Όταν διαβάζω πως ένα μουσικό σχήμα έχει ως βάση κάποιο λιγότερο συνηθισμένο μέρος του πλανήτη, ανοίγω το Google Earth και τη Wikipedia για να το μελετήσω. Με ενδιαφέρει πολύ το πιθανό ηχητικό αποτύπωμα των τόπων προέλευσης σε μία ομάδα ανθρώπων. Στην περίπτωση της γυναικείας τριάδας των Haiku Salut οι αραιοκατοικημένες, αγροτικές εκτάσεις, τα δάση βελανιδιάς, οι ήσυχες (μάλλον βαρετές) επαρχιακές πόλεις, αλλά και το βαθιά εργατικό παρελθόν και παρόν του Derbyshire (στο κέντρο της Βρετανίας), διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στο ηλεκτρονικά βουκολικό αποτέλεσμα που ακούμε στην 3η τους δισκογραφική δουλειά.

Το There Is No Elsewhere κατοικεί σε εκείνη τη niche γωνιά όπου τέμνεται η folk παράδοση με την εύπεπτη electronica και η σύγχρονη κλασική ευαισθησία με την έντεχνη διάθεση. Ένας τόπος (και δίσκος) πολλά υποσχόμενος, μα και συνάμα προβλέψιμος: δεν θέλει πολύ δηλαδή από τη «φουτουριστική folktronica με οικολογικές ανησυχίες» να κουτρουβαλήσεις στο «φολκλόρ μελόδραμα με παρωχημένες ιδέες». Και οι Haiku Salut πέφτουν πυκνά-συχνά σε αυτή την παγίδα, όχι μόνο στην εξέλιξη του δίσκου, αλλά και κατά τη διάρκεια ενός μόνο κομματιού· φτάνοντας ορισμένες φορές σε έναν ήχο-πασάλειμμα των ετερόκλητων καταβολών τους. Ενδεικτικό παράδειγμα, το "Choke Points", το οποίο θα μπορούσε να είχε γράψει ένας ανέμπνευστος Ólafur Arnalds παρέα με έναν βαριεστημένο Beirut. Σε κάθε περίπτωση, καταγράφεται ως μία ρουστίκ αποτυχία.

Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ωστόσο, οι αποκλειστικά ορχηστρικές συνθέσεις συνήθως λειτουργούν και η συνοχή του συνόλου επιτυγχάνεται, έστω και με φανερές ρωγμές. Υπάρχει η αίσθηση ότι λαμβάνει χώρα εδώ ένα ολονύχτιο πάρτι ανάμεσα στα φυλλοβόλα δάση της βρετανικής επαρχίας: το “Occupy” μοιάζει εμπνευσμένο από έναν Burial που δεν έθιξε ποτέ την αποξένωση των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά περισσότερο την ανάγκη για περιβαλλοντική συνείδηση· το “The More Αnd Moreness” θυμίζει Holy Fuck σε ευφάνταστη διασκευή στους Hawk Αnd Α Hacksaw, ενώ το "We Are All Matter" θα το έγραφαν οι Animal Collective αν ήταν Σκωτσέζοι. Αυτή η νατουραλιστική, trance ενέργεια, σπάει γλυκά από τις ambient γέφυρες σύγχρονης κλασικής παιδείας που συναντάμε κυρίως στα “For Twinklr” και “Bow Wood” –κάτι τέτοιο θα προέκυπτε αν ένας πιο γλυκανάλατος Nils Frahm ερωτευόταν.

Παρά όμως τις πικάντικες τσαχπινιές με τις οποίες μπερδεύουν την ηχητική τους φόρμουλα, για τις Haiku Salut φαίνεται πως «δεν υπάρχει πουθενά αλλού». Κι αυτό είναι το μεγαλύτερό τους πρόβλημα. Παραμένουν προσκολλημένες σε κάποια οικεία (άρα και ακίνδυνα) μοτίβα, με τα οποία μοιάζουν σαν να θέλουν να προστατεύσουν τον ακροατή από περίεργες μουσικές τάσεις και νέα ηχητικά ιδιώματα, προσφέροντάς του μόνο μερικές φέτες διαφορετικότητας, προσεχτικά διαλεγμένες. Εντούτοις, ακόμη και σε εκείνες τις λίγες φορές που αποτολμούν να βγουν έξω από τη ζώνη ασφαλείας, το μετανιώνουν ακαριαία και επιστρέφουν σε κάτι που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε ακριβώς προβλέψιμο, αλλά και σε καμία περίπτωση πρωτότυπο.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, λοιπόν, έχουμε εδώ τον ηχητικό κοινό τόπο κάθε σχεδόν μπάντας της Metacritic πραγματικότητας: η χρυσή μετριότητα του μέσου όρου, μεταμφιεσμένη σε μία ακόμη «απαραίτητη κυκλοφορία» για τον κουρασμένο μουσικό ταξιδιώτη.

{youtube}52tKWTDLwUA{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured