Υπάρχει μια γοητεία στην αμεσότητα των pulp sword & sorcery ιστοριών, η οποία έχει αποτελέσει αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τη μεγαλύτερη μερίδα του επικού metal. Ξεγνοιασιά μπλεγμένη με αποστασιοποίηση από τον σύγχρονο κόσμο, προβλέψιμη μα πάντα απολαυστική πορεία, εξύψωση της θέλησης του ατόμου με αιχμή το πείσμα, αίσθηση παντοδυναμίας. Από τους Manowar και τους Bathory έως τους Atlantean Kodex, το παρακλάδι αυτό της λογοτεχνίας φαντασίας δεν έχει χάσει τη δυναμική του· και φέτος βρίσκει ως ιδανικό όχημα το ντεμπούτο των Αμερικανών Eternal Champion.

Ήδη το demo του 2013 και το περσινό split με τους Gatekeeper είχαν ταράξει τα νερά του underground, χτίζοντας μεγάλες προσδοκίες για το πρώτο μεγάλο βήμα τους. Το Armor Of Ire κοσμείται από ένα εξώφυλλο-φόρο τιμής στον Frank Frazetta, τελείως τυπικής όμως θεματολογίας· εκεί έγκειται και η μοναδική μου ένσταση ως προς τον δίσκο: η γραφική επανάληψη ενός αρκετά οπισθοδρομικού συμπλέγματος (η γυναίκα ως διακόσμηση στο πλευρό του βάρβαρου πολεμιστή) όχι μόνο υπακούει στις συντηρητικές επιταγές του είδους, μα διαιωνίζει κατάλοιπα τα οποία κάλλιστα μπορεί πλέον να αποποιηθεί το επικό metal, χωρίς να χάσει κάτι από τη δύναμή του –πέρα ίσως από λίγη στενόμυαλη περηφάνια.

Καλπασμοί και στροβιλιζόμενα leads, ενίοτε μελωδικά μα πάντα ακέραιης ενεργητικότητας. Ρυθμικά riffs με δυναμική πολεμικού βηματισμού. Ένρινη φωνή με εμφατική εκφορά στίχων, η οποία παίρνει πάνω της την πορεία του κομματιού, ενώ ανάβει καντήλι κάθε βράδυ στον Mark Shelton και στον Mike Scalzi. Η συνταγή δεν είναι πρωτότυπη: εδώ ανιχνεύονται οι Manowar, οι Iron Maiden, οι Cirith Ungol, οι Warlord, το speed/power metal των 1980s, οι Lord Weird Slough Feg και φυσικά οι Manilla Road.

Κι όμως, οι Eternal Champion ξεχωρίζουν εύκολα από τυχόν κλώνους, λόγω συνθετικής δεινότητας. Η παράθεση των θεμάτων και το πλέξιμό τους γίνεται με τρόπο χειμαρρώδη, τραχύ, οργιώδη. Παρά το τυπικό της δομής των κομματιών (το μοτίβο κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ είναι πανταχού παρόν), ο δίσκος δεν κάνει κοιλιά σε κανένα σημείο. Η ποικιλία εξασφαλίζεται μέσω της χρήσης του «noble savage» δίπολου: ακατέργαστοι παιάνες όπως το εισαγωγικό “I Am The Hammer” δίνουν τη θέση τους σε πιο ευγενή/εκλεπτυσμένα δημιουργήματα όπως το “Invoker”, οδηγώντας σε ένα σύνολο που αποκρυσταλλώνει τον διάλογο μεταξύ οργής και ευαισθησίας,  πολιτισμού και άγριας φύσης.

Στιχουργικά, τα κομμάτια λειτουργούν αυτόνομα, με κοινό παρονομαστή την προαναφερθείσα pulp λογοτεχνία, αγγίζοντας συγγραφείς σαν τους Howard, Leiber, Lovecraft, αλλά και τον όχι-ακριβώς-pulp Michael Moorcock (από τον οποίο άλλωστε έχουν πάρει και το όνομά τους). Εξωτικά ονόματα, διήγηση που μας φέρνει πιο κοντά σε χιονοσκέπαστα τοπία και ανίερες σπηλιές, όλα συμβάλουν σε μια μυθοπλασία η οποία μιλάει άμεσα στο συνειδητό και στο υποσυνείδητο του λάτρη του φανταστικού.

Το αξιοσημείωτο λοιπόν με το The Armor Of Ire είναι η αντίστασή του απέναντι στον χαρακτηρισμό «παρωχημένο», παρά τις βαθιές του ρίζες στο παρελθόν, παρά τη μη πρωτοτυπία του. Οι Eternal Champion παρουσιάζουν έναν δίσκο άχρονου, επικού heavy metal, που συνεχίζει την πολύ καλή παράδοση της τρέχουσας δεκαετίας στο ιδίωμα. Λυρικό, μαχητικό, άξεστο, παραμυθένιο, το ντεμπούτο των Αμερικανών εκπέμπει μια αβίαστη ειλικρίνεια και ορμή και περιλαμβάνει κομμάτια που πολύ πιθανώς σύντομα θα κάθονται πλάι στους ύμνους του είδους.

{youtube}ODNqxcRQGH4{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured