Εσείς τι κάνατε όταν ήσαστε 12 χρονών; Μήπως ηχογραφούσατε τα πρώτα σας τραγούδια σε ένα κασετόφωνο της πλάκας και πηγαίνατε να τα πουλήσετε σε υπαίθρια παζάρια; Μάλλον απίθανο. Για τον Conor Oberst, δεν ήταν και τόσο απίθανο. Στα 10 του χρόνια έπαιζε κιθάρα, στα 12 έγραφε τραγούδια. Στα 22 που βρίσκετα τώρα (έτος 2002) έχει στο ενεργητικό του συμμετοχή σε τρεις μπάντες δικές τους (Commander Venus, Bright Eyes, Desaparecidos) και ουκ ολίγες κυκλοφορίες, προσβάσιμες και μη. Με αφορμή την τρίτη επίσημη LP κυκλοφορία των Bright Eyes (Lifted or The Story Is in the Soil, Keep Your Ear to the Ground), το avopolis παρουσιάζει ένα άρθρο-αφιέρωμα στο παιδί-θαύμα της indie-rock παγκόσμιας κοινότητας.

Ο Conor κατάγεται από την Omaha της Νebraska των H.Π.Α. Όπως είπαμε, ξεκίνησε την ανεπίσημη δισκογραφία στα 12 του χρόνια ενώ μερικά χρόνια αργότερα σχημάτισε την πρώτη του μπάντα (Commander Venus) και κυκλοφόρησε δύο LP! Tα αναζητήσαμε αλλά οι έρευνες απέβηκαν άκαρπες. Εντούτοις θα παραμείνουμε στο υλικό το οποίο έχουμε στα χέρια μας και ακούμε εδώ και μερικά χρόνια και όπως θα έχετε καταλάβει μας έχει συγκλονίσει. Η διάλυση των Commander Venus, άφησε τον Conor μόνο του να γράφει τραγούδια. Είναι το μοναδικό σταθερό μέλος των διάσημων πλέον Βright Eyes και γι’αυτό το λόγο δε θα αναφερθούμε στα κατά καιρούς διαφορετικά μέλη της μπάντας. Την περίοδο λοιπόν 1995-1997, ο Oberst έγραψε περίπου 70 τραγούδια. 20 από αυτά επιλέχτηκαν και κυκλοφόρησαν πριν δύο χρόνια ως “A Collection of Songs Written and Recorded 1995-1997” από την Saddle-Creek. Tα τραγούδια του συγκεκριμένου δίσκου προδίδουν την ερασιτεχνικότητα αλλά και την αμηχανία του Oberst στην επικείμενη ένταξη του στη οικογένεια της δισκογραφίας, αλλά ακούγονται αρκετά ευχάριστα κυρίως από τους φανατικούς της μπάντας.

Mερικά από αυτά τα τραγούδια είχαν συμπεριληφθεί στην κασέτα του Oberst ονόματι “The Soundtrack of my Movie” την οποία κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα, και επίσης δεν βρήκαμε πουθενά. Αντίθετα, στα 1998, ο πρώτος επίσημος δίσκος “Letting Off the Happiness” κυκλοφόρησε και έκαψε καρδιές. Ο Conor τότε ήταν 18 χρονών και η ωριμότητα των τραγουδιών σε συνδυασμό με την παραγωγή έδωσαν το πρώτο πραγματικό δείγμα ευφυϊας στο μουσικό κόσμο. Στο συγκεκριμένο δίσκο γνωρίζουμε για πρώτη φορά την ιδιαιτερότητα του Oberst στο να διηγήται πλαστές ιστορίες με την πειθώ μιας αυτοβιογραφίας. Στο “Padraic my Prince” λέει “I had a brother once/He drowned in a bathtub before he ever learned how to talk." H μητέρα του ακούει τα κλάματα αλλά δεν προλαβαίνει και το νερό γεμίζει τα παιδικά πνευμόνια. Η ακουστική κιθάρα έχει τον πρώτο λόγο, αλλά όπως είπε ο Oberst σε μετέπειτα συνέντευξη, τα φωνητικά και ο στίχος είναι αυτά που μετρούν πραγματικά σε όλα του τα τραγούδια. Δεν διαφωνούμε. Χωρίς τις θλιμμένες κραυγές του και χωρίς τα ευφυιολογήματα που χρησιμοποιεί θα ήταν ένας ακόμα Αμερικάνος τραγουδοποιός.

Tις ιστορίες του, ο Oberst τις αντλεί από εμπειρίες, είτε δικές του είτε πιο συχνά από άλλους. Όπως έχει πει του είναι αρκετά δύσκολο να γράψει κάτι απόλυτα εύθυμο διότι δεν βρίσκει το νόημα σε αυτά τα συναίσθηματα. Όλες οι ιστορίες έχουν και από τις δύο άκρες των αισθημάτων αλλά δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος επιλέγει να διηγηθεί τις πιο καταθλιπτικές. Ο τόπος που μεγάλωσε ο Oberst έχει με τη σειρά του και αυτός σημαντικό μερίδιο στην ψυχοσύνθεση του. Η Omaha είναι μία μικρή πόλη χωρίς ουρανοξύστες, χωρίς τον αμέτρητο και απρόσωπο κόσμο που διαρκώς γεμίζει τους δρόμους της. Ζώντας σε πιο αργούς ρυθμούς από αυτούς που θα χρειαζόταν να επιβάλλει είτε στο Chicago είτε στη Νέα Υόρκη, ο Oberst έχει περισσότερο χρόνο να σκεφτεί αυτά που τον προβληματίζουν αλλά και να στεναχωρηθεί περισσότερο. Το “Letting off the Happiness” διαδόθηκε στους indie κύκλους της Αμερικής αρκετά γρήγορα. Μέχρι να φτάσει ως εκεί που μπορούσε, ο Oberst είχε ηχογραφήσει το E.P. “Every Day and Every Night” στα 1999 και εκεί έγινε το ξέσπασμα.

To “Every Day and Every Night” με πέντε τραγούδια στη σύνθεση του είναι αριστουργηματικό. Και τα πέντε τραγούδια μπορούν να συμπεριληφθούν σε ένα ανεπίσημο best-of των Bright Eyes και αυτό ήταν που τράβηξε την προσοχή του Aidan Moffat των Arab Strap. Αυτός πήρε τους Bright Eyes για support στην Αμερικάνικη αλλά και Βρεττανική περιοδία της μπάντας του και διέδιδε παντού ότι είναι η καλύτερη σύγχρονη μπάντα που υπάρχει. Ο ενθουσιασμός του Moffat ήταν μεγάλος και δικαιολογημένα. Τα “Line allows progress, cirkle does not”, “A Perfect Sonnet”, “On my way to work”, “A new arrangement” και “Neely O’Hara” συγκεντρώνουν όλα τα αγαπημένα στοιχεία του τραγουδοποιού που τον έκαναν διάσημο. Λυρισμός, παντοδύναμοι στίχοι, εξαιρετικά ξεσπάσματα και μελωδίες ανέλπιστες για το χώρο indie-rock έκαναν τον Oberst σταρ στα περιορισμένα indie κυκλώματα.

To “A Perfect Sonnet” είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχει γράψει ο Oberst. “I believe that lovers should be tied together and thrown into the ocean in the worst of weather and left there to drown, left there to drown, in their innocence”. O Oberst εξιδανικεύει τον απόλυτο έρωτα αλλά διαχωρίζει εαυτό του καταριώντας τον στην απόλυτη αποτυχία. Στο ίδιο τραγούδι, άρρηκτα συνδεδεμένος με τον έρωτα είναι και ο θάνατος. “…but as for me i'm coming to the final chapter, I read all of the pages and there is still no answer only all that was before i know must soon come after…” συνεχίζει και αναρωτιέται γιατί ο θάνατος έρχεται τόσο σύντομα και ξαφνικά. Είναι πολύ μικρός ο Oberst για να τον θεωρήσουν κάποιοι, ποιητή και φιλόσοφο, λένε ορισμένοι. Στην περίπτωση που γίνει αυτό, θα πουν κάποιοι άλλοι ότι όλα τα φιλοσοφικά αξιώματα και όλες οι θεωρίες έχουν παγιωθεί και σταθεροποιηθεί σε μία κατάσταση που αφού οι παλαιότεροι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από αυτή, πως θα τα καταφέρει ένα κωλόπαιδο από την Omaha. Ποιός ξέρει. Τουλάχιστον ο Oberst βγαίνει και τα λέει, με περίβλημα μαγευτικό και πανέξυπνο.

Η πλήρης καταξίωση του, η παγκόσμια μουσική αποδοχή και η στέψη της indie βασιλικής περιβολής έγινε στα 2000 με το “Fevers and Mirrors”. Η θλίψη και ο βασανισμός (εσωτερικός ή μη) είναι η κύρια έμπνευση και εδώ. Έχει αποδειχτεί άλλωστε πως τα συγκεκριμένα σκοτεινά και φυσικά καθόλου σπάνια συναίσθηματα είναι τόσο απαραίτητα για κάθε λογής δημιουργία, που στον Oberst θεσπίζεται εκ νέου ο κανόνας. Για ακόμη μία φορά, στο “Fevers and mirrors” ο Οberst παίζει με τις λέξεις και τις ιστορίες. Καθρέπτες, πυρετός, τιάρες, ράβδοι, ημερολόγια, μπανιέρες, πνιγμοί και πολλά άλλα διατρέχουν όλο το δίσκο, καθιστώντας τον ως μία ενιαία δημιουργία που αγγίζει αριστουργηματικά επίπεδα. Στο “A Calendar Hung Itself”, ο πόνος της ζήλειας και της αιώνιας αγάπης ξεχυλλίζει από τον φρενήρη ρυθμό και τις σπαραχτικές κραυγές.

Στο “A Spindle, A Darkness, A Fever, And a Necklace” παρόμοιο συναίσθημα προκαλείται από την χαμηλή συχνότητα των οργάνων και τις φωνές ενός παιδιού που διαβάζει. “Something Vague”, “The Center of the world”, “A Scale, A Mirror And Those Indifferent Clocks”, “The Movement of a hand”, “Arienette”, “Sunrise Sunset” και φυσικά το “Haligh, Haligh, A Lie, Haligh” είναι όλα τόσο ώριμα και ικανοποιητικά που ανατριχιάζουν τον ακροατή. Ως σφραγίδα στο δίσκο προστίθεται το “An Attempt to tip the Scales” , στου οποίου το δεύτερο μισό ακούμε μία ψεύτικη συνέντευξη του Oberst από κάποιον ραδιοφωνικό παραγωγό και μαθαίνουμε κάποια πράγματα για τα τραγούδια του δίσκου όσο και για τον ίδιο τον Oberst. «Τι συμβαίνει με την Arienette; Που κολλάει σε όλα αυτα; -Θα προτιμούσα να μη μιλήσω γι’αυτή σε περίπτωση που ακούει. – Συγγνώμη. Νόμιζα ότι δεν ήταν πραγματικό πρόσωπο. – Δεν είναι, την επινόησα. –Δηλαδή δεν είναι πραγματική; - Τόσο πραγματική όσο εσύ και εγώ». Αντιλαμβάνεστε ότι μέσα στην ίδια πλαστή συνέντευξη πραγματεύονται το αληθινό και το ψεύτικο με μοναδικό σκοπό να δοθεί στον ακροατή η ευκαιρία να διαπιστώσει ότι μικρή σημασία έχουν όλα αυτά σε σχέση με την «μεγαλύτερη εικόνα».

Aυτή όμως η «Μεγάλη Εικόνα» δεν είναι στην περίπτωση του Conor Oberst παρά μία μικροκοσμική ουτοπία. Οτιδήποτε και να υποθέσουμε για τις προθέσεις του μπορεί να κάνουμε λάθος και η αναζήτηση των κινήτρων και των ευκαιριών για τις οποίες πάσχιζει ο Oberst είναι ακόμα λίγο άσκοπη. Σε μία Αμερική που λατρεύονται hip-hop σπασμωδικές επιτυχίες, nu-metal αηδίες και mainstream boy-girl-bands, μία μουσική περσόνα σαν αυτή του Oberst είναι καταδικασμένη στην αφάνεια. Πέρα από τούτο, ορισμένες κινήσεις του, επιπλέον εξοργίζουν τους συμπατριώτες του (βλ. Desaparecidos) και η κατάσταση γίνεται κυριολεκτικά χαώδης. Το συγκεκριμένο κοινωνικό πρόβλημα όμως δεν εξαντλείται μόνο στην Αμερική. Κινούμενοι και πιο ανατολικά μέχρι και τη χώρα μας, αφανείς ήρωες πασχίζουν για μία υποτυπώδη αναγνώριση που δυστυχώς δε τη λαμβάνουν ίσως και ποτέ.

Την ίδια χρονιά με το “Fevers & Mirrors”, μερικούς μήνες μετά κυκλοφορεί το “Oh Holy Fools: The Music of Son, Ambulance & Bright Eyes” ένα split-EP με τέσσερα τραγούδια του Conor και τέσσερα του Joe Knapp (a.k.a. Son, Ambulance). Εκτός του ότι τα τέσσερα αυτά καινούργια τραγούδια διατηρούν πολύ υψηλά το επίπεδο που έχουμε ήδη συνηθίσει, η συγκεκριμένη κυκλοφορία μας γνωρίζει έναν έτερο τραγουδοποιό εξ Αμερικής, που πλέον συμπαθούμε ιδιαίτερα. Τα τραγούδια του “Oh Holy Fools…” θα κυκλοφορήσουν ένα χρόνο αργότερα με δύο επιπλέον προσθήκες στο E.P. “Don't Be Afraid Of Turning The Page”. Στο σύνολο του και αυτό το extended play δισκάκι είναι επικό. Έξι τραγούδια μεγαλειώδους εμπνεύσεως προστίθενται στον ήδη μακρύ κατάλογο των «αγαπημένων». Και η συνέχεια είναι ακόμη καλύτερη.

Φέτος στα μέσα της χρονιάς, όπως σας παρουσιάσαμε και από το avopolis, το E.P. με τίτλο “There Is No Beginning To The Story” μας επανέφερε στις αγκάλες του Oberst με 3 μαγικά τραγούδια συν το γεγονός ότι το “Loose Leaves” το οποίο περιέχεται εδώ είναι ό,τι πιο χαρούμενο και rock’n’roll έχει γράψει ποτέ ο τραγουδοποιός. Χρόνο με το χρόνο, η ικανότητα του Oberst στη συγγραφή και σύνθεση πραγματικά ανθίζει και μοσχοβολάει. Μερικούς μήνες μετά και φτάνοντας στην παρούσα περίοδο, το “ Lifted or The Story Is in the Soil, Keep Your Ear to the Ground” κάνει την εμφάνιση του σε μία τρέχουσα δισκογραφία η οποία έχει να επιδείξει κορυφαία ποιότητα έως τώρα (Tom Waits, Lambchop, Flaming Lips, Low, Death In Vegas κ.α.). Οι κριτικές οργιάζουν. Αριστούργημα το θεωρούν μερικοί, κουραστικό κάποιοι άλλοι οι οποίοι είχαν την απαίτηση και την προσδοκία από τον Oberst να αλλάξει την μαγεμένη συνταγή του, την οποία δεν βαρεθήκαμε ακόμα και θα αργήσουμε πολύ τελικά να το κάνουμε. Όπως λέει και ο Aidan Moffat, «Οι Bright Eyes έχουν τέσσερεις δίσκους και 3 E.P. Αγοράστε Τά».

Δισκογραφία:

LP:
A Collection of Songs Written and Recorded 1995-1997 (Saddle Creek)
Letting off the Happiness (Saddle Creek)
Fevers And Mirrors (Saddle Creek)
Lifted or The Story Is in the Soil, Keep Your Ear to the Ground

EP:
Every Day and Every Night (Saddle Creek)
Don't Be Afraid Of Turning The Page (Saddle Creek)
There Is No Beginning To The Story (Saddle Creek)
Και αρκετά split-ep με διάφορους καλλιτέχνες (Son, Ambulance, Squadcar κλπ)

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured