Άγγελος Κλειτσίκας

Anthropocene ονομάζεται η χρονική περίοδος στην οποία θα εισέλθει η ανθρωπότητα, όταν η παρέμβασή της στον πλανήτη Γη θα μοιάζει πια ανεπανόρθωτα καταστροφική. Είναι, με άλλα λόγια, η τελευταία φάση διαβίωσης του είδους μας στο μαγικό αστέρι, πριν αυτό παραδοθεί στις άπληστες ορέξεις του πλάσματος που είχε την «τύχη» να φιλοξενεί για απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, σε σχέση με τη διάρκεια ζωής του. Η Γη θα είναι ένας τόπος γεμάτος αποψιλωμένα δάση, μολυσμένους ωκεανούς, δηλητηριασμένα ποτάμια, διαβρωμένο έδαφος, τοξική ατμόσφαιρα και υπάρξεις φυλακισμένες στην πραγματικότητα που δημιούργησαν.

Παρόλο που ο τίτλος του άλμπουμ παραπέμπει σε μία τέτοια, πέρα για πέρα ρεαλιστική δυστοπία, στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμα γεωπολιτικό μανιφέστο σε americana ύφος, αλλά με μία ρομαντική αναμέτρηση του δημιουργού με τον εαυτό του –με την κατανόηση της θέσης του στη φύση και στην κοινωνία, με την απόφασή του για άμεση δράση ή με την απόσυρση στο ασφαλές του σύμπαν. O Peter Oren μεγάλωσε στην πολιτεία της Ιντιάνα: σε έναν αντιφατικό τόπο, όπου τα άγρια βουνά, τα πυκνά, κωνοφόρα δάση και οι ασημένιες λίμνες, υπενθυμίζουν στους λευκούς Αμερικάνους τη γενοκτονία των Ινδιάνων ιθαγενών· το χώμα είναι ποτισμένο με αιματηρό παρελθόν.

Σε αυτήν τη δεύτερη δισκογραφική του προσπάθεια, ο νεαρός Αμερικανός με την παρηγορητική, βαρύτονη φωνή, εμπνέεται λοιπόν από τις καταβολές του, τα ταξίδια του στους ανοιχτούς αμερικανικούς δρόμους και τους ύπνους του κάτω από έναστρους ουρανούς στην άγρια ύπαιθρο. Και έρχεται να προσφέρει μία συλλογή διαχρονικών americana τραγουδιών, τα οποία εξερευνούν τόσο τη σημασία της φύσης στη ζωή του, όσο και τη μανία του ανθρώπου με την ιδιοκτησία. Από τον έλεγχο που επιβάλλουμε στις σχέσεις μας μέχρι την κατάκτηση ξένων τόπων και την αλαζονική μας στάση απέναντι στο πλανήτη που ζούμε, επιχειρηματολογεί ο Oren, εκείνο που τελικά θα μας οδηγήσει στην ανυπαρξία είναι αυτή η εμμονή μας με την ιδέα της κατοχής.

Η ζεστασιά της φωνής του, που αναπόφευκτα φέρνει στον μυαλό αυτή του Bill Callahan, σε κάνει σχεδόν να ξεχνάς τις νοσηρές προφητείες των στίχων, ενώ οι σπιτίσιες μελωδίες δημιουργούν φιλόξενο χώρο, στον οποίον ο ακροατής μπορεί να κατοικήσει για μέρες, ξεχνώντας τον καταιγισμό νέων κυκλοφοριών που επιβάλλει η ψηφιακή εποχή. Στην ορεσίβια folk του "Falling Water" εκπλήσσεται με την αντανάκλαση του προσώπου του στα νερά του «πιο απαλού ρέματος που έχει αντικρίσει», στην α-λα-Sturgill Simpson country rock των "Chain Of Command" και "Throw Down" τα βάζει με την αδιαφορία μας για το μέλλον του πλανήτη, στον λαϊκό ύμνο "New Garden" συνθέτει ένα νατουραλιστικό ψηφιδωτό, ενώ οι slide κιθάρες του "River And Stone"  ψιθυρίζουν αιώνιους, ερωτικούς όρκους.

Ωστόσο, o Peter Oren θέτει τα πιο ουσιαστικά ερωτήματα στο ομότιτλο "Anthropocene", ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα τραγούδια της χρονιάς. «How we will escape this hell we made?», επαναλαμβάνει αρκετές φορές, αλλά η ερώτηση φτάνει στον ακροατή μάλλον σε ρητορική μορφή, αφού ο Αμερικανός τροβαδούρος μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δικιά του θέση απέναντι στο τέλος των ημερών: «Where do I need to be?», αναλογίζεται δειλά κάπου στο βάθος. Γνωρίζοντας πως μπορεί να συνδέεται με τη φύση βαθύτερα από άλλα ανθρώπινα όντα, μα νιώθει ενοχές για το γεγονός πως δεν την έχει βοηθήσει, όσο αυτή εκείνον.

Στο συγκινητικό φινάλε του δίσκου με το "Welcome/ Goodbye", ο Oren παραδέχεται πως είναι πολύ αργά για ποίηση, φιλοσοφία και στοχασμό, καθώς όλα έχουν πια κριθεί· δεν αποκλείει όμως το σενάριο εκείνο στο οποίο θα αναγεννηθούμε μέσα από τις στάχτες μας. Εν τέλει, ένα άλμπουμ που έμοιαζε με Walden του 21ου αιώνα, καταλήγει στο προσωπικό Into The Wild ενός χαρισματικού, ευαίσθητου και συνειδητοποιημένου μουσικού.

{youtube}DQUvbDY8fuw{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured