Ο Mats Eilertsen ανήκει στη φουρνιά εκείνων των Σκανδιναβών μουσικών που βρίσκονται τώρα λίγο-πολύ στα 40 (ο ίδιος είναι 44 ετών) και εκπροσωπούν ένα ελλειπτικό, μινιμαλιστικής λογικής σύμπαν, που κίνησε από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή τζαζ, τον δημιουργικό αυτοσχεδιασμό και τον ήχο της ECM για να αναζητήσει νέους δρόμους έκφρασης. 

Είτε λοιπόν ως μουσικός (δείτε π.χ. τις συνεργασίες με Tord Gustavsen και Mathias Eick), είτε ως σόλο καλλιτέχνης, ο Νορβηγός κοντραμπασίστας είναι ήδη όνομα αναφοράς –έχει άλλωστε 15 χρόνια προσωπικής δισκογραφίας πίσω του. Και το Reveries And Revelations είναι το 2ο του άλμπουμ για το 2019, καθώς έχει ήδη προηγηθεί το And Then Comes The Night, μια συνεργασία με τον συμπατριώτη Thomas Strønen και τον Ολλανδό πιανίστα Harmen Fraanje για την ECM. Εδώ, όμως, δισκογραφική είναι η Hubro κάτι που μας προδιαθέτει (σωστά) για διαδρομές λιγότερο διακριτικές, με (δυνητικά) μεγαλύτερη παλέτα εξερευνήσεων. 

Την παλέτα αυτή ο Eilertsen την αξιοποιεί, αν κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα. Ίσως όχι τόσο όσο θα μπορούσε, ίσως όχι τόσο ώστε να απομακρυνθεί από ανάλογα πράγματα που έχει παρουσιάσει και στο παρελθόν για λογαριασμό της Hubro. Πάντως τον βρίσκουμε στα δυνατά του, να παίζει το κοντραμπάσο του με δεινότητα μα συνάμα και ταπεινότητα –πουθενά δεν τον πιάνεις να κάνει ανούσιες επιδείξεις τεχνικής– δένοντάς το με τα όσα άλλα κομίζει ο ίδιος ή οι φίλοι που έρχονται να συμπράξουν. Ορισμένες μάλιστα από τις συνεργασίες του δίσκου είναι ιδιαίτερα ηχηρές για το είδος για το οποίο μιλάμε, καθώς εντοπίζουμε λ.χ. εδώ την κιθάρα του Eivind Aarset, αλλά και την τρομπέτα του Arve Henriksen.

Είναι δύσκολο να καταλάβεις πού τελειώνει η (όποια) συνθετική προετοιμασία και πού ξεκινά ο αυτοσχεδιασμός ακούγοντας το Reveries And Revelations, όμως δεν έχει και τόση σημασία. Πιο σημαντική είναι η ροή που διαθέτει το αποτέλεσμα και η σφιχτή αισθητική ενότητα που το διακρίνει, ορίζοντάς το ως έργο το οποίο στέκεται στο μεσοδιάστημα όσων σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως «ήχο» και ως «μουσική»

Έχεις έτσι να θαυμάσεις κομμάτια με ατόφια μουσικότητα σαν το "Appreciate", όπου η τρομπέτα του Henriksen αρθρώνει μια ας την πούμε τζαζ πτύχωση, έχεις να σταθείς σε σημεία όπου ο Thomas Strønen κομίζει ηλεκτρονικά στα οποία απηχούνται οι Food από τα τέλη των 1990s, αλλά έχεις και στιγμές όπου δεσπόζει μια πιο πειραματική όψη των πραγμάτων, με πιο χαρακτηριστική το "Tundra", όπου ο Eilertsen πετυχαίνει περισσότερα αφήνοντας να ηχήσουν τα τριξίματα των χορδών του, παρά με το ίδιο το παίξιμό του. Από την άποψη επίσης των συμμετοχών, την παράσταση μάλλον κλέβει ο Νορβηγός πολυοργανίστας Geir Sundstøl, συνεισφέροντας ήχους από resonator κιθάρα και μπάντζο σε κομμάτια σαν το "Nightride" και το "Hardanger".

Παρά τα όσα ωραία περιγράφηκαν πιο πάνω, εντούτοις, ο ορίζοντας μένει κάπως μικρός –το άλμπουμ πλέει μεν σε αναζήτηση νέων διαδρομών, μα το ταξίδι του ακόμα συνεχίζεται. Ελλοχεύουν επίσης οι αυτοπεριορισμοί της αισθητικής που υπηρετεί ο Eilertsen: είμαστε νομίζω σε ένα στάδιο της ιστορίας όπου η λεγόμενη «σύγχρονη τζαζ», αλλά και ο επίκαιρος πειραματισμός έχουν κάνει δόγμα την εγκεφαλική προσέγγιση στα μουσικά πράγματα και ταμπού τη χρήση της ανθρώπινης φωνής (μην και τους πουν οι πιουρίστες ότι έγραψαν «τραγουδάκια»;), με αποτέλεσμα να δίνεται ζωηρή η αίσθηση καλλιτεχνών χαμένων σε υπέρ το δέον λόγιες αναζητήσεις.

Αναγνωρίζοντάς το ίσως και οι ίδιοι, προσπαθούν μέσω των τίτλων να δώσουν στον ακροατή το κάτι πιο χειροπιαστό για να ακουμπήσει, με τον Eilertsen εν προκειμένω να καταφεύγει στη γεωγραφία, διαλέγοντας αναφορές στην Πολυνησία ("Polynesia Pluck"), τη Σιβηρία ("Sibiream Sorrow") και το απομονωμένο νησάκι Bouvet ("Bouvet Blues") στα όρια του Νότιου Παγωμένου Ωκεανού, ώστε να γονιμοποιήσει τη φαντασία. Παραμένω προσωπικά να αναρωτιέμαι, όμως, αν κάτι τέτοιο αντανακλά κάτι από την έμπνευση ή αν απλά αναλαμβάνει να υποβοηθήσει τη μουσική, εμμέσως παραδεχόμενο ότι από μόνη της δεν αρκεί.

Ο Eilertsen, βέβαια, δεν έχει χαθεί στις αναζητήσεις του· με δεδομένο όμως ότι δισκογραφεί από το 2004, δεν έχει βρει και τον τρόπο να σπάσει τα φράγματα του κόσμου στον οποίον έχει αυτοτοποθετηθεί, κάτι που δεν κάνει ούτε εδώ. Είναι πάντως γεγονός ότι παραμένει στη γόνιμη πλευρά του όλου διαλόγου και ότι είναι δημιουργός ο οποίος δεν αδιαφορεί για την αμεσότητα. Κι αυτά είναι καλά εφόδια. 

ακούστε το άλμπουμ μέσω Spotify, πατώντας εδώ

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured