Υπήρξε κάποια στιγμή εκεί μέσα στα αγαπημένα, god bless 'em, 90's όταν κάποιοι ανήσυχοι μουσικόφιλοι βαρέθηκαν να περιμένουν πότε θα επιστρέψει από τον "τάφο" ο Brian Wilson. Μπορεί βέβαια να πίστεψαν κάποιοι στην νεκρανάσταση του μεγάλου των μεγάλων μουσικών του αιώνα μας, όταν το 1995 βγήκε ύστερα από μεγάλη προσμονή το "Orange Crate Art", η τότε συνεργασία του με τον έτερο σπουδαίο Van Dyke Parks, όμως ακόμα και αυτό, όσο κομψοτέχνημα και να το θεωρώ προσωπικά, δεν ήταν ικανό να πείσει αυτούς που είχαν πραγματικά "λιώσει" τις δουλειές του Wilson της χρυσής περιόδου 1966 - 1970, ότι θα υπάρξει μία αναγέννηση του ήχου, της κομψότητας και της φινέτσας της εγκεφαλικής μελωδικής pop που λάτρεψαν.

Ο Sean O'Hagan ήταν ένας από αυτούς. Ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του Brian Wilson, Ιρλανδός στην καταγωγή, κάτοικος της επαρχιακής κωμόπολης του Cork, ύστερα από την κοινή πορεία του μέσα στα 80's με τον Cathal Coughlan ως Microdisney (κάντε στον εαυτό σας την χάρη και τσεκάρετε το αριστουργηματικό ντεμπούτο τους με τίτλο "Everybody Is Fantastic" του 1983) αποφάσισε εκεί στις αρχές των 90's, ότι αν το ίνδαλμά του δεν είναι ικανό, για πολλούς και διάφορους λόγους, να μεταδώσει πλέον την αισθητική και ευαισθησία του, τότε θα έπρεπε κάποιος άλλος, ως άλλος διάκονος, να εκτελέσει πιστά το έργο του. Αλλά και να το μεταφέρει στην σύγχρονη πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας προς το συμφέρον της μουσικής, τις νέες συνισταμένες που προσφέρουν τα νέα μέσα της τεχνολογίας αλλά και τα νέα μουσικά ρεύματα, ιδιαίτερα αυτά της ηλεκτρονικής μουσικής και τελικά διεκδικώντας το δικό κομμάτι από την πίττα που λέγεται πρωτοτυπία.

Όσο και αν δεν το παραδέχεται στην πραγματικότητα o φίλτατος Ο'Hagan, ίσως και να μην είναι ακριβώς έτσι άλλωστε, όταν το 1992 κυκλοφόρησε το πρώτο album των The High Llamas, η υποδοχή από την μουσική κοινή γνώμη, ειδικά από τα βρετανικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής ήταν αναμενόμενη. H ταμπέλα "retro obsessive" έμελλε να του κολλήσει και να παραμείνει εώς και σήμερα, όταν η V2 έχει φτάσει στο σημείο να εκτιμήσει την προσφορά και την πορεία των The High Llamas, και να βγάλει στην αγορά ένα διπλό cd, με τον απλούστατο τίτλο "Retrospective, Rarities and Instrumentals".

Αυτό που πάντα με ενθουσιάζει όταν φτάνω στο σημείο να επαναεκτιμώ τις παλαιότερες κυκλοφορίες μίας αγαπημένης μπάντας με την ευκαιρία μίας "best of…" συλλογής όπως, καλή ώρα, τώρα, είναι το γεγονός ότι σχεδόν πάντα βρίσκω κάτι καινούργιο που μου είχε διαφύγει. Στην περίπτωση των The High Llamas συνέβη κάτι διαφορετικό. Απλά ακούγοντας μετά από πολύ καιρό back2back τα πέντε βασικά albums συν το "Lollo Rosso" του 1998, τα οποία καλύπτει η συλλογή, τις επιλογές της καθώς και το δεύτερο καταπληκτικό cd με τα, η χαρά του φανατικού ακροατή, rarities και instrumentals, επιβεβαίωσα και δικαιολόγησα την εμμονή του Sean O'Hagan να υποστηρίζει ότι δεν είναι απλά ένας "retro obsessive" αλλά κάποιος που θέλει να φέρει κοντά και να παντρέψει την μελωδία των late 60's με τον σύγχρονο ηλεκτρονικό ήχο. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μία παλαιότερη συνέντευξή του στο περιοδικό Magnet με θράσος υποστήριξε ότι "Η μουσική είναι πάρα πολύ κυνική αυτή τη στιγμή. Αυτό που προσπαθώ να πω τόσα χρόνια είναι ότι η μελωδική μουσική και η ηλεκτρονική μουσική μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν".

Στο ντεμπούτο βέβαια των The High Llamas, το "Santa Barbara", δεν έγινε εμφανής αυτός ο σκοπός του O'Hagan. Ύστερα από δύο πολύ σπάνια πλέον solo EPs, που ηχογράφησε o Sean O'Hagan ως High Llamas, για το "Santa Barbara" δημιουργήθηκε ο βασικός κορμός της μπάντας που έμελλε να διατηρηθεί έως και τις μέρες μας, με τους Jon Fell, Marcus Holdaway και Rob Allum να συμπληρώνουν το παζλ. To ντεμπούτο είναι και το πιο κιθαριστικό album που ηχογράφησαν οι The High Llamas, με τα δύο τραγούδια που συμπεριλαμβάνονται στην συλλογή, τα "Apricots" και "Holland" να είναι πραγματικά τα πιο αντιπροσωπευτικά. Οι XTC αντηχούν από παντού, αν και αυτό που φάνηκε να ξεχωρίζει είναι η αγάπη της μπάντας για τις απλές μελωδίες των Beatles και των Byrds. Ίσως και να έπρεπε βέβαια να υπήρχε χώρος στη συλλογή για το επίσης αγαπημένο "Period Music" με τον χαρακτηριστικό, υπερβολικό στίχο - παρωδία "There hasn't been a tune since the Beatles went weird", μόνο και μόνο διότι ως δήλωση σημαίνει πολλά.

Η συνέχεια ακολούθησε το 1995 όταν με το "Gideon Gaye", οι The High Llamas κέρδισαν δίκαια μία σεβάσμια θέση στη συνείδηση των μουσικόφιλων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι αγαπημένοι του John Peel πλέον, βρέθηκαν να ηχογραφούν το μικρό τους αριστούργημα, με τις 13 συνθέσεις που περιέχονται να κυλούν άνετα και φινετσάτα, απογειώνοντας την απαλή και ξεχωριστή φωνή του O'Hagan. Πρέπει κάποιος να προσπαθήσει πάρα πολύ, ή να είναι απίστευτα κυνικός για να μην ενθουσιαστεί με τις ονειρώδεις μελωδίες των "Checking In, Checking Out", "The Goat Looks On" και "The Dutchman", που περιέχονται στην συλλογή, ενώ εάν πάμε παραπέρα αξίζει να ακούσετε το 14λεπτο όργιο που είναι το "Track Goes By". Η cool jazz της Δυτικής ακτής συνάντησε την βρετανική pop παράδοση, ο Brian Wilson και οι Steely Dan πιάστηκαν χεράκι χεράκι με τους Kinks και το ταξίδι συνεχίζεται έως και σήμερα αφού το "Gideon Gaye" ακούγεται φρεσκότατο 8 χρόνια ύστερα από την ημέρα της κυκλοφορίας του.

Το "Hawaii" του 1996, υπήρξε το πιο μεγαλεπίβολο έργο και δισκογραφικό όραμα του Sean O'Hagan. Με πάνω από 114 λεπτά διάρκεια, το "Hawaii" με τα 29 tracks, τέσσερα από αυτά περιέχονται στην συλλογή, ("Nomads", "Literature Is Fluff", "Sparkle Up", "Ill-Fitting Suits") με πολλά βέβαια από αυτά να είναι μικρά instrumentals, είναι από αυτά τα δισκάκια που δεν χορταίνεις να τα ακούς ολόκληρα. Αν όμως προσπαθήσεις να το ακούσεις αποσπασματικά ή με διακοπές στην ακρόαση, τότε οι αδυναμίες του γίνονται εμφανείς. Η παραγωγή είναι όμως πολύ προσεγμένη, η ενορχήστρωση μαγευτική, διευκολύνοντας τα keyboards, τα βιολιά, τις κιθάρες, τα κρουστά και τα πολλά πνευστά να συνδυαλέγονται, και να συνθέτουν ένα σύνολο πάνω στο οποίο ο Ο'Hagan προσθέτει τα για άλλη μία φορά εξαιρετικά φωνητικά, και τους αλλόκοτους στίχους του. Κύρια επίσης χαρακτηριστικά του "Hawaii" είναι ότι αυτή τη φορά η χρήση των ηλεκτρονικών στοιχείων γίνεται ακόμα πολύ πιο φανερή (επηρεασμένος ο Ο'Hagan από τις συνεργασίες του με τους Stereolab), ενώ δίπλα στις υπόλοιπες γνωστές επηρροές των 60's, o πρωταγωνιστικός ρόλος που παίρνει το banjo ως όργανο, φανερώνει την αγάπη του Sean για τον Ennio Morricone.

Το "Cold and Bouncy" του 1998, πολλοί το χρεώνουν ως αποτέλεσμα της συνεργασίας του drummer των Stereolab, Andy Ramsay, με τον Sean O'Hagan. O Ramsay υποκλίθηκε μεν στην συγγραφική ικανότητα και ενορχηστρωτική ευχέρια του ηγέτη των The High Llamas, και στις ικανότητες των υπολοίπων μουσικών, όμως πρόσθεσε και πέρασε σε πρωταγωνιστικό ρόλο τα ηλεκτρονικά στοιχεία εκείνα που κάνουν το "Cold and Bouncy" να ακούγεται ίσως η πιο πρωτότυπη δουλειά της μπάντας. Τα "Three Point Scrabble", "Glide Time" και "The Sun Beats Down" που επιλέχθηκαν να αντιπροσωπεύουν το album στην συλλογή, είναι χαρακτηριστικά μίας ιδέας που πέτυχε, αφού μεσα από το "Cold and Bouncy" έγινε δυνατή η σύνδεση μεταξύ της ζεστασιάς των συνθέσεων και των μελωδικών στιγμών των πολυαγαπημένων 60's και ιδιαίτερα της "Smile" εποχής του Brian Wilson, με την ηλεκτρονική πρωτοπορία των mid 90's.

Με το "Lollo Rosso" που κυκλοφόρησε ελάχιστο καιρό αργότερα, επιβεβαιώθηκε η τάση αυτή του Sean O'Hagan προς τον ηλεκτρονικό πειραματισμό, αφού παρέδωσε στα χέρια πρωτοπόρων του είδους όπως οι Mouse On Mars, Cornelius, Schneider TM και Jim O'Rourke, ορισμένα tracks των sessions του "Cold and Bouncy", τα οποία τα περιποιήθηκαν με τον ιδιαίτερο τρόπο τους.

Το 1999 έφερε και το πέμπτο album των The High Llamas, το -συγκριτικά με τις προηγούμενες δουλειές τους- πιο προσιτό αλλά και ταυτόχρονα πιο φτωχό, "Snowbug". Συνεχίζει βέβαια από εκεί που έμεινε το "Cold and Bouncy" αλλά ενώ έως τώρα η πορεία της μπάντας προχωρούσε μπροστά, εδώ είχαμε μία σταθεροποίηση στα γνώριμα ή ακόμα και επιστροφή σε πιο συντηρητικές φόρμες. Παρ'όλα αυτά, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό από την τέλεια έως και στην λεπτομέρεια παραγωγή, ο Sean O'Hagan προσπάθησε για άλλη μία φορά να ηχογραφήσει όσο το δυνατόν πιο φινετσάτα τα δεκάδες όργανα και τα πολλά φωνητικά που είχε στην ευκαίρια του, έχοντας μαζί του και την βοήθεια του Jim O'Rourke αλλά και της Mary Hansen.

Αποσπασματικά τα τέσσερα ("Bach Ze", "Harpers Romo", "Triads", "Green Coaster"), πραγματικά τα καλύτερα του album, κομμάτια που περιέχονται στην συλλογή λάμπουν (λείπει βέβαια το επίσης εξαιρετικό "American Scene"), και ο ακροατής που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το υλικό, ίσως και να επηρεαστεί και να θεωρήσει το "Snowbug" την καλύτερη δουλειά της μπάντας. Στο σύνολο όμως, το album χάνει πολύ, αφού ούτε από τα χαρακτηριστικά concepts των προηγούμενων albums των The High Llamas διαθέτει, ούτε όμως και την σπιρτάδα του "Cold and Bouncy".

Με το δεύτερο cd της συλλογής, ολοκληρώνεται η εικόνα ενός group, αφού όπως ομολογεί και ο ίδιος ο Sean O'Hagan στα linear notes, τα κομμάτια αυτά είναι πιο κοντά στο πραγματικό μουσικό mindset της μπάντας την εκάστοτε χρονική στιγμή. Δεκαπέντε ακυκλοφόρητα tracks, b-sides και instrumentals, από τα οποία, αν ξεχωρίζαμε κάποια και υποστηρίζαμε ότι το "It Might As Well Be Dumbo" είναι από τα πιο γλυκά και σπουδαία τραγούδια που ηχογράφησαν οι The High Llamas, ή ότι το "In The Yacht" είναι από τα πιο συναρπαστικά και πρωτότυπα instrumentals που θα ακούσετε από βρετανική μπάντα, θα μπορούσαμε να σας πείσουμε για την ποιότητα και την αξία του δεύτερου αυτού μέρους της συλλογής; Πιστεύω πως ναι.

Και κάτι άλλο για το τέλος, χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την συλλογή που παρουσιάζουμε, αλλά απλά γιατί θέλω να το καταθέσω ως υπεύθυνη δήλωση προς τους άπιστους: "Το καλύτερο support act που έχω παρακολουθήσει έως τώρα ήταν οι The High Llamas στην βρετανική περιοδεία των Super Furry Animals το 1999"! Ε, ήθελα κάποια στιγμή να καταγραφεί και αυτό...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured