Χάρης Συμβουλίδης

"It Began In Africa", λέει ένα από τα σαρωτικά '00s hits των Chemical Brothers. Όμως, για εκείνους, τα πάντα ξεκίνησαν αρκετά πιο πριν.

Ο Tom Rowlands και ο Ed Simons γνωρίζονταν ως παιδιά στο Λονδίνο, αλλά τη φιλία τους ενδυνάμωσε στα φοιτητικά χρόνια (στο Μάντσεστερ) η κοινή αγάπη που ανέπτυξαν για το χιπ χοπ, παράλληλα με τα ακούσματά τους από New Order, Smiths, Sisters Of Mercy και Kraftwerk. «Το Yo! Bum Rush Τhe Show των Public Enemy (1987) ήταν μάλλον ο δίσκος που άλλαξε τη ζωή μου», θα έλεγε αργότερα ο Rowlands, ο οποίος είχε ήδη χωθεί στα μουσικά πράγματα και ως καλλιτέχνης, μετέχοντας στους Ariel –μπάντα που βγήκε και στην underground δισκογραφία και άντεξε ως το 1993.

11ddChmB_2.jpg

Ενώ στους Ariel διαχεόταν η απογοήτευση (1992), ο Rowlands ξεκίνησε να παίζει DJ παρέα με τον Simons στο κλαμπάκι Naked Under Leather του Μάντσεστερ. Το όνομα που χρησιμοποιούσαν για το δίδυμό τους ήταν The 237 Turbo Nutters και απηχούσε τις μέρες που ρίχτηκαν, όπως και τόσοι άλλοι νέοι της γενιάς τους, στα μεγάλα rave party της βρετανικής υπαίθρου. Σε αυτά πρωτο-σμίλευσαν μια ηλεκτρονική συνείδηση, η οποία θα αποδεικνυόταν καθοριστική αργότερα, για το αισθητήριο που ανέπτυξαν ως προς το τι σημαίνει «μαζικό».

Σε κάποιο σημείο, λοιπόν, ξέμειναν από instrumental χιπ χοπ κομμάτια για τα sets και άρχισαν να φτιάχνουν τα δικά τους, χρησιμοποιώντας το όνομα Dust Brothers. Με ένα σετ πλήκτρα, έναν υπολογιστή, ένα sampler κι ένα Hitachi hi-fi έφτιαξαν επίσης το τραγούδι "Song To The Siren", σαμπλάροντας τη διασκευή των This Mortal Coil (1983) στο "Song To The Siren" του Tim Buckley (1970)· και το έβγαλαν στο δικό τους label, Diamond Records, σε 500 αντίτυπα (Οκτώβριος 1992). Το κομμάτι στάθηκε διαπιστευτήριο δυνατοτήτων, αλλά και σημείο καθοριστικό της μετέπειτα πορείας, καθώς ενθουσίασε τον Andrew Weatherall, ο οποίος όχι μόνο το ενέταξε στα DJ set του, αλλά τους υπόγραψε κιόλας στη δισκογραφική του, Junior Boy's Own.

{youtube}LpRtLufZq3g{/youtube}

Για τον Barry Ashworth των Dub Pistols, εδώ ήταν που γράφτηκε ιστορία, καθώς το "Song To The Siren" έφερε νέα πνοή σε ένα σκηνικό υπερ-κορεσμένο από φτηνά φωνητικά και beats σε 4/4. «Για μένα, η βρετανική dance κουλτούρα ήταν τελειωμένη σε εκείνο το σημείο», θυμόταν αργότερα, «όμως όταν άκουσα τους Dust Brothers, τρελάθηκα. Ανακάτευαν το χιπ χοπ με τη χορευτική όψη της ηλεκτρονικής μουσικής, φωτίζοντας μια εντελώς νέα κατεύθυνση, την οποία ακολούθησα από τότε κι εγώ».

Για άλλους, ωστόσο, ακόμα πιο κρίσιμος ήταν ο Ιανουάριος του 1994, όταν βγήκε το "Chemical Beats". Ως τότε, η αναγνωρισιμότητα που είχαν κερδίσει στο σινάφι οι Dust Brothers, σε συνδυασμό με τη διάλυση των Ariel, τους παγίωσαν ως σχήμα, οδηγώντας στο ΕΡ Fourteenth Century Sky. Δεν γνώρισε βέβαια καμία εμπορική επιτυχία, όποιος όμως άκουσε το "Chemical Beats" σημείωσε τον φρέσκο ήχο που ερχόταν. «Είναι το τραγούδι το οποίο ουσιαστικά έθεσε τα πάντα σε κίνηση, όσον αφορά το big beat», θα σχολίαζε αργότερα ο Liam Howlett των Prodigy, «είχε ήχο που δεν έμοιαζε σε τίποτα άλλο. Όλα άρχισαν εκεί και ήταν στ' αλήθεια τόσο αναζωογονητικό να ακούς ένα breakbeat με ένα acid riff και χιπ χοπ επιρροές».

{youtube}TguJjg-p2mE{/youtube}

Αλλά οι Rowlands & Simons θα έπαιζαν έμμεσα ρόλο και στην ονοματοδοσία του νέου ήχου. Τον Οκτώβριο του 1994, συμφώνησαν να γίνουν resident DJs στην παμπ Albany του Λονδίνου, εγκαινιάζοντας τα Heavenly Sunday Social Club events, στα οποία πρωταγωνιστούσε το εκρηκτικό μίγμα που είχε χτίσει το "Chemical Beats", εφαρμοζόμενο μάλιστα ακόμα και σε brit pop επιτυχίες της εποχής, μέσω των ευφάνταστων remixes των Dust Brothers. Γρήγορα, το Heavenly Sunday Social Club έγινε σημείο αναφοράς για τους πιο ανήσυχους μουσικόφιλους της βρετανικής πρωτεύουσας, προσελκύοντας και καλλιτέχνες σαν τον Noel Gallagher, τον Paul Weller και μέλη των Manic Street Preachers. Warm-up DJ στα πάρτυ αυτά έπαιζε ο ανερχόμενος τότε Norman Cook, ο οποίος θα γινόταν γνωστός αργότερα ως Fatboy Slim. Πριν, ωστόσο, θα εγκαινίαζε τα δικά του, ανάλογης ηχητικής λογικής, πάρτυ στο Μπράιτον (1995), ονομάζοντάς τα Big Beat Boutique. Από εκεί βγήκε λοιπόν το big beat.

Λόγω αυτής της εμπειρίας, ο ίδιος ο Cook δεν θεωρεί το "Chemical Beats" ως καθοριστική στιγμή. Κεντράρει αντιθέτως στο μιξαρισμένο DJ set που έδωσαν το 1997 στο Radio 1 του BBC για μια σειρά εκπομπών αφιερωμένων σε φρέσκα πράγματα που είχε τον τίτλο Listen Without Prejudice. Λίγο μετά, μάλιστα, το κυκλοφόρησαν σε διπλό CD περιορισμένων αντιτύπων (2.000 παγκοσμίως) υπό τον τίτλο Radio 1 Anti-Nazi Mix, με το ένα CD να περιλαμβάνει τη μουσική και το άλλο μια συνέντευξη. Αργότερα (Σεπτέμβριος 1998), θα γινόταν και μια πιο επίσημη αλλά διαφοροποιημένη σε αρκετά πράγματα κυκλοφορία από την Astralwerks (σε διεθνή διανομή Virgin), υπό τον τίτλο Brothers Gonna Work It Out. «Χρησιμοποιούσαν breakbeats, αλλά έφτιαχναν acid house κορυφώσεις και είχαν απίθανη αντίληψη για ό,τι μπορούσε να είναι πιασάρικο και ποπ», έχει πει ο Cook, προσθέτοντας ότι «πήραν τα καλύτερα από το rave και την πάρτυ πλευρά του χιπ χοπ».

{youtube}bVZBao3L9kI{/youtube}

Εντωμεταξύ, ήδη από το 1993, είχε εκδηλωθεί κι ένα αμερικάνικο ενδιαφέρον για τα βρετανικά ηλεκτρονικά της εποχής, έστω και σε underground επίπεδο. Χάρη στους πιονέρους αυτής της προσπάθειας, οι Dust Brothers βρέθηκαν τον Μάρτιο του 1995 να παίζουν στις Η.Π.Α. μαζί με τους Orbital και τους Underworld. Εκεί, όμως, καραδοκούσε μια δυσάρεστη έκπληξη, καθώς τους εντόπισαν οι ...πρωτότυποι Dust Brothers –η ομάδα παραγωγών από το Λος Άντζελες που είχε γίνει διεθνώς γνωστή από τη δουλειά της με τους Beastie Boys– και τους απείλησαν με μήνυση. Οι Rowlands & Simons συμμορφώθηκαν και έτσι γεννήθηκαν οι Chemical Brothers.

11ddChmB_3.jpg

Τον Ιούνιο του 1995 ήρθε το πρώτο τους άλμπουμ Exit Planet Dust, το οποίο τους έστειλε απευθείας στο top-10 της Βρετανίας (#9), κάνοντας όσους τους είχαν ξεχωρίσει ως φρέσκια δύναμη, να αισθάνονται δικαιωμένοι. Αλλά εκείνο που τους απογείωσε ήταν το Dig Your Own Hole, τον Απρίλιο του 1997: κατέκτησε το νούμερο 1 της Βρετανίας και το #14 των Η.Π.Α., έγινε αιτία να τους μάθουν μέχρι και αμετανόητοι ροκάδες χάρη στη συνεργασία με τον Noel Gallagher για το "Setting Sun" (Βρετανία #1, Η.Π.Α. #80) και ταρακούνησε τις παγκόσμιες πίστες χάρη με το "Block Rockin' Beats" (Βρετανία #1, Η.Π.Α. #107).

Στο σημείο εκείνο η σελίδα γύρισε για τους Chemical Brothers, αφού μετατράπηκαν σε όνομα με ισχυρό mainstream εκτόπισμα. Κάποιοι μάλιστα από τους ως τότε φίλους της μουσικής τους δεν άντεξαν το διπλά πλατινένιο στάτους τους ή το ότι τους άκουγε πλέον κόσμος που δεν ήξερε καν τι ήταν το Albany και τα Heavenly Sunday Social Club πάρτυ και γύρισε την πλάτη όταν έβγαλαν το Surrender, το 1999 (Βρετανία #1, Η.Π.Α. #32). Οι περισσότεροι, ωστόσο, τους ακολουθήσαμε με ενθουσιασμό και τους ακολουθούμε ακόμα, ως μια συνεπή ηλεκτρονική δύναμη, η οποία έθεσε πολλά πράγματα σε τροχιά όταν έπρεπε, κατορθώνοντας στη συνέχεια να παραμείνει δημιουργική και ενδιαφέρουσα.

{youtube}cW2bqBhP4AA{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured