Άγγελος Κλειτσίκας

Όταν οι Slowdive αποφάσισαν να επανασυνδεθούν το 2014, 19 ολόκληρα χρόνια μετά την άδοξη ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου της ζωής τους, νομίζω πως ούτε οι ίδιοι είχαν πιστέψει πως θα δέχονταν τόση ετεροχρονισμένη αγάπη από το κοινό· ακόμη κι αν όλα τα σημάδια ήταν εκεί.

Τρεις διαφορετικές γενιές φίλων του shoegaze, του πιο cult κιθαριστικού ρεύματος της ιστορίας, βγάζουν έκτοτε knock-out τη μάχη με τα sold-out στις συναυλίες τους, από την πρώτη της νέας τους εποχής στο Primavera το 2014 μέχρι σήμερα. Στο μεταξύ, βρήκαμε κι εμείς την ευκαιρία να ξεδιψάσουμε ένα χρόνιο απωθημένο με την εμφάνισή τους στο Release Athens Festival, το καλοκαίρι του 2016. Φέτος, με τον νέο τους, εξαιρετικό δίσκο να έχει κυκλοφορήσει τον Μάιο, έφτασε λοιπόν η στιγμή να απολαύσουμε τους Βρετανούς σε όλο τους το μεγαλείο, σε μια βραδιά που συγκέντρωσε πολύ κόσμο, μα σε καμία περίπτωση δεν άγγιξε το sold-out.

71gSlowd_2.jpg

Πρώτοι στη σκηνή του Fuzz ανέβηκαν οι Αθηναίοι post-rockers Afformance, ακριβώς στην ώρα τους και με το κοινό να έχει μαζευτεί από νωρίς. Το εξαμελές γκρουπ προετοιμάζεται για την ταυτόχρονη κυκλοφορία 2 δίσκων στις 20 Οκτώβρη, ένα, αν μη τι άλλο, ιδιαίτερα φιλόδοξο εγχείρημα για τα εγχώρια δεδομένα. Στο live τους βέβαια μας έπαιξαν κυρίως συνθέσεις από τις προηγούμενες (αρκετές) δουλειές τους, στις οποίες συγκατοικεί ο ρομαντισμός με μία σκληροτράχηλη ιδέα του post-rock· συγκερασμός που καταλήγει συνήθως σε επικές κορυφώσεις. Παρουσίασαν ωστόσο κι ένα νέο κομμάτι από τα επερχόμενα άλμπουμ, στο οποίο ακούγονταν σαν μία εντελώς διαφορετική μπάντα, με τις funky και math επιρροές να υπερτερούν.

Στη μόλις μισή ώρα κατά την οποία έπαιξαν, οι Afformance απέδειξαν πως είναι ένα καλοκουρδισμένο συγκρότημα, με γεμάτο, live ήχο. Απλώς έχω την αίσθηση πως θα πρέπει να πυκνώσουν τις στιγμές που ο ακροατής θα μπορεί να βρει αληθινό συναίσθημα ανάμεσα στο χάος των ευρηματικών post-rock κομματιών τους, όπως λ.χ συνέβη στο υποβλητικό φινάλε του support set, όπου τα μελαγχολικά πλήκτρα, οι μελωδικές μπασογραμμές, οι αργόσυρτες κιθάρες και τα strobe lights δημιούργησαν μία όμορφη οπτικοακουστική εμπειρία.

71gSlowd_3.jpg

Ενώ ο κόσμος πλήθαινε στο Fuzz, στη σκηνή τοποθετούνταν τα πλήκτρα με ένα μίνι, φουσκωτό φλαμίνγκο πάνω τους –από αυτά που σιχαθήκαμε να βλέπουμε φέτος στις διακοπές μας. Μαυροντυμένες 40άρες που έζησαν το shoegaze την ώρα που συνέβαινε και νοσταλγούν τη νεότητα την οποία συμβολίζει, hipsters γαλουχημένοι στα zeros κιθαριστικά κινήματα που έμαθαν αργότερα για τις επιρροές τους, και millenium νέοι οι οποίοι έζησαν την πρόσφατη αναβίωση του είδους, ήταν όλοι εκεί για να ακούσουν τη μπάντα που έχει γράψει μία από τις πιο θριαμβευτικές ιστορίες επιστροφής στα σύγχρονα μουσικά χρονικά.

71gSlowd_4.jpg

Η εμφάνιση των Slowdive ξεκίνησε με το ατμοσφαιρικό χτίσιμο του “Slomo”, ενώ τα καλειδοσκοπικά φίλτρα στο βάθος νότιζαν ψυχεδελικά την αριστοτεχνική εισαγωγή. Για το “Catch The Breeze” –το πρώτο single που κυκλοφόρησε το γκρουπ, πίσω στο 1990– η Rachel Goswell πήρε την κιθάρα στα χέρια της, οπότε σημειώθηκε και το πρώτο θερμό επεισόδιο, με το κοινό να ενθουσιάζεται αυθόρμητα στα πρώτα δεύτερα του τραγουδιού. Εδώ βέβαια σημειώθηκαν και τα πρώτα μικροπροβλήματα με τον ήχο.

71gSlowd_5.jpg

Είμαι σίγουρος πως πολλοί θα φοβήθηκαν μήπως έχουμε παρατράγουδα σε αυτό το επίπεδο, όμως η ποιότητα του ήχου (σε γενικές γραμμές) ήταν πολύ καλή. Αν εξαιρέσουμε ορισμένους μικροφωνισμούς και κάποια φωνητικά της Goswell που δεν ακούστηκαν και τόσο καλά, όλα τα υπόλοιπα πήγαν περίφημα. Στις μελωδικές στιγμές της βραδιάς, π.χ. στα “Crazy For You” και “Sugar For The Pill”, ο ήχος έφτανε γλυκός και κελαρυστός, ενώ τα κρεσέντο των “Star Roving” και “No Longer Making Time” και κυρίως η μετατροπή του “Golden Hair” του Syd Barrett σε post-rock, ψυχεδελικό έπος, ανατρίχιαζαν τη σπονδυλική στήλη και μούδιαζαν τον εγκέφαλο.

71gSlowd_6.jpg

Όπως ήταν αναμενόμενο, το κοινό ανυπομονούσε για τη στιγμή που θα ακουστούν τραγούδια από το εμβληματικό Souvlaki (1993). Έπειτα από το μεταβατικό “Avalyn”, λοιπόν, ακολούθησε μετά επευφημιών το “Souvlaki Space Station”, το διαδέχθηκε το απόλυτο χιτ “When The Sun Hits” –με τη συγκίνηση και την πραγματική ευτυχία ανάμεσα στα πρόσωπα του κοινού να είναι εμφανής, στην πιο ξεχωριστή στιγμή του live– ενώ το σερί έσβησε γλυκά με την ονειρική μελωδία του “Alison”. Κάπου εδώ συνειδητοποιούσε κανείς πως μέσα στην καρδιά των κομματιών των Slowdive εγκλωβίζεται όλη η νοσταλγία για την ουτοπία των 1990s και μάλιστα με φοβερή στιχουργική και μελωδική διαύγεια. Παράλληλα, έβλεπες τον Neil Halstead και τη Rachel Goswell να τραγουδούν μαζί με το κοινό «Sweet Thing, I Watch You, Burn Away», σαν μία κρυφή υπόσχεση αιώνιας νεότητας και αγάπης, που δεν εκπληρώθηκε ποτέ.

71gSlowd_7.jpg

Το encore ήταν επίσης σκέτη απόλαυση. Ξεκίνησαν μέσα σε μπλε φωτισμό με το “Blue Skied And Clear”, ακολούθησε η συναισθηματικά φορτισμένη μπαλάντα “Dagger” μέσα σε απόλυτη ησυχία και μας αποχαιρέτησαν μέσω ευχαριστιών (μία από τις ελάχιστες στιγμές που επικοινώνησαν μαζί μας οι Βρετανοί) με το “40 Days”: ένα από τα πιο συγκλονιστικά κομμάτια που έχουν γράψει.

Τελικά, ήταν μία από αυτές τις συναυλίες για τις οποίες ξέρεις ότι υπήρξες κομμάτι ενός μεγαλύτερου πράγματος. Από εκείνα δηλαδή τα live που περνάνε αθόρυβα στο συλλογικό θυμικό μίας πόλης μουσικόφιλων που λατρεύουν τέτοιες σπουδαίες βραδιές.

{youtube}b2VSdiSqZnk{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured