Σε μια εποχή που η pop έχει κάνει στροφή στην ιδέα της (τάχα μου) αυτοβιογραφικής performance (με τη Beyoncé και την Taylor Swift), η διαστημικά sexy και στιλιστικώς ακραία μουσική της Lady Gaga ίσως να έμοιαζε κρύα και απόμακρη σε πολλούς. Όμως η έξυπνη σταρ άγγιξε χορδές στην pop κουλτούρα που δεν θα τολμούσε καμία συναγωνίστριά της (λ.χ. η Katy Perry) με το επιθετικό της look, με το cult της προσωπικότητάς της και με τον αστραφτερά ηλεκτρονικό ήχο της, όσο καταπονημένη και αν είναι η τελευταία από τον πακτωλό εύπεπτων τραγουδιών. Με τον δε φετινό της δίσκο Joanne, δείχνει πλέον να στοχεύει και σε μια «κάθαρση» για την πυκνά άγονη εξτραβαγκάντζα την οποία σέρβιρε, ώστε να προσφέρει κάτι «αληθινό» και να αποστασιοποιηθεί λίγο απ’ τις ορδές αξιολάτρευτων, trendy φρικιών που έθρεψε απογειώνοντας τo eurodisco brand.

Η Lady Gaga θέλει λοιπόν να πείσει ότι στοχεύει πλέον στο τραγουδιστικό νόημα και όχι στο στυλ. Όμως παραμένει καλύτερη όταν υποδύεται ρόλους κάτω από ξεσαλωμένα πανωφόρια παρά όταν μιλάει από καρδιάς, γιατί δεν έχει και πολλά να επικοινωνήσει, όπως μαρτυρούν οι αδύναμοι στίχοι. Το εναρκτήριο λ.χ. «Young wild American, looking to be something» είναι πολύ ασαφές και απλοϊκό για να σημαίνει κάτι που μπορεί να μετατραπεί σε σύνθημα. Το Joanne συνεχίζει έτσι την καταγραφή της εξέλιξης μιας αυτόφωτης ντίβας, η οποία αρνείται να στρογγυλοκαθίσει σε ένα σημείο και δεν τρώει από τα έτοιμα.

Όσοι παρακολουθούμε την ιστορία της pop, γνωρίζουμε ότι γίνονται συνεχώς κύκλοι. Όμως η Αμερικανίδα σταρ ακολουθεί βάση σχεδίου αυτήν την προδιαγεγραμμένη πορεία «ωρίμανσης»· βιάζεται δηλαδή να περάσει στάδια, χωρίς να τα βιώσει. Ας το εξηγήσω με βάση την αγαπημένη της πηγή έμπνευσης: έπρεπε πρώτα να θητεύσει στη «φάση True Blue» για να φτάσει μετά στη «φάση Like A Prayer». Την ίδια στιγμή, δείχνει ότι θέλει να εδραιωθεί σαν songwriter μετά από έναν έξυπνο, συνεταιρικό δίσκο με τον Tony Bennett. Το τελικό αποτέλεσμα απέχει ωστόσο από μια «επανεφεύρεση». Είναι μάλλον ένα κλασικό reboot –πράγμα τελείως διαφορετικό.

Ο δίσκος διαθέτει έξυπνα hooks και τραγούδια όπως το γκουβάτο “A-YO” ή το disco rock καλούδι “John Wayne”, τα οποία προκαλούν αυθόρμητα παλαμάκια και χτύπημα των δαχτύλων. Συνεχίζει όμως να λοξοκοιτάει στα τρόπαια της Madonna: το “Dancin’ Ιn Circles” θυμίζει το “La Isla Bonita” όπως θα το διασκεύαζε η Lana Del Ray με τη μπλαζέ αθυροστομία της. Και το “Perfect Illusion” θυμίζει το “Papa Don’t Preach” όπως θα το διασκεύαζε η Stevie Nicks, με τη φωνητική υπεροχή της.
 
Όσο η Joanne κάθεται στα αυτιά μας με επαναληπτικές ακροάσεις, μοιάζει λιγότερο με ολοκληρωμένο άλμπουμ και περισσότερο με προσπάθεια που φέρνει κατά νου τη Lady Gaga με μια ακουστική κιθάρα στο χέρι (ή στον ώμο, απλά για το στυλ), να πετάει διαφορετικές ιδέες στον τοίχο για να δει ποιες θα πέσουν κάτω και ποιες θα κολλήσουν. Το “Come To Mama” μοιάζει έτσι με απόσπασμα από το original cast mainstream παράστασης του Broadway με θέμα κάποιο girl group της δεκαετίας του 1960. Η country pop σπίθα της μπαλάντας "Million Reasons" φέρνει στο μυαλό την Emmylou Harris και μπορεί να ανάψει τη φωτιά του sing-along με χιλιάδες αναπτηράκια στις συναυλίες: όσο όμως κολλητικό κι αν είναι, θα μπορούσε κάλλιστα να το τραγουδάει οποιοσδήποτε ροδομάγουλος ζεν πρεμιέ της pop. Από την άλλη, το “Sinner’s Prayer” με τον Father John Misty ανατρέχει στη σκονισμένη folk της ερήμου των 1970s, με παράλληλες gospel αναθυμιάσεις.

Οι αδυναμίες γίνονται λοιπόν εμφανείς: η κατά κόσμον Stefani Germanotta θέλει τόσο να πείσει σαν ερμηνεύτρια, ώστε στο “Angel Down” επιδίδεται σε αχρείαστα «oohs». Γιατί δεν αφήνει χώρο στα έγχορδα να κάνουν τη δουλειά –όπως θα το έκανε η Barbra Streisand– αντί να μπουκώνει το τραγούδι με μελόδραμα; Επίσης, αδυνατεί να πετύχει την αμεσότητα του τραγουδοποιού με την up tempo θεατράλε έκφραση ενός Freddie Mercury, γιατί απλά δεν μπορεί. Ακόμα μάλιστα και συνθετικά υπάρχουν αδυναμίες στα κομμάτια, όπως π.χ. στο "Grigio Girls", που ακολουθεί την εύκολη λύση: όταν δεν ξέρεις πώς να τελειώσεις ένα τραγούδι, για να μην φαίνεται γυμνό το κλείσιμο, ρίξε μια παιδική χορωδία και καθάρισες...

H Gaga δείχνει επιπλέον να περιορίζεται πολύ: ποτέ άλλοτε η διάρκεια δίσκου της δεν ήταν κάτω από 40 λεπτά. Όμως, αν και το Joanne είναι μόλις 5 λεπτά μεγαλύτερο από το EP The Fame Monster (2009), το όραμά του, συγκριτικά, μοιάζει συρρικνωμένο. Η καλύτερη στιγμή του είναι σίγουρα το “Hey Girl”, το girl-power ντουέτο με τη Florence, το οποίο μιλάει για τη δύναμη των γυναικών να στηρίζουν η μία την άλλη. Μέσα σε έναν κακό χαμό συμμετοχών από «featuring artists» που κατακλύζουν τα charts της εποχής, δείχνει να έγινε από καρδιάς και οι δυο τους να το ευχαριστήθηκαν στο στούντιο.
 
Αυτός δεν είναι λοιπόν ο δίσκος ωρίμανσης με τον οποίον η Lady Gaga θα αποκαλύψει την «αληθινή τραγουδοποιό» μέσα της, βγάζοντας την ανθρώπινη μάσκα από το φτιασιδωμένο πρόσωπό της –όπως οι ήρωες του Mission: Impossible. Όμως είναι ένα άλμπουμ που θα κάνει όσους την ακολουθούν να αναρωτιούνται, να τσακώνονται και να στοιχηματίζουν για τα επόμενα βήματά της. Και μη γελιέστε, κάποια στιγμή θα έρθει και το μεγαλειώδες δισκογραφικό βήμα· το Joanne αποτελεί απαραίτητο βήμα για να φτάσει μέχρι εκεί.

{youtube}Xn599R0ZBwg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured