«Οι James είναι οι Πυξ Λαξ της Βρετανίας».

Την έχω ακούσει πολλές φορές αυτή τη φράση, χρωματισμένη με απαξιωτικό τόνο. Να μη σας κουράζω τώρα απαριθμώντας με πόσους διαφορετικούς τρόπους κάνουν λάθος όσοι σκέφτονται έτσι (αδικώντας και τις δύο μπάντες), ας πω μόνο πως οι James –όπως και οι Πυξ Λαξ– έχουν να επιδείξουν πολλά περισσότερα από διάφορους που μας λανσάρει κατά καιρούς το NME ή μας λάνσαρε κάποτε το Δίφωνο (και μας έχουν κατσικωθεί έκτοτε).

Εδώ που τα λέμε, βέβαια, οι James βρίσκονται πια στο 30ό έτος της δισκογραφίας τους –με την εξαίρεση ενός 7ετούς διαλείμματος. Και η φόρμουλα της τραγουδοποιίας τους έχει εξαντλήσει από καιρό όσα είχε να δώσει. Μην έχοντας προφανώς κάτι καλύτερο να κάνουν, ο Tim Booth και η παρέα του συνεχίζουν, έχοντας άλλωστε για καβάντζα τη μεγάλη απήχηση που εξακολουθούν να απολαμβάνουν σε διάφορα μέρη. Ένα από αυτά, ως γνωστόν, είναι και το δικό μας: θα συναντήσουν μάλιστα τους εδώ φίλους τους πολύ σύντομα, στις 8 Ιουλίου, στα πλαίσια του φετινού EJEKT Festival.

Στις αποσκευές τους εκείνη τη μέρα, οι James θα έχουν ένα νέο άλμπουμ που μοιάζει πολύ με όλα τα προηγούμενα. Το Girl At The End Of The World είναι δίσκος που φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του ήχου και του στυλ τους, αλλά ακολουθεί τη «συμπαθητικό-μα-εύκολο-να-ξεχαστεί» διαδρομή που έχει γίνει στανταράκι της ύστερης δισκογραφικής πορείας του γκρουπ. Τουτέστιν, όσο ο ήχος σκάει από τα ηχεία, ψιλογουστάρεις. Από τη στιγμή που θα πάψει, όμως, ξεχνάς και το κορίτσι και το τέλος του κόσμου –και ό,τι άλλο, τέλος πάντων, έχει προηγηθεί.

Όπως συνέβη και με τον προκάτοχό του, La Petite Mort (2014), έτσι και το νέο άλμπουμ βρίσκει τους James ορεξάτους και χωρίς να έχουν ξεχάσει πώς γράφεται μια στρωτή ποπ μελωδία. Από το ξεκίνημα κιόλας, με τα αθυρόστομα “Bitch” και “To My Surprise”, αλλά και με το παθιασμένο “Nothing But Love”, γίνονται σαφείς οι ανεβασμένες διαθέσεις τους, όχι μόνο στα παιξίματα, αλλά και (κυρίως) στον τρόπο με τον οποίον ερμηνεύει ο Booth: με εκείνη την πάντα φορμαρισμένη φωνή, η οποία τόσο χαρακτηριστικά συνοψίζει το στίγμα της μπάντας του.

Το πρόβλημα είναι ότι η φούρια τους δεν βγάζει πάντα σε ξέφωτο. Υπάρχουν δηλαδή κάμποσα τραγούδια-φόλες εδώ, τραγούδια που ξοδεύουν την ενέργεια της μπάντας για ψύλλου πήδημα (το “Surfer's Song” είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση). Επίσης, δεν βοηθάει πάντα η παραγωγή του Max Dingel (Muse, Killers κ.ά.): όπως και με τη συμμετοχή του στο La Petite Mort, κάμποσες φορές φορτώνει τα κομμάτια με αχρείαστα πράγματα, ενώ αυτά φωνάζουν ότι θα άστραφταν περισσότερο αν απελευθερώνονταν από τα πολλά φρου-φρου κι αρώματα. Ειδικά οι πλείστες ηλεκτρονικές αποχρώσεις που χρησιμοποιούνται σε διάφορα σημεία, μάλλον προσθέτουν χρόνια στο όλο οικοδόμημα, παρά βοηθούν να αναδειχθεί η πειραματική (η ποια;) πλευρά των James.

Business as usual, εν ολίγοις, και το 14ο άλμπουμ της παρέας από το Μάντσεστερ. Κι αν είναι να τους κατηγορήσουμε για κάτι, αυτό είναι ότι δεν βρήκαν το σθένος να λήξουν την κοινή πορεία τους, όσο ήταν καιρός. Πλέον είναι αργά: οι James έχουν μπει στη ρότα χωρίς επιστροφή για εκείνο το μέρος όπου οι μπάντες αργοπεθαίνουν, κινούμενες σχεδόν στον αυτόματο πιλότο και χωρίς να μπορούν να παρέμβουν στο ίδιο τους το έργο. Κι αν είναι κομματάκι λυπηρό κάτι τέτοιο, αποτελεί πάντως ένα από τα στοιχεία που τους ξεχωρίζουν σαφώς από την περίπτωση των Πυξ Λαξ.

{youtube}Swq2EzRv2cM{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured