Η τύχη(;) τα έχει φέρει έτσι στο Avopolis, ώστε τους Sword να τους έχω περιλάβει από την αρχή. Αφενός, επειδή η Kemado (στην οποία ανήκαν μέχρι και τον 3ο τους δίσκο, ετούτος είναι ο 5ος) είναι μία από τις εταιρείες στο υλικό των οποίων αφοσιώθηκα εξαρχής –θυμίζω τους θαυμάσιους Vietnam, αλλά και τους TK Webb & Τhe Visions– καθώς πρόκειται για ένα αμερικάνικο, ρεμπέλικο rock 'n' roll με 1970s αισθητική, εντούτοις όχι νοσταλγικό. Αφετέρου, διότι αυτοί εδώ οι Τεξανοί (προσωπική μάλιστα επιλογή των Metallica ως support act στην ευρωπαϊκή περιοδεία του 2008) είχαν μια ιδιαίτερα δουλευμένη, αλλά και μανιασμένη άποψη πάνω στο ακόρντο και στον παραμορφωτή.
 
Στο High Country, όμως, έχουμε μια άποψη στη σύνθεση, παραγωγή και αισθητική που δεν στέκει ακόμα και στα πλέον ελεύθερης βοσκής ώτα. Οι πολύ προσεκτικοί θαυμαστές των Sword θα πρέπει να άκουσαν ψήγματα αυτής της αλλαγής στο πραγματικά καλό Apocryphon του 2012, αλλά εδώ οι διαφοροποιήσεις είναι πλέον σαρωτικές και πέραν του εμφανούς. Και δεν φταίει τόσο η οριστική απομάκρυνση της μπάντας από τον ορίζοντα του heavy-prog (προσοχή, με τη συγκεκριμένη σειρά) ή η προσεδάφισή της στον πλανήτη του hard rock της δεκαετίας του 1970, όσο το ότι μαλάκωσε ανεπιστρεπτί το γρέζι στο λαρύγγι του John D. Cronise και πλέον υπεισέρχονται στις ενορχηστρώσεις φόρμες από κλαβιέ και συνθετήτες, οι οποίες ξενίζουν και με τη χροιά, αλλά και με τη χρήση τους.

Η προσπάθεια να ακουστούν οι Sword με ηλεκτρονικά στοιχεία (έστω αναλογικά) στέφεται κατά τη γνώμη μου από αποτυχία, κυρίως για δύο λόγους. Ο πρώτος, έχει να κάνει με την εντελώς επιφανειακή προσέγγιση αυτής της οπτικής. Πραγματικά, φαίνεται σαν φορετή στη μπάντα από τον παραγωγό του High Country, ενώ δεν παρουσιάζει και καμία σύμπνοια με τη μόνιμη θεματική των Τεξανών στους στίχους, τον άξονα δηλαδή επιστημονική/ηρωική φαντασία. Εδώ βέβαια μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον γράφοντα για εμμονή σε μια αρραγή σχέση μεταξύ βαρέως ακόρντου, μάγων και σπαθιών (δεν είμαι οπαδός της, προσωπικά, μα στους Sword ηχούσε τουλάχιστον διασκεδαστική), το σίγουρο πάντως είναι ότι moog και ξίφος έχουμε να δούμε στη δισκογραφία από την εποχή που ο Billy Joel έκανε τους Attila. Και, πιστέψτε με, ακόμα και με την υπογραφή του μεγάλου αυτού Αμερικανού συνθέτη, η ζεύξη δεν ήταν πειστική.

Δεν είναι τυχαία πράγματα όλα τούτα, ούτε και ρηξικέλευθα. Αν δει κανείς τις τωρινές φωτογραφίες των Sword, θα παρατηρήσει ότι ο πρωτομάστορας πίσω από το μικρόφωνο έχει κόψει το μαλλί με μια Black Keys αισθητική. Ούτε βέβαια είναι τυχαίο που ο δίσκος ξεκινά με την (οργανική) σύνθεση "Unicorn Farm" και, εκεί που περιμένεις να συνεχιστεί η 1970s ανάπτυξη της μελωδίας, μπαίνουν ως μαρμελάδα κάτι μπλιμπλίκια που, αν δεν σας θυμίσουν το manual «είμαστε οι Kiss στο Dynasty του 1979 και κάνουμε μια update στροφή», εμένα να με αφήσετε στο District 9 παρέα με τους εξωγήινους. Και μόνο τυχαίο δεν είναι βέβαια ότι ο κόσμος στις συναυλίες των Sword παίρνει μπροστά όταν ακούει τις συνθέσεις από τους  πρώτους δίσκους. Τσεκάρετε τα φετινά τους live στο YouTube, για να διαπιστώσετε του λόγου το αληθές.

Άνθρακες λοιπόν ο θησαυρός του High Country και ακόμα μία μπάντα σε κρίση βαθμοθηρίας στη λίγκα της βιομηχανίας θεάματος, που αλλάζει την τακτική της κάνοντας στροφή προς μια εύπεπτη ηχουργία. Το πρόβλημα της οποίας δεν βρίσκεται φυσικά στο «εύπεπτη», αλλά στην απουσία ισορροπίας στα συστατικά με τα οποία επιδιώκεται κάτι τέτοιο.

{youtube}bI-HrHi1YvY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured