Επιστροφή για τη νοσταλγική κιθαριστική ποπ των Coral, 6 χρόνια μετά την τελευταία «κανονική» τους δισκογραφική προσπάθεια Butterfly House (την οποία ο υποφαινόμενος είχε σχολιάσει εδώ) και δεν φαίνεται να έχουν διαταραχτεί σε συνταρακτικό βαθμό οι ισορροπίες στα περίχωρα του Λίβερπουλ.

Ίσως να φταίει που η απαρχή του πρότζεκτ βρίσκεται στην προετοιμασία της προ 2ετίας b-sides κυκλοφορίας The Curse Of Love, στην οποία 8 τεμάχια ηχογραφημένα κάπου στο 2006 βρήκαν τον δρόμο τους προς μια επίσημη κυκλοφορία. Αυτή η χρονική απόσταση μεταξύ των ίδιων των πονημάτων της μπάντας, όσο και της ευρέως γνωστής της υφολογικής εξάρτησης από τα late 1960s, εκμηδενίζεται εκ νέου με μια ντουζίνα νέα κομμάτια, τα οποία έχουν να επιδείξουν ως δέλεαρ μια έξτρα δόση ηλεκτρισμού.

Ο όχι και τόσο νέοπας Paul Moloy (θυμάστε μήπως τους Zutons;) φέρνει ένα έξτρα focus στις κιθάρες με την προσθήκη του στο ρόστερ των Coral, κάτι που γίνεται αντιληπτό ευθύς αμέσως με το πάτημα του play –προσφέροντας μια αίσθηση που κυριαρχεί σχεδόν στα μισά τραγούδια του δίσκου. Τα "Connector", "White Bird", "Chaising The Tail Of A Dream", "Million Eyes", "Holy Revelation" & "Fear Machine", όλα χτίζονται και πορεύονται με σφιχτοδεμένα ροκ μοτίβα, δημιουργώντας τον με διαφορά πιο «heavy» ήχο που έχει επιδείξει έως τώρα η μπάντα. Αυτή η μαζικά εκλυόμενη ηλεκτρική ενέργεια διαφοροποιεί το Distance Inbetween από την υπόλοιπη δισκογραφία των Βρετανών, κατορθώνοντας να δώσει νέα ώθηση στην αταλάντευτη φόρμουλα που ακολουθούν από σύστασής τους (με απόλυτη συνέπεια, η αλήθεια είναι), προσθέτοντας κι ένα απαραίτητο αντίβαρο στην αέναα ψυχεδελική τους αύρα.

Δεν λείπουν ασφαλώς οι radio-friendly στιγμές, όπως τα απολαυστικά "Miss Fortune" και "It's You" ή τα ελεγειακά "Beyond The Sun", "She Runs The River" και το ομώνυμο του δίσκου κομμάτι. Πρόκειται για στιγμές που και διαπρέπουν στα πλαίσια των κανόνων που οι ίδιοι οι Coral έχουν θέσει χρόνια τώρα, μα και αναδεικνύουν εκ νέου τη μαεστρία του James Skelly όταν αναλαμβάνει τα ηνία, πέρα και πάνω από τους νεοαφιχθέντες, groovy κιθαρισμούς του Moloy. Επιτυγχάνεται έτσι μια (φαινομενικά) άνετη ισορροπία, η οποία κερδίζει τις εντυπώσεις, αλλά έχει και κάτι να προσφέρει στο φάσμα των οπαδών της μπάντας –χωρίς πάντως να καταλήγει σε ριζικό επαναπροσδιορισμό του ήχου αυτής. Το οικείο καταλήγει λοιπόν να υπερισχύει, αφού δεν αποτολμάται κάποια υπερβατικού χαρακτήρα προσπάθεια επανασύστασης στο κοινό. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν υπήρξε ποτέ ζητούμενο για τους Coral ούτως ή άλλως, οπότε δεν αποτελεί βαρόμετρο απόδοσης στην παρούσα κριτική.
   
Έχοντας μόνοι τους οριοθετήσει το πεδίο δράσης όπου δραστηριοποιούνται από σύστασής τους, οι Coral του 2016 διαθέτουν μια νέα σπίθα δημιουργικότητας, η οποία τους οδηγεί με διακριτικότητα και μετριοπάθεια (κατά το σύνηθες) σε μία ακόμα πλήρη μουσική πρόταση. Το Distance Inbetween είναι μια κυκλοφορία που, ενώ είναι πέρα ως πέρα συμβατή με τη μέχρι σήμερα δισκογραφία τους, κατορθώνει να τους πάει ένα βήμα παρακάτω, χωρίς φανφάρες και κράχτες. Ανανεώνει έτσι την πίστη σε τούτο εδώ το underdog, ακόμα κι αν τερματίζει κάθε απατηλή προσδοκία (του υπογράφοντος, πρώτα-πρώτα) ότι θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί το μεγάλο breakthrough, ακόμα και τώρα.

{youtube}OJnFFHsbAYI{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured