Το ζήτημα της εντοπιότητας τίθεται άμεσα, όταν ακούς το Pandora's Manhattan του Σταύρου Ξαρχάκου. Όχι σε επίπεδο καταγωγής και καταβολών του καλλιτέχνη –του εκάστοτε καλλιτέχνη– αλλά ως προς τις ροές που εφορμούν στη ζωή του· ορίζοντας όχι μόνο την έμπνευσή του, αλλά και τη νοηματική της μουσικής γλώσσας την οποία ομιλεί.

Ο συγκεκριμένος δίσκος δημιουργήθηκε το 1980 στη Νέα Υόρκη, κατά τη διάρκεια των σπουδών (ναι, των σπουδών) του Ξαρχάκου στο Julliard School of Music, με αφορμή την επίσκεψη της κόρης του Πανδώρας, για 10 ημέρες. Και είναι μια δουλειά που έχει μάλλον περάσει απαρατήρητη, καθώς, μέχρι τις επίσημες αναρτήσεις του ηχητικού υλικού στο YouTube (2018), δεν έβρισκες παρά ελάχιστα στο ίντερνετ: λίγα κομμάτια, μια κάκιστη και αμήχανη κριτική, μερικές αναφορές σε καταλόγους διεθνών δισκοπωλείων. Και το κυριότερο; Ελάχιστοι ήταν γνώστες εκεί έξω –στον κανονικό κόσμο, τον τρισδιάστατο– της φύσης του έργου αυτού.

Έχει ενδιαφέρον πώς ο Ξαρχάκος πότε οικειοποιείται τη ματιά της κόρης του –μιλώντας π.χ. για το πώς φαντάζεται ότι βλέπει η 10άχρονη Πανδώρα τη γιγαντιαία πόλη με τους οικοδομημένους τιτάνες– και πότε τη διαφορετική πλανητικότητα ανθρώπων και συμπεριφορών, μέσω των οποίων εξασκεί τη δική του οπτική πάνω σε σημεία, γεγονότα και διαδρομές του Μεγάλου Μήλου. Θα φανταζόταν ίσως κανείς (απόλυτα λογικά) ότι ο συνθέτης θα επένδυε στη μακροχρόνια μουσική του κατάθεση και στην αναγνωρίσιμη (από τη δισκογραφία της ημεδαπής) μελωδική του ταυτότητα για να περιγράψει συναισθήματα και αποτυπώσεις γεγονότων. Ποσώς... Συνεπαρμένος από τις καινούριες εικόνες, ο Ξαρχάκος αποφασίζει εδώ να ποιήσει μια νέα γαία. Μια δική του νήσο.

Άμα τη επιστροφή του στην Ελλάδα (1982), στρατολογεί ένα κουιντέτο ικανό και εμπειροπόλεμο απέναντι σε κάθε πρόκληση: Νίκος Λαβράνος στο κλαβιέ, Γιώργος Λαβράνος στα κρουστά, ο Φίλιππος Τσεμπερούλης σε πνευστά, ο Μπάμπης Λασκαράκης στις κιθάρες και ο Γιώργος Ζικογιάννης στο κοντραμπάσο, θα αναλάβουν να φέρουν εις πέρας τις νεοϋορκέζικες παρτιτούρες. Και λέω νεοϋορκέζικες όχι ένεκα του χρόνου καταγραφής τους, αλλά εξαιτίας του αρώματός τους.

{youtube}uxbooKg4Ea8{/youtube}

Για παράδειγμα, στο εναρκτήριο λάκτισμα "Daddy, We Fly" βλέπουμε φαντασιακά τον Νέο Κόσμο μέσω της κόρης του συνθέτη, περνώντας τόσο από μια νοσταλγική μελωδία (η θύμηση του πατέρα), όσο και από την εγρήγορση του νεόδμητου δημοκρατικού πολιτεύματος: το τρεχαλητό που ορίζει το φλάουτο, θα το ζήλευε και ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Αποτελεί δε στοιχείο γεφύρωσης Ελλάδας και Αμερικής· ένα σημείο όπου ο ευρωπαϊσμός του Μάνου Χατζιδάκι εμπλέκεται με τους ηχοβολισμούς των μετόπισθεν της ενορχήστρωσης.

Στο "At Studio 54", πάλι, ο Ξαρχάκος προσπαθεί με ένα φιουζονάτο funk να δώσει το κλίμα ενός θύλακα ευδαιμονικής ρυθμολογίας και πολιτιστικού παραισθητισμού, ό,τι ακριβώς δηλαδή υπήρξε το ομώνυμο μαγαζί στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970. Και στο "Washington Square" η μπάντα σχεδόν περνάει σε καθήκοντα μουσικής επένδυσης ταινίας, παραδίδοντας γαλλικό άρωμα μέσω μιας αμερικάνικης λογικής στην εξέλιξη των ενορχηστρώσεων, όπως αυτή παρατηρήθηκε να κυριαρχεί σε ζηλωτές του είδους οι οποίοι έδρασαν κατά κόρον στο έδαφος των Η.Π.Α. κατά τα 1970s.

{youtube}eTQDv5Ch9Aw{/youtube}

Οι σκέψεις περί εντοπιότητας που ανέφερα στην αρχή έχουν φυσικά να κάνουν με το ότι ο Ξαρχάκος δεν θα έφτιαχνε ποτέ το συγκεκριμένο άλμπουμ χωρίς να έχει παραμείνει στη Νέα Υόρκη ως κάτοικος (και όχι ως τουρίστας). Διότι γίνεται φανερό ότι δεν πρόκειται για δίσκο επισκέπτη: υπάρχει εδώ μια βιωματικότητα προερχόμενη από την τριβή με μια διαφορετική κοινωνική ιστολόγηση. Θα είχε λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον αν ξέραμε τι σκεφτόταν εκείνη την περίοδο για τον Βασίλη Τσιτσάνη, ώστε να κάνουμε μια σύγκριση με την επιμετάλλωση των μελλοντικών του καταθέσεων πάνω στο έργο του τελευταίου.

Πώς σκέφτεσαι άραγε για τον Τσιτσάνη ζώντας στη Νέα Υόρκη, μιας κι έχεις να κάνεις με έναν συνθέτη άρρηκτα δεμένο με τα χώματα της προσωπικής του πατρίδας; Επιμένω στον Τσιτσάνη, διότι δεν βρίσκω τυχαίο ότι δεν ξανακούσαμε χρώματα σαν κι αυτά του Pandora's Manhattan σε μετέπειτα δουλειές του εξέχοντα Έλληνα συνθέτη. Και δεν είναι ότι έφυγε η έμπνευση, αλλά η αφορμή –προσοχή, όχι η αιτία: τότε θα μιλάγαμε για αυτοθανάτωση και ο κύριος Ξαρχάκος επ' ουδενί δεν μπαίνει σε τέτοια κατηγορία (το αντίθετο).

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια εξαίσια σπουδή πάνω στη μήτρα της μουσικής δημιουργίας ο εν λόγω δισκογραφημένος Ξαρχάκος. Καιρός θαρρώ να αναζητήσουμε κι εκείνο το διαολεμένο soundtrack που έχει κάνει για λογαριασμό ενός Ιάπωνα κινηματογραφιστή...

{youtube}prhZwnko7OE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured