισμική και τόπος που σε κάνει να βλέπεις πώς το μαζικό και το λαϊκό πέρα από ρομαντισμούς μπορούν να είναι αδιαχώριστα με εξαιρετικά δύσκολα ορατά όρια, υπάρχουν έντονα στο Χάλια, που λειτουργεί τροχιοδεικτικά για τις υφολογίες με τις οποίες θα παίζει ο Δεληβοριάς. Σε αυτό τον δίσκο βρίσκεις (ή αισθάνεσαι ότι βρίσκεις) όχι απλά τον ήχο του, αλλά το σημείο των σημείων, εκεί που έφτιαξε την ολόδική του ποπ κουλτούρα.

Ακούει κανείς το "Κάθε Σεπτέμβρη" και το καταλαβαίνει πολύ καλά. Τόσο αυτό, όσο και το "Θέλω Να Σε Ξεπεράσω", είναι κομμάτια που ακούγονται πιο μοντερνικά και από το αρκετά μεταγενέστερο "Ερημιά Στην Καλλιθέα", αλλά κανείς αισθάνεται ότι μια τέτοια συζήτηση είναι περιοριστική. Συνήθως, όταν ένα κομμάτι δεν μεγαλώνει καλά, το χρεώνεται ο δημιουργός, αντί να το πιστώνεται. Όταν τα κομμάτια μιλούν για την εποχή τους –και αυτό κάνει ο Δεληβοριάς– και αλλάζουν οι τρόποι της ακρόασης, τότε η κοινωνία έχει κάνει έστω ένα μικρό βήμα. Και επειδή ο Δεληβοριάς πάντα παίζει με την κουλτούρα, δεν διαφεύγει του ιστορικοκοινωνικού του πλαισίου, αλλά καθιστά τη συζήτηση με συμβατικούς αισθητικούς όρους αφόρητα ξεπερασμένη και εκτός θέματος. Αφού κάνει κι εκείνος το βήμα. Ακοή ακρόαση παιχνίδι. Κάνω κι εγώ ένα βήμα για παιχνίδι, μια επιθυμία που τη βρίσκω μέσα στον δίσκο να με καλεί και συνθέτω επιλογικά ένα ποίημα με τα υλικά του δίσκου που με κάποιον τρόπο είναι μια ακρόασή του:
Εκείνη, η γυναίκα του Πατώκου, χάλια·
ένας σκύλος στο Κολωνάκι·
πιστός κάθε Σεπτέμβρη ο διπλοπαντρεμένος,
θέλω να σε ξεπεράσω
Κάθε Σεπτέμβρη
θέλω να σε ξεπεράσω.
Φώτης. Ο άντρας της ζωής μου.
Αν σε χάσω,
πιστός
θέλω να σε ξεπεράσω.
Πιστός αν σε χάσω.
Πιστός ο άντρας της ζωής μου
Πιστός θέλω να σε ξεπεράσω.
Χάλια κάθε Σεπτέμβρη.
Κάθε Σεπτέμβρη, πιστός.
Νίκος Δασκαλόπουλος
-----

Αν είσαι μεγάλος φαν του Δεληβοριά, το Χάλια είναι ο δίσκος που ακούς λιγότερο. (Ίσως επειδή στα τραγούδια που δεν ακούστηκαν πολύ δεν συναντάς κανένα κρυφό διαμάντι, όπως π.χ. συμβαίνει με τον Καθρέφτη).

Το αξιοθαύμαστο στα μάτια μου είναι ότι το άλμπουμ αυτό νικάει υπονομεύοντας τον εαυτό του: Ο Φοίβος στο εξώφυλλο φοράει ένα λευκό, μακρύ, αδιάφορο t-shirt. Συνεργάζεται με την Καίτη Γαρμπή ενώ ξέρει ότι με μια τέτοια επιλογή το σήμα του θα κάνει παράσιτα. Γράφει για «γκόμενες», «ρεψίματα» και «πακοτίνια» ενώ είναι φανερό ότι απευθύνεται σε μια ενήλικη συνείδηση. Τέλος, βάζει στο εξώφυλλο μια γριά χωριάτα, βάζει στο οπισθόφυλλο μια χοντρή με βρακί και όλο αυτό το ονομάζει «Χάλια». Φοβερό marketing!

Αν μέσα απ’ όλα τα παραπάνω βγήκε ένας επιτυχημένος δίσκος, εμπορικά και καλλιτεχνικά, αυτό οφείλεται 100% στην ποιότητα των τραγουδιών. Η ποιητική γλώσσα που δεν φοβάται να είναι μοντέρνα, οι πρωτότυπες συνθέσεις ηθελημένης μονοτονίας και κυρίως η υποκειμενική ματιά ενός παιδιού που μεγαλώνει μέσα στην πόλη κοντράροντας υπόγεια τόσο το lifestyle της, όσο και τον ροκ/έντεχνο αντίλογό του, καθιστά το Χάλια ένα άλμπουμ-statement.

Δεν το ακούω συχνά, όμως το νιώθω σαν τους φίλους μου απ’ το σχολείο που, ακόμα κι αν μιλάμε πλέον μια στο τόσο, ξέρουμε ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε με ένα βλέμμα.
Bύρωνας Κριτζάς
-----

Χάλια η κατάσταση… Από πού να την πρωτοπιάσεις; Από το εξώφυλλο με το κολάζ; Από τα τραγούδια; Μα ούτε ένα στρογγυλό, εύκολο ρεφραίν; Και τι θα παίξουν τα ραδιόφωνα; Ευτυχώς υπάρχει ένα “Θέλω Να Σε Ξεπεράσω” και σώζεται. Και οι στίχοι... Ποιον αφορούν τέτοιες απολιτίκ ιστοριούλες; Για έναν σκύλο; Για τον μπαμπά; Και αυτός ο Πατώκος, ποιος είναι; Ούτε καν λίγη χατζιδακική ευαισθησία, από κάποιον μάλιστα που κάποτε τον βάφτισαν «παιδί» του; Λίγη ελύτεια ποιητικότητα και νοσταλγία για τον ασβέστη γύρω από τις μουριές; Και εντάξει η διασκευή σε Tom Waits, αλλά το ντουέτο με την Καιτούλα;; Τι δουλειά έχουν οι π(ο)ιοτικοί στην απέναντι όχθη; Χάλια, χάλια…

Σε πολλά μπορεί να σταθείς σε έναν δίσκο ο οποίος ...ευτυχώς –κατά το κοινώς λεγόμενο– δεν αποτέλεσε σταθμό για τον μουσικό, ο οποίος συνέχισε στην πορεία να ψάχνεται με αυτιά ανοιχτά, δεν έκατσε επάνω να τον κλωσάει (συνηθέστατη πρακτική στο πολύπαθο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, «καλού» ή «κακού»). Σε σημείο που τα κομμάτια του να έχουν πλέον αυτονομηθεί από τις πρώτες εκτελέσεις τους (οι οποίες με το σημερινό αυτί ακούγονται κάπως υπερβολικά «επαγγελματικά» άψογες, αναπόφευκτα ίσως, μιας που ο Φοίβος είχε επιστρατεύσει εδώ την αφρόκρεμα των Ελλήνων σεσσιονάδων).

Είθισται δε σε δίσκους σημαντικούς να αναζητάς αναφορές και επιρροές, υπάρχουν ωστόσο και χαρακτηριστικά τα οποία δεν μπορούν να κληροδοτηθούν. Όπως το μελωδικό χάρισμα. Ή το 'χεις ή δεν το 'χεις. Ή η στιχουργική αμεσότητα. Έκτοτε γαρ πολλοί εζήλωσαν την ικανότητα του Δεληβοριά να μιλάει για τις ζωές μας, για τις στιγμές τις καθημερινές, τις μικρές, τις εφήμερες, τις «αντιποιητικές-αντιηρωικές» τους, τις τόσο σημαντικά ασήμαντες. Χάθηκαν όμως κάπου ανάμεσα σε μια ερμητική διανοουμενέ αυτοαναφορικότητα και σε έναν φτηνό χαβαλέ με αποτελέσματα ...χάλια, χάλια!
Αντώνης Ξαγάς

70cc_11.jpg

Για πολλούς απ' όσους ακολούθησαν τον Φοίβο Δεληβοριά με συνέπεια ως τον Αόρατο Άνθρωπο (2010), ο δίσκος που σφράγισε τη μεταξύ τους «σχέση» ήταν το Χάλια. Για άλλους, όμως, τα πράγματα πυροδοτήθηκαν 3 χρόνια πριν (1995), με το Η Ζωή Μόνο Έτσι Είν' Ωραία... Για εμάς τους δεύτερους, λοιπόν, το Χάλια «αναμενόταν»· πολύ απλά γιατί η “Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα", το "Αφού Δε Μ' Αγαπάς" και το "Η Κική Κάθε Βράδυ" είχαν δημιουργήσει «προσδοκίες». Οι οποίες και εκπληρώθηκαν, έστω κι αν τα χρόνια εκείνα χτύπησε καμπανάκι στη γενιά του Διφώνου το ντουέτο με την Καίτη Γαρμπή –υπό την κυρίαρχη ακόμα λογική των δύο «όχθεων» του εγχώριου πενταγράμμου.

Πάντως, πρώτα σε κασέτα TDK, ύστερα και σε CD, ο Δεληβοριάς αποτύπωσε με το "Εκείνη", με το "Θέλω Να Σε Ξεπεράσω" και με τη "Γυναίκα Του Πατώκου" την πεποίθηση ότι ήταν ο τραγουδοποιός που μίλαγε στη «γλώσσα» μας, που έπιανε τον δικό μας τρόπο να κοιτάμε τον κόσμο, που είχε ως ηρωίδες τα κορίτσια τα οποία κι εμείς συναναστρεφόμασταν, κοντεύοντας ή πηγαίνοντας χαλαρά προς το πτυχίο.

Το Χάλια έγινε έτσι αποδεικτικό φρεσκάδας, μα και μιας σπάνιας τότε «διασυνοριακής» δυναμικής: αφορούσε και τους έντεχνους των φοιτητουπόλεων και τους ροκάδες της επαρχίας που άκουγαν Τρύπες και τους ψηλομύτες «εμείς μόνο ξένα». Ακόμα και τους λαϊκούς.
Χάρης Συμβουλίδης
-----

Ήταν το 1999, φθινόπωρο, όταν ακούγοντας ραδιόφωνο έπεσα πάνω σε ένα τραγούδι του Δεληβοριά του οποίου ο τίτλος και οι στίχοι με έκαναν να χαμογελάσω: “Η Γυναίκα Του Πατώκου”. Ο Πατώκος, ο Τασος Πατώκος για την ακρίβεια, ήταν και είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζω προσωπικά· ο συμπαθέστατος εκδότης του πάλαι πότε fanzine Sense, ο οποίος ειδικευόταν στον indie ήχο, με μεγάλη αγάπη για τους Pixies. Παντρεμένος δεν ήταν ο Τάσος και αποφασίζω να τον πάρω τηλέφωνο (βλέπε καζούρα). Στην τρίτη φράση με έχει γειώσει. Με είχαν προλάβει καιρό πριν διάφοροι άλλοι γνωστοί, ο δίσκος είχε χρονίσει. Απογοητεύτηκα, αλλά μου έμεινε το τραγούδι του δημιουργού που είχα μάθει από την Παρέλαση, μερικά χρόνια πιο πριν. Και αποφάσισα  να ακούσω ολόκληρο τον δίσκο, γιατί είχα διακρίνει πραγματικά καλούς στίχους. Και το σύνολό του δεν με απογοήτευσε. Μπορεί να μη μου άρεσε (και εξακολουθεί να μη μου αρέσει) το εξώφυλλό του, αλλά σε επίπεδο στιχουργικής δομής ο Δεληβοριάς είχε και έχει αναντίρρητα κάτι το διαφορετικό. Ο στίχος είναι κατά την προσωπική μου άποψη το δυνατότερο σημείο στίξης που διαθέτει. Ειδικότερα οι στίχοι του “Πατώκου”, οι οποίοι με ταρακούνησαν με έναν απρόσμενο τρόπο.

Η λεκτική κλωτσοπατινάδα ονομάτων (και κοινωνικών αποτιμήσεων) που εμφώλευσε στο συγκεκριμένο τραγούδι ο Δεληβοριάς μου θύμισε τραγούδια του αμερικάνικου ρεπερτορίου όπου η χωριάτικη λογική του «μη σπάσουμε τα αυγά της συντεχνίας» δεν υπάρχει και ως εκ τούτου δεν εμποδίζει τις σαρδόνιες παραθέσεις. Ο Δεληβοριάς, ξεκινώντας στο δεύτερο κουπλέ με μια σχεδόν ονειρική παραφυάδα από τη «Βιοτεχνία Υαλικών» του Κουμανταρέα (ως βάση για την κοινωνία που ο ίδιος έζησε έστω και στα απόνερά της), περνάει στο σκληρό σήμερα (του ‘98) και αυξάνει ρυθμικά τις ανάσες ανάμεσα στα ονόματα. Όχι όμως επειδή αυτολογοκρίνεται, αλλά ακριβώς επειδή κινείται ως αρχικελευστής τριήρους που δίνει ένα όλο και πιο εμφατικό ηχητικό στήριγμα και ρυθμό στους λαμνοκόπους, ώστε το πλοίο να συγκρουστεί με το αντίπαλο δέος/καράβι.

Μπορεί οι συγκρούσεις του Δεληβοριά να ήταν περισσότερο κόσμιες τελικά με αυτό που ίσως και ο ίδιος ήθελε να στηλιτεύσει, αλλά στην ουσία εκπαίδευσε ένα κοινό το οποίο είχε ως ευαγγέλιο την ουμανιστική ειρωνεία που επεφύλαξε στα πλήθη και στα στίφη ο Σαββόπουλος, και θα έμενε μετά τα κουρέματα και τραπεζάκια έρμος –και ας συνέχιζε ο μέγας δημιουργός το όραμά του. Αυτό το κοινό, όπως και τα ανίψια του και παιδιά του, ο Δεληβοριάς το έκατσε σε καρέκλες για να τον ακούσει. Και, πιστός στην παράδοση του προπάτορά του, ρίζωσε βελόνες στα μαλακά οπίσθιά τους στη δεκαετία του 1990. Αυτό ακριβώς με έκανε να συνειδητοποιήσω ο “Πατώκος” του και γι’ αυτό και τον σέβομαι ως δημιουργό.
Στυλιανός Τζιρίτας
-----

Κάποτε, ο Xάρης Συμβουλίδης μου είχε πει πως σε αυτήν τη χώρα «οι μισοί γράφουν ποιήματα και οι άλλοι μισοί τραγούδια». Και να θέλεις να ασχοληθείς με όλους και όλα, δεν είναι εφικτό. Πόσο δρόμο χρειάζεται, οπότε, να διανύσει ένας καλλιτέχνης για να φτάσει μία μέρα (σε καθόλου προχωρημένη ηλικία) να θεωρείται από την πλειονότητα όσων στέκονται με πάθος στο πλευρό της ελληνικής μουσικής και του ελληνικού στίχου ως «ο τραγουδοποιός της γενιάς του»;

Πιθανότατα, ακριβώς η ποσότητα και η ποιότητα του δρόμου που διένυσε ο Φοίβος Δεληβοριάς από το Η Ζωή Μόνο Έτσι Είν’ Ωραία... του 1995 μέχρι το Χάλια του 1998. Με την αστραπιαία ταχύτητα –έτσι μας έμοιαζε στα τέλη της δεκαετίας του 1990– με την οποία το βιντεοκλίπ του “Θέλω Να Σε Ξεπεράσω” προσγειώθηκε στις οθόνες του MTV όταν ο Δεληβοριάς έτρεχε με φρενήρη ταχύτητα στους δρόμους, μουρμουρίζοντας στίχους για έναν χαμένο έρωτα κάτω από έναν υπόγεια λαϊκό ήχο, που ερχόταν να μονιάσει εκ νέου μέσα μας την εικόνα που είχαμε για τη λαϊκή προσέγγιση της έντεχνης και της ποπ μουσικής (“Ο Άντρας Της Ζωής Μου”, “Ο Διπλοπαντρεμένος”).

Εκείνη η σύντομη διαδρομή, διάρκειας μόλις 2μιση λεπτών, μέσα σε εκείνο το καμπριολέ αυτοκίνητο, ήταν αυτή που άνοιξε τελικά σε έναν ήδη υποσχόμενο, αλλά νέο μουσικό, ένα μεγάλο φωτεινό παράθυρο στο μυαλό και στην ψυχή του μαζικού κοινού· το οποίο, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, του επέτρεψε να τους μιλήσει για ό,τι εκείνος ήθελε. Για τον τρόπο που το σύγχρονο άτομο αντιλαμβάνεται το ερωτικό συναίσθημα και τις σχέσεις (“Χάλια”, “Η Γυναίκα Του Πατώκου”, “Κάθε Σεπτέμβρη”), για τις έντονες, πολύχρωμες εικόνες που βλέπουμε σε μία καθημερινή βόλτα στην πόλη (“Ένας Σκύλος Στο Κολωνάκι”), να τους κάνει και λίγη ψυχανάλυση (“Εκείνη”) και στο τέλος να τους υπενθυμίσει ποια είναι η πιο σημαντική σχέση που θα έκαναν ποτέ στη ζωή (“Φώτης”, “Εκείνη”), προσθέτοντας σε κάθε ένα από τα παραπάνω μία μεγάλη πινελιά χιούμορ.

Έχω την εντύπωση ότι ο Δεληβοριάς είχε πλήρη επίγνωση της καριέρας που ανοιγόταν μπροστά του εκείνη την μέρα του 1998, όταν βάφτισε τον δίσκο του Χάλια. Από την άλλη ο Φοίβος δεν υπήρξε ποτέ σοβαροφανής. Και αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που η ζωή μέσα από τα τραγούδια του θα μοιάζει μόνιμα τόσο πηγαία και αληθινή.
Αναστασία Τουρούτογλου

{youtube}Btt_QAOXMMo{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured