Συνέχεια από Α'Μέρος

Αντί να ακολουθήσουν τις πεπατημένες Bowie-ικες φόρμες που τους καθιέρωσαν, οι Suede προτίμησαν να αλλάξουν κατεύθυνση …η επιλογή που πρυτάνευες ήταν ο Νικ Κειβ και οι συν αυτω μελωδίες, γι' αυτό άλλωστε και το δεύτερο άλμπουμ τους Dog Man Star ήταν αρκετά πιο σκοτεινό και μελοδραματικό σε σχέση με το προηγούμενο "έξω καρδιά". Ίσως να έφταιξε κι η αποχώρηση του Butler κι ότι το μεγαλύτερο συνθετικό μέρος το επωμίστηκε πια ο Anderson, αλλά το θέμα είναι ότι δεν υπήρχε ούτε ένα ροκακι τύπου "Metal Mickey" -μόνο το "This Hollywood Life" προσεγγίζει το χαρακτηρισμό αυτό και πάλι με αρκετή περίσκεψη... Τα έγχορδα έχουν την τιμητική τους, ο Scott Walker και οι… The Band εξίσου, αλλά τα τραγούδια γι'άλλη μια φορά είναι ΑΑΑ Ποιότητας: μια ακόμη ωδή στις Μπαουικες παρακαταθήκες με το "New Generation", η μπαλάντα "The Wild Ones", άρτι αφιχθείσα θαρρείς από το Aladdin Sane και πρώτο σινγκλ για την Αμερικανική αγορά και το "Still Life", που ανοίγει εντυπωσιακά το άλμπουμ με τις (ψευδό)-ψυχεδελοσπεις μελωδίες του. Αλλά τραγούδια στοιχειώνονται από τα άτομα που είχαν εμφανιστεί και στο προηγούμενο δίσκο της μπάντας, όπως π.χ. η ανικανοποίητη από τη μεσοαστική ζωή της νοικοκυρά του Sleeping Pills που επανέρχεται στο Still Life ενώ στο "Daddy's Speeding" ένα απειλητικό θεματακι στο πιάνο και μια ρυθμική κιθάρα δημιουργούν σκοτεινές εικόνες με τον Anderson να τραγουδά για "green fields of destiny high in the sky". Ο Λόρδος Βύρωνας τραγουδά το "Heroine" (δεν αναφέρεται στην ηρωίνη, αν και πολύ θα το ήθελε ο Brett..) - ο εναρκτήριος στίχος ("She walks in beauty like the night") του ανήκει και το αδιαμφισβήτητο highlight του δίσκου είναι το Asphalt World, όπου οι αναφορές στα παραισθησιογόνα της εποχής είναι ακόμη πιο χύμα και φόρα παρτίδα: "She comes to me and I supply her with ecstasy/Sometimes we ride in a taxi to the ends of the city". Συμπερασματικά το Dog Man Star είναι κάτι σαν το White Album (κι όχι μόνο για τις αναφορές στα ναρκωτικά): είναι καλό ως διπλός δίσκος , αλλά μπορούσε κάλλιστα να βγει μονός και κανείς να μην έχει παράπονο. Μην ξεχνάμε ότι την ίδια εποχή κυκλοφόρησε ένα Parklife κι ένα What's The Story , όποτε το αντίπαλο δέος αυτή τη φορά υπήρχε κι ήταν ακόμη πιο απειλητικό…

Παρόλο που το Dog Man Star πούλησε σχεδόν όσο το ντεμπούτο, ο μουσικός Τύπος της Βρετανίας έβλεπε το τέλος της μπάντας να πλησιάζει. Ίσως και να άδραξαν την ευκαιρία, θεωρώντας σπασμωδική την αντικατάσταση ενός τόσο χαρισματικού κιθαρίστα σαν τον Butler με ένα παιδαρέλι 17 χρόνων χωρίς συστάσεις και διαπιστευτήρια, τον Richard Oakes. Ο Anderson περνά μια από τις χειρότερες φάσεις της ζωής του, βλέποντας τον πρώην συνεργάτη του να γίνεται Νο5 στη σύμπραξη του με τον David McAlmont και τον -δηλωμένο λίγες μέρες πριν ομοφυλόφιλο- Gilbert να κατηγορείται για συνέργια σε φόνο το χειμώνα. Προσλαμβάνουν τον Neil Codling στα keyboard και τον Σεπτέμβρη του 96 μετά από αρκετούς μήνες στο στούντιο κυκλοφορούν το κατά πολλούς καλύτερο άλμπουμ τους: το Coming Up ήταν ένα pop-oriented πόνημα, που διέφερε πολύ σε σχέση με τα δυο προηγούμενα και έβγαλε μια σειρά από αξιομνημόνευτα σινγκλ, "Trash", "Beautiful Ones", "Saturday Night", "Lazy" και "Filmstar", τα οποία έτυχαν θριαμβευτικής μεταχείρισης στα τσαρτς. Δεν είναι δα και λίγο να έχεις 5 Top 10 τραγούδια μέσα σε διάστημα λιγότερο του ενός έτους και μάλιστα με ένα κιθαρίστα που είχε γεννηθεί τη χρονιά του Never Mind The Bollocks. Ο δίσκος πήγε σούμπιτος στο Νο1, γεγονός που οφείλεται κυρίως σε ένα πράγμα: στην απλότητα που για πρώτη φορά χαρακτηρίζει τα τραγούδια τους. Όχι πια εκκεντρικές μελωδίες και περίτεχνα γυρίσματα, αφήνουμε πίσω τις γκλαμ φιοριτούρες και το μόνο που κρατάμε είναι η ικανότητα του Anderson να δημιουργεί μουσικές εικόνες μόνο με την δυναμική των στίχων του. Μια δυναμική που είχε πλήρη απήχηση στην κουλτούρα και τη νεολαία της εποχής που ζητούσε ηδονισμό, αισθησιασμό και καλοπέραση σε κάθε πιθανή μορφή. Παρόλο που η συμβολή των δυο νεοφερμένων είναι σημαντική, ο Βρετανικός μουσικός τύπος μάλλον ανακάλυψε ότι τελικά η κινητήριος δύναμη της μπάντας δεν ήταν ο πρώην κιθαρίστας αλλά... ο πρώην της Justine Frischmann. Δυο πράγματα κρατάμε από το Coming Up: καταρχάς ότι δείχνει μια μπάντα με τεράστια αποθέματα αυτοπεποίθησης μετά από 3 χρόνια στο κουρμπέτι και κατά δεύτερον ότι οι πόρτες της Αμερικής δεν άνοιξαν γι'άλλη μια φορά γι' αυτούς, απλούστατα γιατί δεν το επεδίωξαν και γιατί δεν τους ενδιέφερε πια ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αν τους ενδιέφερε τόσο πολύ δεν θα έκαναν μόνο 3 εμφανίσεις εκεί, έτσι δεν είναι; Δυστυχώς όμως με το Coming Up ο πήχης ανέβηκε πολύ ψηλά…

Τόσο ψηλά που δεν ήταν δυνατό να ξεπεραστεί, όσο κι αν το ταλέντο ξεχείλιζε από την πενταμελη πια ομάδα των μουσικών. Ουπς! Ποιον ξεχάσαμε μέχρι εδώ; Μα γιατί κανείς δεν παίρνει ποτέ στα σοβαρά τον ρόλο του παραγωγού; Γιατί στην προκειμένη περίπτωση η μεγάλη διάφορα στο συγκρότημα δεν φάνηκε τόσο με την αποχώρηση του Butler όσο με αυτήν του Ed Buller και των καινοτόμων ιδεών του. Και μπορεί ο Steve Osbourne να είναι ένας εξαιρετικός παραγωγός και ο άνθρωπος πίσω από κλασικά άλμπουμ των New Order και των Happy Mondays, αλλά μάλλον ο Ed ιδιοσυγκρασιακά ταίριαζε πιο πολύ στην μπάντα. Ο γραφων ποτέ δεν κατάφερε να ακούσει προσεκτικά το Coming Up Pt. 2., ουπς σορυ, το Head Music, γιατί την εποχή που βγήκε, καλοκαίρι 99, περνούσε από μια άσχημη περίοδο χωρισμού από μια μακρόχρονη κι επώδυνη σχέση (εδώ βγαίνουν τα χαρτομάντιλα), όποτε το άλμπουμ αυτό το άκουσε εκ των υστέρων και εκτιμήθηκε κάτω από άλλες συνθήκες.

Επιστροφή στις ρίζες λοιπόν και στα σκοτεινά ρεύματα των δυο πρώτων άλμπουμ. Μπορεί ο Osbourne να πρόσθεσε μερικά αφηρημένα στοιχεία ελεκτρονικα και χορευτικής μουσικής, αλλά ο δίσκος έχει τη σφραγίδα Suede στην ούγια. Επίσης, είναι ο πρώτος δίσκος στον οποίο φανερώθηκαν και οι αδυναμίες της μπάντας, είτε σε συνθετικό, είτε σε ερμηνευτικό επίπεδο. Φαντάζομαι το συγκρότημα να κάνει συσκέψεις επί συσκέψεων με θέμα τον νέο ήχο και τα τραγούδια που θα συμπεριληφθούν και τον Anderson να παίρνει το λόγο και να λέει "Γεια σας είμαι ο Brett, είμαι 31 ετών, είμαι καθαρός εδώ και 6 μήνες και δεν έχω πια ίχνος συνθετικής έμπνευσης μέσα μου". Δεν εξηγείται αλλιώς η σατανική ομοιότητα του 'He's Gone' με το 'Avalon' των Roxy Music κι ακόμη περισσότερο με το 'The Lady In Red' του Chris De Burgh ή οι ίδιες σχεδόν κιθαριστικες γραμμές του 'Everything Flows' με αυτές του 'Save A Prayer' των Duran Duran; ΟΚ, το "Electricity" είναι από τα καλύτερα σινγκλ τους, το "Can't Get Enough" θυμίζει τις παλιές καλές εποχές του άκρατου ηδονισμού και το Glitter-Band-cover του 'Elephant Man' είναι εντυπωσιακό.

Φτάνουν όμως αυτά; Γιατί όταν και πάλι όλα τα τραγούδια σου μιλάνε για σεξ, μπλα, μπλα, μπλα, τότε για ποιο λόγο ονομάζεις το άλμπουμ σου 'Head Music', αφού είναι ήλιου φαεινότερον ότι απευθύνεσαι ξανά στα κατώτερα ένστικτα των ακροατών σου; Τουλάχιστον μην τους παραμυθιαζεις και νομίζουν ότι θα ακούσουν κάτι μεταξύ Spacemen 3 και Spiritualized, με ολιγην από Jason Pierce. Εκτός πια αν από τα τόσα ναρκωτικά που έπαιρνε ο Brett ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση που μπέρδεψε σε ποιο ακριβώς κεφάλι από τα δυο απευθύνεται η μουσική του. Το μόνο που πλησιάζει κάπως τον χαρακτηρισμό "Μουσική Για το Πάνω Κεφάλι" είναι το ψυχεδελικό "Indian Springs". Καλή παραγωγή, καλές προθέσεις όμως το αποτέλεσμα μου φάνηκε σαν ξαναζεσταμένο φαγητό... Και μάλιστα από την ίδια σου την γυναίκα, ούτε καν από τη γκόμενα σου…

Ενδίδοντας στις πιέσεις τους φαν κλαμπ τους να κάνουν μια συναυλία με τα B-sides τους μόνο ως set list, oι Suede κυκλοφορούν το διπλό, περιττό, αλλά απαραίτητο-σε-κάθε-συγκρότημα-που-σέβεται-τον-εαυτό-του-και-το-κοινό-του Sci-fi Lullabies τον Oκτώβριο του 2000. Στο πρώτο cd ξεχωρίζουν τα Where The Pigs Don't Fly, όπου κι αποκαλύπτεται σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια η γκάμα των Μποουικων μανιερισμών του Anderson, το The Big Time, μια επική μπαλάντα απ'αυτές που μόνο οι Suede ξέρουν να φτιάχνουν και το High Rising με τον υπνωτικό Μασιβατακ-ικο ρυθμό του. Τα Every Monday Morning και το This Time είναι τα καλύτερα b-side του δεύτερου cd, πραγματικά ροκ διαμαντάκια της πρώτης περιόδου της μπάντας. Τραγούδια όπως τα Europe Is Our Playground και My Dark Star -άντε και το Duchess- θα μπορούσαν άνετα να είχαν συμπεριληφθεί ως a-sides ή double a-side . Ανέκαθεν όμως οι Suede, όπως κάθε αυτοκαταστροφική και ηδονιστική μπάντα, ήταν υπέρμαχοι της ποσότητας κι όχι της ποιότητας…

Το περσινό A New Morning ήταν μια σαφώς βελτιωμένη προσπάθεια σε σχέση με τον προκάτοχο του, αλλά και πάλι τα στανταρντς της ίδιας της μπάντας δεν κατάφεραν να το απογειώσουν σε επίπεδα ανάλογα των τριών πρώτων Lp. Στα πλην και η διαφαινόμενη αδιαφορία του κοινού προς το συγκρότημα, δείγμα ότι ίσως και οι οπαδοί να έχουν βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια (η ίδια χροιά στη φωνή, ίδια αισθητική, ίδιοι στίχοι πάνω κάτω…). Αν το δούμε λοιπόν τραγούδι προς τραγούδι, φαίνεται ότι ο νέος παραγωγός Stephen Street (δεν κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στα συγκροτήματα στα οποία έχει κάνει παραγωγή ο εν λόγω κύριος, τα έργα κι οι ημέρες του είναι γνωστά) έχει βάλει για ακόμη μια φορά το μαγικό του ραβδάκι, αν και τηρούμενων προηγούμενων αναλογιών η Μούσα μοιάζει ώρες ώρες να έχει εγκαταλείψει τους Λονδρέζους. Το "Positivity" συνεχίζει την παράδοση των πολύ καλών πρώτων σινγκλ, το 'The Asphalt World' ρίχνει τη βαριά μουσική σκιά του στο 'Astrogirl', το 'When The Rain Falls' έχει την ίδια πένθιμη ποιότητα με αυτή του 'The Big Time', το 'Lonely Girls' θα μπορούσε να υπάρχει στο 'Dog Man Star', όπως και αντίστοιχα το 'Beautiful Loser' ως b-side στο σινγκλ του 'Metal Mickey' ενώ το 'Street Life' έχει μέσα του μεγαλύτερη δόση θρασύτητας απ' όση όλα τα τραγούδια των Libertines μαζί. Όλα εν ολίγοις θυμίζουν έντονα το παρελθόν. Το A New Morning μπορεί να μην αποτελεί αυτό το πολυπόθητο "ένα βήμα εμπρός" για την μπάντα, ούτε να ρισκάρει τον ήχο και την εικόνα τους απέναντι στο κοινό τους αλλά τουλάχιστον είναι ένα αξιοπρεπές Suede άλμπουμ με μερικά αξιόλογα κομμάτια που μελλοντικά θα συμπεριληφθούν σε ένα best of.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured