Πρέπει να ταξιδέψουμε κοντά έναν αιώνα πίσω στον χρόνο για να βρούμε τον πρώτο επώνυμο, μεγάλο Έλληνα συνθέτη. Είμαι σίγουρος πως ακόμα παλιότερα υπήρξαν κάμποσοι με αντίστοιχο ειδικό βάρος, έζησαν όμως σε εποχές διαφορετικές, πολύ πριν η επανάσταση της δισκογραφίας να φτάσει και στα μέρη μας. Στο πρόσωπο του Μάρκου Βαμβακάρη ο ανώνυμος συνθέτης, αλλά και στιχουργός, βρήκαν μια πρώτη «δικαίωση» (τους περίμεναν πολλές ακόμα). Ο άνθρωπος που ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την περιβόητη υπόθεση ρεμπέτικο, αντλούσε καθημερινά τόσο από τη δημοτική, όσο και από τη βυζαντινή παράδοση, αλλά και από τα λεγόμενα αδέσποτα τετράστιχα, τις παροιμίες και τα γνωμικά. Όλη αυτή η παρακαταθήκη, αλλά και το έμφυτο χάρισμά του, μας έδωσαν αριστουργήματα όπως το “Αντιλαλούν Οι Φυλακές”, το “Όλοι Οι Ρεμπέτες Του Ντουνιά” και το “Πλημμύρα” - το οποίο διασκεύασε πρόσφατα ο Γιάννης Αγγελάκας για τις Ανάσες Των Λύκων.

 

Βέβαια χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να βγει το ρεμπέτικο απ’ το περιθώριο και να του αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές, από τους πολλούς τουλάχιστον. Αυτός που έβαλε για τα καλά το χέρι (και τα δύο αν θέλουμε να ακριβολογούμε) για να συμβεί κάτι τέτοιο ήταν ο έτερος μεγάλος λαϊκός συνθέτης. Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο πατέρας αυτού που μάθαμε να λέμε λαϊκό τραγούδι. Πήρε το ρεμπέτικο απ’ τους τεκέδες, το στόλισε με τη μαεστρία του, πείραξε τη θεματολογία του και έκρυψε μέσα του την ψυχή ενός ολόκληρου έθνους, σε εποχές δύσκολες. Πάντα, όμως, υπόγεια συνδεδεμένος με την παράδοση που ξεκινάει από τα πανάρχαια ανατολίτικα μακάμια, περνάει από το Βυζάντιο και τα δημοτικά για να καταλήξει στο ρεμπέτικο. Η “Συννεφιασμένη Κυριακή”, κατά πολλούς το μεγαλύτερο ελληνικό τραγούδι, αποτελεί το απόλυτο παράδειγμα. Όλο και κάπου θα έχετε ακούσει φαντάζομαι, το πώς τούτο το τεράστιο τραγούδι και o “Ακάθιστος Ύμνος”  ουσιαστικά βαδίζουν πάνω στον ίδιο αρχαίο μουσικό δρόμο.

 

Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, ένα άλλο λαϊκό τραγούδι έμελλε να αρχίσει να διεκδικεί το μερίδιό του, για να φτάσει να κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια. Όχι μόνο για καλλιτεχνικούς λόγους, αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση. Η μουσική άλλωστε βαδίζει παρέα με την ιστορία. Η ουσία είναι πως ο Μίκης Θεοδωράκης μπόλιασε την κλασική του παιδεία και την αγάπη του για την ποίηση με τη λαϊκή μουσική, με αποτέλεσμα να βάλει τον Ελύτη και τον Ρίτσο μέσα σε κάθε ελληνικό σπίτι. Χρησιμοποίησε δηλαδή την παράδοση για να πετύχει το προσωπικό του όραμα, παίρνοντας τη σκυτάλη απ’ τους παλιότερους. Το Άξιον Εστί είναι το απόσταγμα αυτού που ο ίδιος ο Θεοδωράκης βάφτισε «μετασυμφωνική μουσική». Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η λάμψη του ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα (ο “Ζορμπάς” αποτελεί αυτονόητο παράδειγμα), με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα να υπάρχουν δυτικοί μουσικοί που ζητάνε άδεια να σαμπλάρουν τραγούδια του. Το δε “O Αντώνης”, απ’ τη Μπαλάντα Του Μαουτχάουζεν, το έχουν ζηλέψει πολλοί.

 

Επόμενη στάση, Μάνος Χατζιδάκις. Η αφετηρία του έμοιαζε λίγο πολύ με αυτή του Θεοδωράκη. Και οι δυο τους άλλωστε ήταν κλασικοσπουδασμένοι και έτρεφαν μεγάλη αγάπη για το ελληνικό τραγούδι. Η προσέγγισή του όμως ήταν εντελώς διαφορετική. Δεν στόχευε στη μαζικότητα και στην εξωστρέφεια, αντίθετα προϋπόθετε μια βουτιά προς τα μέσα. Ζητούσε απ’ τον ακροατή να περάσει στη δική του πλευρά, δεν προσπαθούσε να τον συναντήσει κάπου στη μέση. Κάπως έτσι γεννήθηκε το έντεχνο τραγούδι. Ας το πούμε λόγιο για να αποφύγουμε τυχόν παρεξηγήσεις. Η ελληνική μουσική ποτέ δεν θα ήταν ίδια ξανά. Ο Μεγάλος Ερωτικός θα στέκει πάντα εκεί για να αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Όλες οι επαναστάσεις όμως που δεν διαθέτουν τη σοφία να ξεριζώσουν μόνο τις κακές ρίζες του παλιού είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Ο Μάνος Χατζιδάκης προφανώς και το ήξερε αυτό, γι’ αυτό και έχτισε πάνω στην παράδοση. Υπήρξε άλλωστε και ανανεωτής του ρεμπέτικου. Μέχρι και τα μεγάλα τζάκια το αγκάλιασαν έτσι όπως ξαναγεννήθηκε στα χέρια του.   

 

Πλάι σ’ αυτούς τους τέσσερις προσθέστε τόσους ακόμα, που ανεξάρτητα απ’ τις προσωπικές τους ιδιαιτερότητες και προσλαμβάνουσες, πάντα ξεκινούσαν απ’ την ίδια αφετηρία. Σε όλους υπήρχε φυτεμένος ο σπόρος της παράδοσης. Σιγόκαιγε μέσα τους η φωτιά της ελληνικής μουσικής που ερχόταν από τα βάθη του χρόνου. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Άκης Πάνου, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μανώλης Χιώτης, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος και τόσοι άλλοι.

 

Για να φτάσω τώρα και στην ουσία του τίτλου, φαίνεται πως αυτή η γραμμή των μεγάλων Ελλήνων συνθετών, και κατ’ επέκταση του ελληνικού τραγουδιού που ξεκινάει από τον Μάρκο Βαμβακάρη, κόβεται κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Τελευταίος εκπρόσωπός της ο Σταμάτης Κραουνάκης. Λίγοι κατάφεραν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση, τη σκέψη και τον ηδονισμό, με τέτοιο μοναδικό τρόπο. Μέσα στη μουσική του διακρίνεις ταυτόχρονα την εποχή του, τις ολόδικές του πινελιές, αλλά και τις ματιές του στο παρελθόν. Ο ίδιος άλλωστε έχει ομολογήσει πως λατρεύει εξίσου τον Χατζιδάκι, τον Ζαμπέτα και τις λαϊκές ντίβες της δεκαετίας του εξήντα. Από τότε έχουμε να απαντήσουμε εγχώριο συνθέτη με την προσωπικότητα και τις ικανότητες να καταθέσει μια σοβαρή πρόταση για το ελληνικό τραγούδι. Προσπάθειες έχουν υπάρξει, αλλά οι περισσότερες έχουν αποδειχθεί ήσσονος σημασίας.

 

Πολλοί είναι αυτοί που ανησυχούν για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού και τα βάζουν με τις δισκογραφικές, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την επικράτηση του αγοραίου τραγουδιού. Προφανώς και έχουν τα δίκια τους, νομίζω όμως πως κάνουν ένα άλμα που προσπερνά τις αιτίες και τους οδηγεί κατευθείαν στα αποτελέσματα. Εάν θέλετε την άποψή μου, ψάξτε την αλήθεια στον όρο ενεργητική μειοψηφία. Εννοώ τους λίγους που πάντα, σε πείσμα των καιρών, τσουλάνε το βαγόνι της ιστορίας ως τον επόμενο σταθμό, μέσα στο οποίο βρίσκονται παστωμένοι όλοι οι υπόλοιποι. Αυτός ο γενικότερος κανόνας βρίσκει ισχύ και στην περίπτωσή μας. Αυτό δεν έγινε με τους ρεμπέτες του Πειραιά για να ξεπεταχτεί ο Μάρκος ή με τους λόγιους κύκλους της δεκαετίας του πενήντα για να απολαύσουμε ύστερα το Χατζιδάκι;   

 

Λοιπόν, οι ενεργητικές μειοψηφίες της χώρας, αργά αλλά σταθερά, άρχισαν από τη δεκαετία του εξήντα κιόλας να απομακρύνονται από την παράδοση του ελληνικού τραγουδιού και να στρέφονται στη δυτική μουσική. Να σημειώσω εδώ πως δεν κάνω κρίσεις, απλά καταγράφω γεγονότα. Στην αρχή οι δυτικές επιρροές ήρθαν απλά να προσαρμοστούν στα ελληνικά πρότυπα και να φέρουν το καινούργιο μέσα απ’ τους δίσκους του Σαββόπουλου και του Λοΐζου, που, αν δεν πέθαινε, θα έγραφε πολλά ακόμα ενδιαφέροντα κεφάλαια στο συγκεκριμένο βιβλίο. Με το πέρασμα των χρόνων η ελληνική μουσική άρχισε να χάνει όλο και περισσότερο χώρο στην καρδιά όσων ξεπετάγονταν απ’ τις ενεργητικές μειοψηφίες. Θυμηθείτε τον Παύλο Σιδηρόπουλο ή τους αδελφούς Κατσιμίχα για να πειστείτε και μην ξεχνάτε πως από καιρό υπήρχαν ουκ ολίγα γκρουπάκια, τα οποία είχαν αποβάλει εντελώς οποιοδήποτε ελληνικό στοιχείο, ακόμα και τους στίχους.

 

Όταν πια έφτασε η δεκαετία του ενενήντα, οι ενεργητικές μειοψηφίες είχαν παραδοθεί πλήρως στη γοητεία και την ποικιλομορφία του rock. Έπαψαν εντελώς να αντλούν καύσιμη ύλη από την εγχώρια παράδοση και βούτηξαν σε έναν κόσμο που ξεκινούσε από τα blues και το rock n’ roll, έκανε όλες τις απαραίτητες στάσεις και έφτανε στις εναλλακτικές μπάντες της δεκαετίας του ογδόντα. Είχαν άλλωστε την πρόσβαση, αλλά και τη δίψα να νοιώσουν μέρος αυτού του παγκόσμιου μουσικού χωριού, που στο κάτω-κάτω μίλαγε στην καρδιά τους όσο τίποτε άλλο. Δεν άργησαν να έρθουν το grunge, το metal, τα rave parties, η brit pop, η έκρηξη του hip hop ακόμα αργότερα, με αποτέλεσμα να παγιωθεί αυτή η κατάσταση. Πώς μπορεί να υπάρξει αύριο για το ελληνικό τραγούδι όταν τα πιο ανήσυχα μυαλά της χώρας αρμενίζουν σε άλλα μουσικά πελάγη; Απλά τα πράγματα.

 

Από τις «διδαχές» του ΚΚΕ, που δαιμονοποιούσε οποιαδήποτε δυτική μουσική εισαγωγή, φτάσαμε στο άλλο άκρο. Στο σνομπισμό απέναντι στο ελληνικό τραγούδι και οτιδήποτε το θυμίζει. Ωραία δεν θα ήταν εάν κάποιοι, αντί να πιθηκίζουν ασύστολα, με ενδιαφέροντα αποτελέσματα πολλές φορές (ναι, τώρα κάνω κρίσεις), ξαναανακάλυπταν τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη, τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι μέσα από τα δικά τους μάτια και πάντα συνδεδεμένοι με τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα; Εκτός αν τους φτάνει να αποτελούν μια ζωή τους φτωχούς συγγενείς από την Ελλάδα.     

 

 

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured