Κάθε δίσκος των Necks, αποδεικνύεται ακροαστική εμπειρία. Όπως φαντάζομαι πως είναι και κάθε τους συναυλία (ίσως μάλιστα ακόμα περισσότερο), αλλά και γενικώς κάθε φορά που οι Chris Abrahams (πιάνο), Tony Buck (τύμπανα, εδώ και κιθάρα) & Lloyd Swanton (κοντραμπάσο) συναντούν ο ένας τον άλλον εντός του ίδιου μουσικού χώρου. Εμπειρία, δηλαδή ακροαστικό βίωμα· διότι, αν κάνουν κάτι καλά οι τρεις τους, είναι να δημιουργούν τις συνθήκες για να βγει η ακρόαση από την παθητικότητα που συνήθως έχει ως διαδικασία, αναλαμβάνοντας έναν πιο ενεργητικό ρόλο.

Σε ένα θεωρητικό επίπεδο, φαντάζομαι πως το παραπάνω μπορεί να συναχθεί από όλα εκείνα τα νοήματα που οι Necks αφήνουν ανοιχτά· ή, ακριβέστερα, από νοήματα που δεν σπεύδουν να περιοριστούν σε κλειστά ερμηνευτικά σχήματα, ορίζοντας αυτό που θέλουν να πουν σαφώς και τελεσίδικα. Αφήνοντας τα πράγματα ανοιχτά και σε διαπραγμάτευση, αφήνουν και τον χώρο στον ακροατή για να αναλάβει εκείνον τον πιο ενεργητικό ρόλο, κάνοντας τις δικές του συνάψεις.

Με μια τέτοια έννοια, η μουσική των Necks προτιμά να αιωρείται στο αόριστο και στο αφηρημένο, αντί να προσδοκά το συγκεκριμένο και το απόλυτο· να μην υπαγορεύει, δηλαδή, στον ακροατή συγκεκριμένες αντιδράσεις, αλλά να τον συντροφεύει σε ένα ανοιχτό πεδίο ρευστών νοημάτων. Και, όλως παραδόξως, σ' αυτήν την ανοιχτότητα οδηγούμαστε μέσω μιας μουσικής την οποία κάλλιστα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ενδοστρεφή, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχει η επανάληψη στη μεθοδολογία των Necks. Εδώ και τρεις δεκαετίες, το τρίο από την Αυστραλία μάς έχει συνηθίσει σε κομμάτια που η διάρκειά τους προσεγγίζει ή ξεπερνάει τα 60 λεπτά, σε δίσκους που συνηθέστερα απαρτίζονται από ένα και μόνο τέτοιο κομμάτι και σε μια μουσική που φαίνεται να μην πηγαίνει πουθενά, παρά να γυρίζει διαρκώς γύρω από τον εαυτό της.

Αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το «πουθενά» μπορεί να ενσωματώσει κόσμους ολόκληρους· και η επανάληψη να παίρνει τη μορφή διαλογιστικών κύκλων, πιστών στη σταθερή περιοδικότητά τους και ταυτόχρονα απείθαρχων, αφήνοντας ένα κρίσιμο υπόλειμμα να διαφεύγει της αναπαραγωγής. Πρόκειται για μια παράδοξη μορφή επανάληψης, η οποία προσκαλεί ή και επιδιώκει την αλλαγή. Ή, αντιστρόφως, για μια αλλαγή που συμβαίνει εξαιτίας της επανάληψης, όπως εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας Geoff Dyer στο άρθρο του στους New York Times με τον εύγλωττο τίτλο «My Obsession with the Necks, the Greatest Trio on Earth» (2017), το οποίο προσυπογράφω μέχρι τελείας (βλ. εδώ).

Και τα παραπάνω δεν είναι τα μόνα παράδοξα μέσα στα οποία θριαμβεύουν οι Necks. Τόσα χρόνια, από το 1987 που βρέθηκαν για πρώτη φορά (ή από το 1989 που κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Sex), είναι ελάχιστα αυτά που έχουν αλλάξει στην προσέγγισή ή στις μεθόδους τους. Πάντοτε οι τρεις τους, πάντοτε με συνθέσεις που άλλοι θα συμπύκνωναν πιθανώς σε 5λεπτα κομμάτια αλλά εκείνοι αφήνουν να απλωθούν σε 20, 30 ή 60 λεπτά, πάντοτε «μινιμαλιστικοί», πάντοτε κινούμενοι σε λίγο ή πολύ παρόμοιες θεματολογίες και στις εντελώς δικές τους μουσικές γεωγραφίες (αρνούμενοι σταθερά να υπαχθούν σε ετεροκαθορισμένες κατηγορίες του τύπου «τζαζ», «ambient» και ούτω καθεξής), και πάντοτε βγάζοντας μπροστά εκείνο το παράξενο παιχνίδι που συνδυάζει την ακραία επανάληψη με την έντονη προσμονή.

Κι όμως, παρότι ουσιαστικά ξέρεις εκ των προτέρων τι περίπου θα ακούσεις, οι Necks δεν σταματούν ποτέ να σε γοητεύουν ή και να σε εκπλήσσουν, έτσι ανεξάντλητοι όπως μοιάζουν σε αυτές τις τόσες παραλλαγές του ιδίου. Ακούστε λ.χ. το πιο έντονα διαλογιστικό Open (2013), το «θανάσιμο» γκρουβ του “Fatal” (2005), το απόλυτο σάουντρακ μιας οδηγικής περιπλάνησης Drive-By (2003), το γεμάτο κίνηση Hanging Gardens (1999), ή το περσινό Unfold το οποίο –όχι τυχαία– κυκλοφόρησαν στο label που τρέχει ο Stephen O’Malley των Sunn O))), την Ideologic Organ· ακούστε τα και πείτε μου πώς διάολο γίνεται να κάνουν το ίδιο πράγμα και να καταφέρνουν να ακούγονται πάντοτε τόσο ζουμεροί και τόσο διαφορετικοί…

Ένα άλλο εκπληκτικό στοιχείο με τους Necks (προφανώς εμφανές και στο Body) είναι ότι δίνουν τόση βαρύτητα στον αυτοσχεδιασμό, ώστε νομίζω πως είναι αρκετά ασφαλές να υποθέσουμε ότι δεν έχουν παίξει ποτέ το ίδιο κομμάτι δύο φορές στα 30 χρόνια της πορείας τους. Μόνον αυτοσχεδιασμός, τρεις άνθρωποι οι οποίοι πιάνουν το πιάνο, το κοντραμπάσο και τα ντραμς, κλείνουν τα μάτια και αφουγκράζονται ο ένας τον άλλον με μια διεισδυτικότητα που σπανίζει στις μουσικές των καιρών μας. Αυτός ο μεταξύ τους συντονισμός, η ένταση και η ποιότητά του, είναι που δίνει στη μουσική τους ένα στοιχείο που άπτεται μάλλον του ερωτισμού και εξυψώνει σε «εμπειρία» την ακρόαση ενός δίσκου τους.

Στο Body, προχωρούν με μία ακόμα από τις αγαπημένες τους τακτικές: να βρίσκουν μια λέξη και να προσπαθούν να σκεφτούν και να εκφράσουν με μουσική τις διαφορετικές της έννοιες και σημασίες της. Το 2013, η λέξη αυτή ήταν το «open» και το αποτέλεσμα αποτυπώθηκε στον ομώνυμο δίσκο ως μια συναρπαστική ωριαία σύνθεση, η οποία πραγματικά άνοιγε τον εαυτό (της ή μας) τόσο προς το εντός, όσο και προς το εκτός. Για το 2018, διαλέγουν τη λέξη «body» και σκιαγραφούν το σώμα που αναπνέει, το σώμα που συντονίζεται με τον βιορυθμό του, το σώμα που μετεωρίζεται, το σώμα το οποίο παραδίδεται στη δίνη της έξαψης και της επιθυμίας κι εκείνο που, εξουθενωμένο πια, αποσύρεται στον εαυτό του.

Κάπως έτσι θα μπορούσαν να περιγραφούν οι διάφορες φάσεις από τις οποίες διέρχεται η 56λεπτη αυτή σύνθεση (ένας από τους τρόπους να περιγραφούν, τέλος πάντων). Με μια έμφαση ίσως στην αναπνοή, γιατί, όπως ένα σώμα έχει σαν κέντρο τους καρδιακούς του παλμούς, έτσι και το Body εξελίσσεται με σημείο αναφοράς τους παλμικούς χτύπους στη μπότα των ντραμς του Buck ή/και στο μπάσο του Swanton. Από την πρώτη φάση, όπου το σώμα μοιάζει να βρίσκει την ποίηση στο ίδιο το θαύμα της αναπνοής (με τον Abrahams να απλώνει πάνω από την παλμική rhythm section τους αρκετά γνώριμους κυματώδεις μελωδισμούς του), περνάμε στον μετεωρισμό της μετάβασης· εκεί όπου οι χρονικότητες θαρρείς διυλίζονται στα χάη ενός ατελείωτου διάκενου, όπου το παρελθόν δεν είναι πλέον και το μέλλον δεν είναι ακόμα. Εκεί, το παρόν κατοικεί ως προσμονή, η οποία εν προκειμένω διαρκεί 10 ολόκληρα λεπτά και μοιάζει να απολαμβάνει τον εαυτό της για τις αξίες που φέρει η ίδια κι όχι μόνο για όσες της προσδίδει εκείνο στο οποίο προσβλέπει.

Κι ύστερα, το σώμα αρχίζει ξαφνικά να πάλλεται και να δονείται, το παρόν αποκτάει τη σφριγηλότητα του ζωντανού σώματος, του σώματος που δρα και του σώματος που δέχεται τη δράση ενός άλλου σώματος· του σώματος που αφήνεται στην επιθυμία, την ηδονή ή και στην ίδια του την πτώση, καθώς πολλές φορές οι τρεις αυτές θέσεις δεν απέχουν και τόσο.

Κι όταν, μετά από 39 συνολικά λεπτά, αυτή η δίνη ησυχάζει, η μπότα σταματάει να στέλνει τους παλμικούς της χτύπους και αφηνόμαστε και πάλι στο κενό –χωρίς όμως την αίσθηση της προσμονής, αλλά μ’ εκείνη της αποχώρησης, της απόσυρσης και της επιστροφής στον εαυτό. Τα 17 λεπτά που διαρκεί αυτή η απόσυρση είναι σίγουρα μία από τις πολύ ιδιαίτερες στιγμές στη δισκογραφία των Necks. Κι όπως κάθε στιγμή, αποκτά τις ποιότητές της στην ιστορικότητά της: είναι τέτοια, γιατί κουβαλάει όλα όσα έχουν προηγηθεί και όλα όσα προμηνύει ή επειδή κουβαλάει την απουσία τους.  

Ακούστε το "Body" εδώ

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured