Αθόρυβα, όπως του αρέσει, ο Peter Hammill έβγαλε πρόσφατα το 35ο του άλμπουμ έξω από το πλαίσιο των Van Der Graaf Generator, ενώ η μεγάλη μερίδα του μουσικού Τύπου έτρεχε για τις λίστες της χρονιάς. Δεν επρόκειτο άλλωστε να είναι μέσα, έτσι όπως παίζεται το συγκεκριμένο σπορ: ο progressive rock ήχος που διαχρονικά υπηρέτησε δεν αρέσει στη «δικτατορία» του cool και ο δίσκος του δεν θα έβρισκε προσοχή (όπως δεν βρήκε και ο ωραίος δίσκος του Van Morrison) μέσα στην αγωνία των νεότερων γραφιάδων μη και δεν στέψουν «σύγχρονα» ινδάλματα και στο άγχος πολλών παλιότερων να ακολουθήσουν, από φόβο μήπως περιθωριοποιηθούν  ως «old».

Ούτε καν για τα προσχήματα δεν παίζει άλλωστε το From The Trees παίγνια επικαιρότητας και διόλου δεν απασχολεί τον Hammill η «διεύρυνση» του κοινού και άλλα τέτοια. Όχι γιατί η δουλειά του είναι δυσνόητη ή μέρος κάποιας πρωτοπορίας, του είδους που δύσκολα κάθονται να ακούσουν οι περισσότεροι: λίγο αν κούναγε το δαχτυλάκι του, θα γράφονταν για πάρτη του κριτικές που θα τον έβαζαν δίπλα-δίπλα με τους τραγουδοποιούς πρώτης γραμμής του σήμερα ή θα τον αναγνώριζαν ως αληθώς εναλλακτικό άρχοντα, ο οποίος επιλέγει τρόπους επικοινωνίας εκλεκτικούς και όχι αγοραίους. Κι αυτό γιατί το From The Trees, δίχως να πρόκειται για αριστούργημα, είναι δουλειά γεμάτη χαρακτήρα, με την αυτόφωτη εκείνη ταυτότητα που σήμερα πολλοί αναζητούν, μα λίγοι βρίσκουν.

Στα βασικά του, το From The Trees είναι ένα πολύ απλό άλμπουμ χτισμένο πάνω στη φωνή του Hammill, στο πιάνο και στην κιθάρα του –όλα τα λοιπά στοιχεία αποτυπώνονται ως δευτερεύοντα (ένα μπάσο π.χ. εδώ, κάποια synths παραπέρα). Η λιτή αυτή ενορχήστρωση είναι συνειδητά επιλεγμένη: αφενός, δημιουργεί την αίσθηση που ο μουσικός Τύπος αγαπά ν' αποκαλεί «σπιτική», βάζοντάς σε νοερά στον ίδιο «χώρο» με τον 69χρονο Άγγλο δημιουργό· αφετέρου, συνηγορεί ώστε να δώσεις βάση στους στίχους, οι οποίοι διαθέτουν ποιητικότητα και έρχονται να κοινωνήσουν ένα λεπτό μήνυμα, χωρίς όμως να χάνονται σε δυσνόητες λέξεις και σε επιτηδευμένες ασάφειες.

Στο νέο του άλμπουμ, ο Peter Hammill τραγουδά για τους ανθρώπους που γέρνουν ή τείνουν προς το λυκόφως. Η οπτική γωνία καθίσταται συναρπαστική γιατί πρώτα οι στίχοι και ύστερα οι ερμηνείες του αποτυπώνουν με ακρίβεια αυτήν την ενίοτε ελαφριά, ενίοτε ευκρινέστερη κλίση προς το τέλος της βιολογικής ύπαρξης, διατηρώντας ατόφιο τον βαθιά ανθρώπινο, συναισθηματικό καμβά μιας τέτοιας συνειδητοποίησης, αλλά και την αναπόφευκτη φιλοσοφική της υπόσταση. Προφανώς στοιχειωμένος από τη δική του ηλικία και την περιπέτεια με την καρδιά του (που πέρασε στο ξεκίνημα των zeros), ο Hammill φαίνεται να ατενίζει εδώ τον θάνατο. Στην πραγματικότητα, όμως, εστιάζει στη γεύση που αφήνει η επίγνωσή της θνητότητάς μας, από ένα μετερίζι όπου η πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο είναι πια μεγαλύτερη από το αντίθετο.

Το γεγονός ότι ο Hammill δεν επιδιώκει να εκπέμψει παρηγοριά μέσα σε όλα αυτά δίνει στο From The Trees μια γκριζάδα, που έρχεται σε αντίθεση με την ευκολία με την οποία κάθεται στο αυτί –και μάλλον θα κρατήσει μακριά του πολλούς ακροατές. Ωστόσο δεν είναι μίζερος δίσκος, βουτηγμένος στα σκοτάδια. Εντοπίζεται βέβαια μια κάποια θλίψη καθώς π.χ. αναλογίζεται το πέρασμα της νιότης και τις δικές της ανησυχίες, που συνήθως κέντραραν στην εύρεση ή στην απώλεια της αγάπης. Δεν υπάρχει όμως «θέλω να γυρίσω στα παλιά» νοσταλγία καθώς ο Hammill παίζει και τραγουδά με πάθος. Μόνο η ήρεμη, φιλοσοφική ενατένιση ενός παρατηρητή της ζωής, ο οποίος επιλέγει να φλέγεται για όλα τούτα με έναν πιο υπόγειο και σίγουρα δικό του τρόπο.
 
{youtube}XhIuLAWmvqg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured