Τo χρώμα μωβ εκφράζει πνευματικότητα, εσωτερισμό και κατάθλιψη. Και οι Baroness είχαν ζωτικούς και καλλιτεχνικούς λόγους να επουλώσουν τις πληγές από το παραλίγο θανατηφόρο ατύχημα με το βαν της μπάντας, ένα φρικτό περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια της τελευταίας τους περιοδείας, το 2012. Ο ντράμερ Allen Blickle και ο μπασίστας Matt Maggioni υπέστησαν τότε σοβαρά τραύματα και εγκατέλειψαν το συγκρότημα. Έτσι, ο frontman John Baizley και ο κιθαρίστας Pete Adams επιστράτευσαν τον Sebastian Thomson (στα τύμπανα) και τον Nick Jost (στο μπάσο και στα πλήκτρα), για να ανασυνταχθούν σαν φρέσκια ολότητα.

Με το Purple, οι Baroness εισβάλλουν εκφραστικά σε ένα μεταλλικό χρονοντούλαπο μνήμης και ενέργειας και επιβάλλουν ξανά τη δική τους τάξη. Απογαλακτισμένοι λοιπόν από τις sludge φανφάρες του παρελθόντος και από τη macho σημειολογία των ομογάλακτων, μπορούν και δημιουργούν πεδία ταύτισης ακόμα και για ακροατές που δεν ορκίζονται στο heavy. H πολυπρισματική μελωδικότητα του “Chlorine & Wine”, η αναπολογητική σκληρότητα του “Desperation Burns”, το καταϊδρωμένο punk tempo του “Kerosene” και η μπαρόκ ευαισθησία του “If I Had Τo Wake Up (Would You Stop Τhe Rain)” σχηματίζουν ομόκεντρους κύκλους από πυρακτωμένα riff, που αν μη τι άλλο είναι ταγμένα στην ειλικρίνεια. Τα δε «fillers» του δίσκου είναι ελάχιστα, δυστυχώς όμως σε αυτά συγκαταλέγεται το αχρείαστο outro του "Crossroads Οf Infinity", που αφήνει μια άσχημη γεύση στο κλείσιμο.

Το άλμπουμ συνολικά είναι ένα αποκορύφωμα θετικής σκέψης με ιδιόρρυθμο metal πανωφόρι. Η μπάντα γιορτάζει το γεγονός ότι μπορεί και κοιτάζει τον χάρο στα μάτια και ότι μπορεί να παίζει μουσική με γενναιότητα. Η δημιουργική ευδαιμονία που διαδέχτηκε το μετατραυματικό στρες, έκανε το συγκρότημα από την Τζόρτζια να προσανατολίζεται σε ένα καλοβαλμένο progressive metal, με αναθυμιάσεις από power pop και οπερετικές επιρροές από Queen.

Σε όλη τη διάρκεια του Purple, οι Baroness καταφέρνουν να πείσουν αβίαστα ότι ο ογκώδης ήχος τους δεν θυμίζει σε τίποτα αναπαλαιωμένο metal που το ξεπέρασε η εποχή του. Κάπου ανάμεσα στη λεπτή γραμμή που διαγράφουν οι Mastodon, οι Wishbone Ash, οι Thin Lizzy και κυρίως οι Metallica, το συγκρότημα εξαπολύει φροντισμένα καλούδια, βουτηγμένα από τη μία σε μια παλέτα συναισθημάτων και από την άλλη σε high energy αναψυκτικό, όπως λ.χ. το επτάλεπτο magnum opus “Chlorine & Wine” ή το “The Iron Bell”, το οποίο έχει και ολίγα καρυκεύματα από Iron Maiden.

Η κάθαρση από (κυριολεκτικές) πληγές και η αναγέννηση μέσα από το τραύμα, μπορούν κάλλιστα λοιπόν να διαγράφονται εκφραστικά σε μωβ χρωματισμούς.

{youtube}DnYO7iQfQDQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured