Ο 2ος δίσκος του Michael Kiwanuka ξεκινά με ένα μίνι έπος 10 λεπτών: η αιθέρια μελωδία χτίζεται σταδιακά και μεθοδικά, με τον ίδιο να εμφανίζεται μετά τη μέση. Το “Cold Little Heart” αποτελεί μια δήλωση προθέσεων από τη μεριά του, σχετικά με τις συνθετικές φιλοδοξίες του.

Το Love & Hate αποδεικνύεται συνολικά ένα πιο βαθύ και επεκτατικό πόνημα, συγκρινόμενο με το ντεμπούτο του Βρετανού τραγουδοποιού. Εκεί δηλαδή που στο Home Again (2012) εμφανιζόταν ως ένας φέρελπις Bill Withers, ως ένας συμπαθής τροβαδούρος ο οποίος έγραφε με την κιθάρα του ένα είδος στρογγυλού τραγουδιού –καλοφτιαγμένου, αλλά και γήινου– τώρα ο Λονδρέζος απλώνεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ανοίγοντας την παλέτα των επιρροών του και εμπλουτίζοντας τη βεντάλια των συναισθημάτων που εξερευνά.

Η λέξη-κλειδί εδώ είναι «διαφάνεια». Διαφάνεια παντού. Ο Marvin Gaye, ο Isaac Hayes, ο Otis Redding, ο Curtis Mayfield, τα βαριά χαρτιά της soul των 1970s εν ολίγοις, παρελαύνουν φτιαγμένα από μια «πινκφλοϋδική» ντόπα, χωρίς να γίνεται προσπάθεια να καμουφλαριστούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα «ζόρια» που γέννησαν τα τραγούδια: ο Kiwanuka ανοίγει την καρδιά του, μιλώντας με αμεσότητα και εξομολογητική διάθεση, μη διστάζοντας να εκθέσει τον εαυτό του και τις αδυναμίες του. Πρόκειται για επιλογές που δικαιώνονται εμφατικά στο τελικό αποτέλεσμα.

Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ο Kiwanuka δεν δίνει μεν δεκάρα για τα του συρμού, ούτε όμως ενδιαφέρεται και να αρχειοθετηθεί ως αναβιωτής/βιβλιοθηκονόμος της soul ιστορίας. Αντίθετα, είναι ένας δημιουργός που χρησιμοποιεί το εν λόγω λεξιλόγιο για να εκφράσει και επικοινωνήσει την αλήθεια του, για να αποτυπώσει (και άρα να ξορκίσει) τον πόνο, τη μελαγχολία, την αμφιβολία που του προξένησαν όσα έζησε· χωρίς μάλιστα να εξαιρεί τον εαυτό του από την απονομή ευθυνών. Για του λόγου το αληθές, η «cold little heart» του εναρκτήριου τραγουδιού ανήκει στον ίδιο.

Το αίμα με το οποίο γράφτηκαν τα τραγούδια, βέβαια, θα ήταν εύκολο να ...εξατμιστεί, αν επενέβαινε στα πράγματα μια λανθασμένη λογική αποτύπωσης των συνθέσεων. Για καλή του τύχη, ο Kiwanuka είχε για συμμάχους άξιους συνεργάτες, με προεξάρχοντα τον Danger Mouse. Έτσι, η φωνή του αφήνεται να ανασάνει στην ηχογράφηση και να μεταδώσει αυτούσια τα λόγια και τα χρώματα, χωρίς παράλληλα να μένει απροστάτευτη: η συμμαχία κιθάρας, πιάνου, εγχόρδων, κρουστών και χορωδιακών φωνητικών στρώνει μαστόρικα την κατάλληλη ηχοδομή προς υποστήριξη και των τραγουδιών και των διαθέσεων.

Οι τελευταίες –η ποικιλία τους, για την ακρίβεια– είναι ένα ακόμα ατού του Love & Hate, σε σχέση με το κάπως μονοδιάστατο, «πεζό» Home Again. Παρότι θεματολογικά τα 10 τούτα τραγούδια ρέπουν σχεδόν αποκλειστικά προς το σκοτάδι, βρίσκουν αρκετές διαφορετικές αποχρώσεις και προσεγγίσεις για να το περιγράψουν. Έτσι, νωχελικές και μελαγχολικές μπαλάντες (“I’ll Never Love”, “Falling”) αντισταθμίζονται από συνθέσεις με τσαγανό και ανεβασμένη ρυθμικότητα ("Black Man In A White World", “One More Night”), με την πηγαία μελωδικότητα να λειτουργεί ως κοινός παρονομαστής. Όπως υπονοούν και οι τίτλοι, εδώ το απολύτως προσωπικό μπλέκεται πολλές φορές με το ευρύτερο κοινωνικό ζητούμενο, συντελώντας στη διεύρυνση της βάσης απεύθυνσης του δίσκου.

Στο εξώφυλλο του Love & Hate (ο τίτλος και η ασπρόμαυρη αισθητική του οποίου μοιάζουν να κλείνουν το μάτι στον Leonard Cohen) απεικονίζεται μια καρδιά. Το ένα της μισό είναι άθικτο, ενώ το άλλο μοιάζει να αποσυντίθεται: μια παραστατική αποτύπωση της αντίθεσης μεταξύ αγάπης και μίσους, θα έλεγε κανείς. Θα μπορούσε πάντως το δεξί κομμάτι της εικόνας να ειδωθεί και ως το φτερό ενός αγγέλου, πράγμα που θα συναινούσε και με το ρεζουμέ τούτου του κειμένου: ο Michael Kiwanuka εθεάθη να απογειώνεται.

{youtube}aMZ4QL0orw0{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured