Διαβάστε τυχαία οποιαδήποτε κριτική, άρθρο, συνέντευξη για τους Spoon και είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα πέσετε πάνω στις λέξεις «συνεπείς», «αξιόπιστοι», «επαγγελματίες» και «πειθαρχημένοι» –με ακριβώς αυτήν τη σειρά συχνότητας εμφάνισης. Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους: 9 δίσκοι σε 21 χρόνια, μία από τις υψηλότερα βαθμολογημένες μπάντες στα συγκεντρωτικά sites επιδόσεων τύπου Μetacritic και εκατοντάδες συναυλίες ανά την υφήλιο μετά από κάθε κυκλοφορία. Τι κάνει όμως πραγματικά τους Spoon μία από τις σημαντικότερες rock μπάντες της γενιάς τους;

Την απάντηση θα τη βρείτε στη μαγική φόρμουλα που έχουν μαγειρέψει οι Τεξανοί μέσα σε αυτές τις δύο δεκαετίες: κάθε δίσκος είναι αρκετά όμοιος με τον προηγούμενο, προκειμένου να ακούγεται ξεκάθαρα δικός τους, αλλά και αρκετά διαφορετικός, ώστε να μην μοιάζει ποτέ ίδιος. Οι σταθερές της μπάντας, όπως τα αναγνωρίσιμα από την πρώτη συλλαβή φωνητικά του frontman Britt Daniel, το ιδιαίτερο παίξιμο των κρουστών του Jim Eno, και κυρίως η αναλλοίωτη ιδέα που μοιράζονται πάνω στο αρχοντικό indie rock των αρχών των zeros, συμβάλλουν στην οριοθέτηση της ηχητικής τους δράσης και αισθητικής, σε πολύ συγκεκριμένους χώρους. Χώροι που, αντί να μοιάζουν περιοριστικοί, τελικά είναι όσο αναξιοποίητοι πρέπει, επιτρέποντας έτσι στους Spoon να συνεχίζουν να προσθέτουν όλο και από κάτι καινούριο στο μουσικό τους μείγμα.

Η επιστροφή τους στην indie φωλιά Matador, μετά από 21 ολόκληρα χρόνια και το αποτυχημένο εμπορικά ντεμπούτο τους Telephono, τους βρίσκει να κυκλοφορούν τον πιο χορευτικό δίσκο της καριέρας τους, αλλά και τον πιο έντονα επηρεασμένο από ηλεκτρονικά στοιχεία. Το γεγονός αυτό προσδίδει εξερευνητικό βάθος στον ήχο τους, στα πλαίσια βέβαια του σύμπαντος και της δισκογραφίας τους. Προσφέρει επίσης τη δυνατότητα να συμβιώνουν εδώ μερικά από πιο πιασάρικα και πειραματικά τους κομμάτια, χωρίς η ύπαρξη των πρώτων να αποδυναμώνει εκείνη των δεύτερων –μάλλον το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει.

Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η συνύπαρξη συμβολίζει και τις διαφορετικές αναγνώσεις των Spoon πάνω στις πονηρές σκέψεις και τα σεξουαλικά υπονοούμενα, τα οποία και μονοπωλούν στιχουργικά. Στο εναρκτήριο, ομότιτλο του άλμπουμ κομμάτι –ένα dance rock killer με funky κιθάρες, που σε μία άλλη εποχή θα ξεπούλαγε ως σινγκλάκι– ο Britt Daniel περισσότερο αποδέχεται παρά παραδέχεται πως οι «καυτές σκέψεις» βρίσκονται συνεχώς στο μυαλό του («Hot thoughts are in my mind/all of the time»). Σε άλλα πάλι σημεία ψιθυρίζει σέξι λόγια σε μελλοντικές ερωμένες (“WhisperI’lllistentohearit”), παρακαλάει για ερωτικά παιχνίδια (“Do I Have To Talk You Into It”), επιδιώκει χαϊδέματα κάτω από τραπέζια (“First Caress”) και κάθεται στριμωχτά δίπλα σε φανταχτερές κοπέλες (“Can I Sit Next To You”), μέσα από μία μεθυστική ομίχλη φθηνών, ψυχεδελικών synths, σέξι κιθαριστικών γραμμών και διαολεμένα πιασάρικων μελωδιών.

Η άλλη όψη αυτής της θεματικής μπορεί να εντοπιστεί στον υπόγειο αισθησιασμό του “Pink Up”, αλλά και στη φυσική του συνέχεια, το “Us”: ένα κοκτέιλ από απειλητικά καμπανάκια, θλιμμένα σαξόφωνα και εμβατηριακά κρουστά, στο μάλλον πιο αφηρημένο τραγούδι που έχει γράψει το γκρουπ.

Χωρίς όμως να απαιτεί ιδιαίτερη εμβάθυνση σε τέτοια βαθιά στιχουργικά νερά, το Hot Thoughts είναι ένας ακόμη αβίαστα cool δίσκος των Spoon, που θα συγκεντρώσει υψηλές βαθμολογίες, θα τους βγάλει στον δρόμο για δεκάδες ακόμη shows και θα συνεχίσει το αφήγημα «μία από τις πιο συνεπείς και αξιόπιστες ροκ μπάντες της γενιάς της». Παρ' όλο που το story φαίνεται προβλέψιμο, εκείνοι συνεχίζουν να γράφουν ένα από τα πιο απολαυστικά κεφάλαια της indie μυθολογίας.

{youtube}D6KFBFg5q1Y{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured