Tripping on Broken Beats

Glastonbury 1995. Το μαύρο πέπλο της νύχτας εξαπλώνεται μπροστά από το NME stage του Festival, καθώς προβολείς σαρώνουν το αχανές πλήθος. Ένας μελαμψός MC με λευκά γατίσια μάτια, εμφανίζεται στο κέντρο της σκηνής, κραυγάζοντας στο μικρόφωνο: "Glastonbury... Are you ready to rock?" Ο ήχος του γυαλιού που σπάει ακούγεται από τα ηχεία, απελευθερώνοντας στη συνέχεια ένα σεβαστό ποσό KWatt εκκωφαντικής έντασης μπάσου, καθώς μια μεγάλη διάφανη σφαίρα με έναν τρελό κοκκινομάλλη μέσα της ξεχύνεται πάνω στη σκηνή, κάνοντας το κοινό να παραληρεί υπό τους ήχους του Break & Enter. Για πολλούς, η συγκεκριμένη εμφάνιση των Prodigy στο Glastonbury, ένα μόλις μήνα μετά την συναυλία τους στην Ελλάδα, ήταν και παραμένει, μια από τις κορυφαίες τις καριέρας τους, ενώ αποτέλεσε και το μεταίχμιο στη μετέπειτα πορεία τους. Καλύτερα όμως να πάρουμε αυτή την ιστορία από την αρχή...

Ο Liam Paris Howlett γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου του 1971 στο Essex και από πιτσιρικάς ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στη μουσική. Αν και κατευθύνθηκε από τον πατέρα του να παρακολουθήσει μαθήματα πιάνου, εκείνος ενδιαφέρονταν για άλλα είδη μουσικής όπως το Ska, κίνημα εκ του οποίου μια συλλογή με Greatest Hits αποτέλεσε και τον πρώτο του δίσκο. Όπως λέει και ο ίδιος ο Liam ακόμα και μικρός ποτέ δεν συμπαθούσε τον αθλητισμό και συνήθως προτιμούσε να μένει σπίτι και να μιξάρει ακόμα και από το ραδιόφωνο χρησιμοποιώντας το pause από το κασετόφωνο του!

Στα γυμνασιακά του χρόνια ασχολήθηκε με το hip hop, αρεσκόμενος στην κουλτούρα των graffiti και του break dance από τα οποία επηρεάστηκε πολύ. Έκανε παρέα με φίλους που μιξάρανε σπίτι και του άρεσε ο rapper Grandmaster ενώ γοητεύτηκε από την ταινία Beat Street [1984], αφιερωμένη στο break dance. Όπως ήταν φυσικό, τα πρώτα χρήματα που μάζεψε τα επένδυσε στην αγορά δυο πικάπ, αφιερώνοντας αρκετές ώρες κάθε βράδυ εξασκούμενος στην τέχνη του mixing. Κάπου εκεί γίνεται και το πρώτο βήμα, με την ένταξη του στο hip hop group Cut 2 Kill, δίπλα στους οποίους είχε την ευκαιρία να παίξει σε μεγάλα club όπως το YMCA. Ξεκινάει να δουλεύει σε ένα ανεξάρτητο περιοδικό του Λονδίνου ονομαζόμενο Metropolitan, όπου και δέχεται πρόταση από το αφεντικό του που ήθελε να αναλάβει καθήκοντα manager στους Cut 2 Kill, για κυκλοφορία ενός album. Σύντομα όμως το concept ναυαγεί λόγω οικονομικών προβλημάτων, αφού οι δισκογραφικές εταιρίες δεν δέχονται να επενδύσουν επάνω τους και η πορεία του group λήγει άδοξα, με κάποιες ανεξάρτητες παραγωγές. Τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο όταν έρχεται σε αντιπαράθεση και με τα hip hop Club τα οποία γύρω στο 1988 δεν ήταν και το ποιο φιλικό μέρος για έναν λευκό.

Εκείνη την εποχή ανατέλλει μέσα του η ενασχόληση με το Rave. Ξεκινάει να πηγαίνει σε ένα χώρο, το μυθικό The Barn, όπου resident Djs ήταν ο Dj Hype και ο Mr C των Shamen και μέσα στο σύντομο διάστημα των δυο μόλις μηνών, φτάνει να βρίσκεται στη θέση του Dj. Κάποια νύχτα, δυο νεαροί χορευτές που σύχναζαν στο Club, ο Keith Flint και ο Leeroy Thornhill τον πλησίασαν μόλις τελείωσε το set του και του ζήτησαν να τους γράψει μια μιξαρισμένη κασέτα. Ο Liam δέχτηκε και τους έγραψε μια κασέτα στην οποία στη δεύτερη πλευρά ηχογράφησε τέσσερα δικά του κομμάτια γράφοντας πάνω της ένα όνομα: The Prodigy. Ήταν το όνομα του synth που είχε χρησιμοποιήσει για να γράψει τα κομμάτια: Moog Prodigy. O Keith και ο Leeroy ξετρελάθηκαν από τα δικά του κομμάτια και την επόμενη φορά που πήγαν στο χώρο που έπαιζε μουσική, τον ρώτησαν αν ενδιαφέρονταν για τη δημιουργία ενός group, στο οποίο εκείνος θα έπαιζε μουσική και αυτοί θα χόρευαν. Ο Liam δέχτηκε και έτσι μαζί με μια χορεύτρια την Sharky, δημιουργούν τους Prodigy, πραγματοποιώντας την πρώτη τους εμφάνιση το 1990 στο Labyrinth, στο Dalton’s city. Εκεί ο Liam συνειδητοποιεί την ανάγκη για έναν MC στις εμφανίσεις τους, τον οποίο βρίσκει στο πρόσωπο του Keith Palmer γνωστού ως Maxim Reality, ο οποίος και προστίθεται στο δυναμικό του group. Την ίδια χρονιά ακολουθεί η πρόταση από την νεοσύστατη τότε XL-Recordings για συμβόλαιο και την κυκλοφορία των κομματιών τους και σε εκείνο το σημείο η Sharky εγκαταλείπει την παρέα, μην υποστηρίζοντας την ιδέα του μετασχηματισμού τους σε ένα εμπορικό group.

Το 1991 είναι σαφώς η χρονιά σταθμός στην ιστορία των Prodigy, καθώς το Φεβρουάριο κυκλοφορεί το EP “What Evil Lurks” περιλαμβάνοντας τα What evil lurks, We gonna rock, Android και Everybody in the place, κομμάτια που περιείχε και η demotape που είχαν στείλει στην XL. Το EP κυκλοφορεί σε 7000 κομμάτια, τα οποία εδώ και αρκετά χρόνια πλέον είναι συλλεκτικά. Ακουστικά, δεν είναι και ότι καλύτερο δημιούργησε ο Liam, έχουν όμως ήχο πολλά υποσχόμενο για το μέλλον του δημιουργού τους. Η έκρηξη έρχεται έξι μήνες μετά με το αμέσως επόμενο single, το θρυλικό πλέον Charlie. Το Charlie βασισμένο σε μια λούπα από μια παλιά διαφήμιση που παιζόταν στην Αγγλική τηλεόραση, ήταν επηρεασμένο από τους ήχους της techno και προκάλεσε αίσθηση όσο κανένα άλλο κομμάτι τους, αγγίζοντας την πρώτη θέση στo British Dance Chart και την τρίτη στο Pop Chart, ενώ επιπλέον συνοδεύονταν από δυο εξαιρετικά b-sides, το Your Love και το Pandemonium. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου, ότι τα singles που προηγούνταν στον κατάλογο της XL είναι το Anastasia των Τ99 και το Night in Motion των Cubic 22, κομμάτια μυθικά για την Techno σκηνή. Το περιοδικό MixMag βιάζεται να κατηγορήσει τον Liam ότι σκότωσε το Rave, δήλωση την οποία αποσύρει σύντομα με εγκωμιαστικά σχόλια για τα μετέπειτα singles.

Βρισκόμαστε πλέον στο 1992 και οι νέες κυκλοφορίες πέφτουν σα βροχή. Everybody in the Place, αγνώριστο, ανανεωμένο μαζί με νέο mix από τον Moby, ενώ στο ίδιο single υπάρχει και remix του Charlie από τον θρύλο της Techno Joey Beltram και ακολουθεί το Fire μαζί με το Jericho. Την ίδια χρονιά κάνει και την εμφάνιση του το LP “The Prodigy Experience” [1992] αποτελώντας ένα από τα πρώτα ολοκληρωμένα album που κυκλοφορεί underground dance σχήμα. Τι να πει κανείς για το Out of Space, το επικό συνοθύλευμα από breaks, στο οποίο με μαεστρία ο Liam ταίριαξε το sample από το Chase The Devil του Max Romeo “I'm gonna send him to outa space, to find another race” δημιουργώντας ένα ιστορικό dance anthem, που βοήθησε όπως επίσης και τα άλλα διαμαντάκια που έχει μέσα του αυτό το album στο να γίνει πλατινένιο.

Ο Liam δεν επαναπαύεται στιγμή και έτσι τα singles συνεχίζουν να εμφανίζονται παράλληλα με τις εμφανίσεις τους σε όλη την Ευρώπη. Μέσα στο 1993, χρονιά στην οποία κυκλοφορούν το One Love, το πρώτο single από τον επερχόμενο τους δίσκο, κάνουν και την πρώτη τους εμφάνιση τους στη χώρα μας παρουσία 2500 ατόμων, καλεσμένοι του Μιχάλη Βέρρου σε ένα καλοκαιρινό event στη Θεσσαλονίκη. Οι φήμες για εκείνο το event οργιάζουν, μιλώντας για 14 ώρες συνολικού party time. Όπως λέει ο Liam, αναγκάστηκε στην αρχή να κυκλοφορήσει το One Love σε white label χρησιμοποιώντας το διακριτικό Earthbound, (το όνομα του home studio του), γιατί η μεγάλη επιτυχία των Prodigy είχε κάνει τους underground Dj’s να αποφεύγουν τα κομμάτια του, θεωρώντας τα εμπορικά. Ακολουθεί η κυκλοφορία του single No good [start the dance], ενός αψεγάδιαστου hard dance έπους, το οποίο και έμελε να τους εκτοξεύσει στην κορυφή των dance group όλων των εποχών. Κατά την πάροδο του 1994, δεν υπήρχε σταθμός που να μην το συμπεριλαμβάνει στην playlist του ενώ το MTV είχε βρει πλέον το αγαπημένο του παιδί. Το επόμενο τους LP είναι σαφέστατα η μεγαλύτερη έκρηξη της καριέρας του group, φθάνοντας σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να γίνει χρυσό, αποτελώντας ένα από τα κορυφαία album της χρονιάς. Το “Music for the Jilted Generation” [1994] προχωράει τον ήχο τους σταθερά ένα βήμα πιο μπροστά. Βασισμένο στα beat του παρελθόντος έρχεται να προσθέσει κιθάρες και άλλα φυσικά όργανα, τα οποία έρχονται στα αυτιά μας με πρώτα και κύρια το Voodoo People το οποίο μιξάρουν επιτυχημένα οι τότε Dust (νυν Chemical) Brothers και το Poison, κομμάτια που δεν έλειψαν από καμία Dance συλλογή της περιόδου 1994 -1995. To album, γίνεται χρυσό από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του και χαρίζει στο group το Mercury Music Prize.

Το 1995 είναι σαφώς η πλέον μεταβατική χρονιά για τους Prodigy. Η εμφάνιση τους στις 27 Μαΐου στο Θέατρο Βράχων μπροστά σε 5½ χιλιάδες άτομα που τους αποθεώνουν, έμελλε να μην ολοκληρωθεί ποτέ, αφού η συναυλία διακόπηκε από κάποιους ανεγκέφαλους κρανοφόρους που πέταγαν πέτρες. Όλα αυτά σε μια Αθήνα που προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της έχοντας αφήσει πίσω της τους νόμους Παπαθεμελή και με τους Prodigy να έχουν στηρίξει σε διεθνές επίπεδο την dance σκηνή με δηλώσεις σε συνεντεύξεις, ακόμα και σε back covers κυκλοφοριών τους ενάντια στον παγκόσμιο συντηρητισμό. Οι ίδιοι πλέον κοιτάνε μπροστά, μετά από μια εκπληκτική εμφάνιση τον Ιούνιο στο Glastonbury Festival, στην οποία αποδεικνύουν ότι δεν είναι μόνο ένα ηλεκτρονικό-χορευτικό γκρουπάκι, αλλά έχουν την δυνατότητα να αναπεξέλθουν και σε μεγάλα festival με την ανάλογη εμφάνιση. Παρά το φορτισμένο πρόγραμμα εμφανίσεων ο Liam ετοιμάζει το επόμενο τους single το οποίο κυκλοφορεί το Μάρτιο του 1996. Είναι το Firestarter, το οποίο εκτοξεύεται στο νούμερο 1 των British Charts, ενώ σημειώνει μεγάλη επιτυχία και στην Αμερική. Αποφασίζουν λοιπόν να κάνουν το μεγάλο βήμα, να περάσουν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Η συνεργασία με την Maverick ξεκινάει, αρνούνται να επεκταθούν όμως στις δελεαστικές προτάσεις που τους γίνονται από καλλιτέχνες όπως ο David Bowie, οι U2 και η Madonna. Σύντομα ακολουθεί το album “The Fat Of The Land” [1997] το οποίο προχωράει για μια ακόμα φορά μπροστά τον ήχο τους και αποκόπτεται πλέον από τα breaks των δυο προηγούμενων album τους. Ο ήχος είναι αρκετά πιο βαρύς, σκοτεινός, φλερτάροντας έντονα με το rock, όπως άλλωστε και τα video clip τους με το εκρηκτικό Breath και το ακραία προκλητικό Smack my Bitch Up, το οποίο καταφέρνει εύκολα να χαρακτηριστεί ακατάλληλο από το MTV εκτοξεύοντας στα ύψη τη δημοτικότητα του, ενώ μέχρι το τέλος του 1988 το album φτάνει να έχει ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια αντίτυπα, έχοντας περάσει και από την κορυφή των US Album Charts.

Το 1999 εμφανίζονται ως headliners στην τελευταία μέρα του Rockwave στον Άγιο Κοσμά, με ένα πλήθος κόσμου να έχει έρθει για να τους δει. Ομολογουμένως ανταπέδωσαν την τιμή με μια πολύ δυνατή εμφάνιση μέσα στα στενά πλαίσια των “ευρωπαϊκών” δεδομένων διάρκειας του set τους, από την άλλη όμως επιβεβαιώθηκε το γεγονός ότι κινούνται πλέον σε μια άλλη μουσική διάσταση. Την ίδια χρονιά ο Liam κυκλοφορεί το “The Dirtchamber sessions” [1999] στο οποίο μιξάρει αγαπημένους του ήχους, δημιουργώντας ένα δυνατό trip και όχι μόνο album που αναπολεί το παρελθόν, ενώ ο Maxim κυκλοφορεί το EP “My Web”. Μέσα στο 2000 κυκλοφορεί το εξαιρετικό single του Maxim Carmen Queasy, σε συνεργασία με την Skin των Skunk Anansie, αποτελώντας προπομπό του προσωπικού του ολοκληρωμένου album “Hell's Kitchen” που ακολουθεί. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ο Leeroy Thornhill αποχωρεί, αποφασίζοντας να αφοσιωθεί στην προσωπική του καριέρα, κυκλοφορώντας παράλληλα το EP “Flightcrank”. Υποστηρίζει ότι οι Prodigy δεν χρειάζονται πλέον έναν χορευτή, αλλά δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ότι η μουσική τους δεν τον εκφράζει πια.

Το 2002 κυκλοφορούν ένα νέο single, το Baby's Got A Temper. Δεν είναι τόσο πρωτότυπο μουσικά (μέχρι και sample από το Firestarter έχει) αλλά προωθείται από ένα αμφιλεγόμενο video clip με έξυπνο concept, βασιζόμενο στα γνωστά προκλητικά πρότυπα των Prodigy, τα οποία έχουν αρχίσει πλέον να επαναλαμβάνονται επικίνδυνα. Ο Keith ξεκινάει ένα solo project βασισμένο σε μια πενταμελή μπάντα που ακούει στο όνομα Flint, στην οποία ο ίδιος κάνει τα φωνητικά και το Μάιο του 2003 κυκλοφορεί το πρώτο του single.

Εν έτει 2004 το πολύ-αναμενόμενο τέταρτο LP τους “Always Outnumbered Never Outgunned”, κάνει την εμφάνιση του βρίσκοντας μας επιφυλακτικούς. Αποτελεί σίγουρα έναν καλό δίσκο, θυμίζοντας αρκετά σε κάποια σημεία του το Fat Of The Land με το οποίο μοιράζεται κάποια σκοτεινά και υγρά trip hop ηχοτόπια αλλά και τις κιθάρες, προχωράει ως ένα βαθμό δημιουργώντας κάποιες ενδιαφέρουσες ηλεκτρονικές συνθέσεις, χωρίς όμως να σε προκαλεί να το ακούσεις ασταμάτητα άπειρες φορές, κάτι το οποίο συνέβαινε κατά κόρον στις προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα “εύκολο” album για το ευρύ κοινό και ενδεχομένως αποτελεί μια προσπάθεια του Howlett να επαναπροσδιορίσει τη θέση του group.

Ο χρόνος θα δείξει από το πως θα εκμεταλλευτούν οι ίδιοι το υλικό. Οι Prodigy έχουν πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι η ομάδα πάρτι που ήταν όταν ξεκίνησαν, παραπέμποντας σε ασταμάτητο χορό, μια αρκετά διαφοροποιημένη θέση εν σχέσει με το “σπάστα όλα και βάλε φωτιά” προκλητικό attitude των τελευταίων χρόνων. Δεν παύουν να αποτελούν αναμφισβήτητα το μακροβιότερο σχήμα της σύγχρονης dance electronica, έχοντας καταφέρει να κρατάνε σε μια στοιχειώδη ισορροπία τις επιλογές τους ανάμεσα στις underground καταβολές τους και στην mainstream κοινότητα στην οποία εδώ και χρόνια ανήκουν. Αισθάνομαι πολύ χαρούμενος που πρόλαβα να δω τον Liam να χτυπιέται χαμένος πίσω από τα synth του, παίζοντας το Out Of Space και απογειώνοντας οποιονδήποτε τον άκουγε εκείνη τη στιγμή, ακόμα και αν ήταν ήδη φανερό ότι η underground υπόσταση είχε πλέον χαθεί. Κανένας εξάλλου δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ότι αυτή ακριβώς η μετάβαση, επέτρεψε στους Prodigy να αποτελούν ένα παγκόσμιο μουσικό φαινόμενο, παραμένοντας το dance σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured