Καθώς ξετυλίγονται τα (περίπου) 6 λεπτά του εναρκτήριου "Unfolding", αποκτάς τη ζωηρή εντύπωση ότι η σχηματιζόμενη νοητική «εικόνα» παίζει περίεργα παιχνίδια με την αντίληψή σου, αφού οι μορφές και τα περιγράμματα δείχνουν να «χύνονται» αντί να μένουν σταθερά, εμφανίζοντας έναν τρεμάμενα ρευστό χαρακτήρα. 

Πρόκειται για καταπληκτικό ξεκίνημα, το οποίο θα ζήλευε κάθε συζητημένος ηλεκτρονικός δημιουργός της τρέχουσας δεκαετίας –είναι επίσης ένας καλός μάρτυρας της τέχνης του Ryan Lee West, του Βρετανού δημιουργού που βρίσκεται πίσω από το εγχείρημα Rival Consoles και ποτέ μέχρι τώρα δεν φοβήθηκε τα βαθιά νερά. Είναι όμως και πολλά περισσότερα, εφόσον ως σημείο εκκίνησης αυτού του δίσκου ορίζεται η ταινία του Ingmar Bergman Persona (1966): με έναν μουσικό τρόπο, δηλαδή, αναπλάθεται κάτι από την ξακουστή εναρκτήρια σκηνή της.

Για να μη χάνουμε το αληθινό μέτρο με το οποίο λειτουργεί (καλώς ή κακώς) η πραγματικότητα, ο Ingmar Bergman λίγες φορές υπήρξε βατός σκηνοθέτης, έτσι όπως βλέπει τα κινηματογραφικά πράγματα το «ευρύ» κοινό. Παρά ταύτα, η Persona κρίθηκε ως προχωρημένη ακόμα και από θεατές συνηθισμένους να βλέπουν σινεμά με απαιτήσεις πολλαπλάσιες από εκείνες των εντυπωσιακών περιπετειών του Χόλιγουντ. Ο ίδιος μάλιστα ο δημιουργός της θα έγραφε –χρόνια μετά– ότι σε αυτήν την ταινία (και αργότερα στο Viskningar Och Rop του 1972, που ξέρουμε ως Κραυγές και Ψίθυροι) «έφτασα ως εκεί όπου μπορούσα να πάω, αγγίζοντας μη λεκτικά μυστικά τα οποία μονάχα ο κινηματογράφος μπορεί να ανακαλύψει».

Επιδιώκοντας να ψηλαφήσει τα ίδια μυστικά, ο Rival Consoles παίρνει εδώ την ηλεκτρονική οδό και φεύγει για μια τολμηρή εξερεύνηση, με «εξοπλισμό» τις δικές του καταβολές (τον Legowelt, τους Underworld των 1990s, τα μαθήματα της ambient παρακαταθήκης). Γυρνάει πίσω με μια αρμαθιά κομψών, στρογγυλών και προσβάσιμων μελωδιών, καλώντας μας σε ένα ταξίδι προς τα «ενδότερα». Το ωραίο όμως είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται αυτά τα «ενδότερα» αποκλειστικά με όρους εσωστρέφειας, όπως προστάζουν τα κλισέ, μα ως έναν σύνθετο κόσμο –με τα πάνω του, τα κάτω του, τις αντιφάσεις του. Έτσι δεν υπάρχουν μόνο «μαζεμένες», εσωτερικής καύσης στιγμές ("Be Kind", "Untravel", "Hidden"), μα και περιπτώσεις όπου οι ρυθμοί επιδιώκουν το σασπένς ("Persona", "Rest"), ξανοίγονται σε ηλιολουσμένα μονοπάτια ("Sun's Abandon") ή «σκοτεινιάζουν», φανερώνοντας ιδιότητες ασύμμετρης απειλής ("Phantom Grip").

Εδώ βέβαια προκύπτει και μια αντίρρηση, κατά τη γνώμη μου όχι αμελητέα. Όσο αριστοτεχνικά κι αν παίζει δηλαδή με τα συναισθήματά μας ο West, επιβάλλοντας «διαθέσεις» με τα synths του, μοιάζει να απλουστεύει τελικά τη μπεργκμανική αφετηρία.

Ασφαλώς, κανείς δεν τον υποχρεώνει να μας προσφέρει μια πλήρη αντανάκλαση όσων πραγματεύεται η ξακουστή ταινία. Εφόσον όμως ξεκίνησε από εκεί, κάπου είναι κρίμα να μένεις στον κοινότοπο δυισμό «πώς προσλαμβάνουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη» vs «τι βλέπουν οι άλλοι όταν μας κοιτούν». Γιατί έτσι πάνε οι γιουνγκιανές αποχρώσεις περί προσωπικότητας, πάει η συζήτηση για το πώς μπορείς να χάσεις την ταυτότητά σου, πάνε τα σύνορα με την τρέλα και τον βαμπιρισμό, πάνε οι υπόνοιες του ομοφυλοφιλικού έρωτα. Με μουσικούς όρους, για να το κάνουμε λίγο λιανά, αν πάρουμε μια μεστή σύνθεση σαν το "Untravel" –θεωρείται αντιπροσωπευτική, καθώς η Erased Tapes τη διάλεξε για βιντεοκλίπ– και την αντιπαραβάλλουμε με το "The Girl With The Sun In Her Head" των Orbital (από το In Sides, 1996), θα δούμε ξεκάθαρα και το τι κάνει καλά ο Rival Consoles στο τεραίν της εποχής του, μα και τι είναι αυτό που για την ώρα του λείπει για να παίξει μπάλα στην ίδια λίγκα με τους συμπατριώτες του.

Μια τέτοια ένσταση, πάντως, δεν αναιρεί ότι έχουμε εδώ έναν ζουμερό δίσκο: μια κυκλοφορία που εύκολα ξεχωρίζει στο σκηνικό υποχώρησης της electronica έκφρασης (σε σύγκριση με την 1990s κοσμογονία) και στη λειψυδρία που χαρακτηρίζει τα «μπλιμπλίκια» πέρα από τον σαρωτικό ορίζοντα τον οποίον δημιουργεί κάθε εμφάνιση των Daft Punk. Έχει βγάλει κι άλλους ωραίους δίσκους ο West, εδώ όμως διαθέτει μια διαφορετική αυτοπεποίθηση στο πώς στήνει τις λιτές του συνθέσεις και στο πώς συνεχίζει να υπεραμύνεται μιας αφαιρετικής αισθητικής με προσωπικό «άγγιγμα» στο sound design, την οποία κανείς ωστόσο δεν θα βρει δύστροπη, αν πλησιάσει προς το Persona.

{youtube}FrNHgL4_ZMA{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured