Μέχρι την κορυφή του Halycon Digest (2010), οι Deerhunter ακολουθoύσαν μεθοδικά ένα ανηφορικό μονοπάτι, προς την καθολική τους (σχεδόν) αναγνώριση ως μία από τις πιο αξιόπιστες μπάντες του σύγχρονου indie rock ήχου στη δυτική μεριά του Ατλαντικού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια πως, ουσιαστικά, το σχήμα αποτελεί προέκταση της ιδιόρρυθμης προσωπικότητας του Bradford Cox. Ο οποίος, μόλις αντίκρισε τις πρώτες άσπρες τρίχες στον καθρέφτη, έτρεξε να ανασύρει πετάλια και παραμορφωτές από το πατάρι του πατρικού του, ώστε –ως άλλα σπρέι βαφής– να θολώσουν την κρίση του κοινού για τις ανύπαρκτες, γεμάτες οργή, μέσης ηλικίας συνθέσεις του Monomania (2013). Όλα τα νεανικά του απωθημένα είχαν μόλις βγει στη φόρα, σε ένα άτσαλο μακιγιάρισμα, κάνοντας τον δίσκο να μοιάζει με εκείνα τα παραπατήματα που προξενούν απώλεια αισθήσεων για λίγα λεπτά. Ευτυχώς, τα πράγματα δείχνουν φέτος να ξαναμπαίνουν στη θέση τους για το συγκρότημα από την Ατλάντα της Τζόρτζια.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο ήδη χορτασμένος από νοσηρές κλινικές εμπειρίες Cox (λόγω κυρίως του σύνδρομου Marfan που τον ταλαιπωρεί), ενεπλάκη σε ένα παρολίγον θανάσιμο αυτοκινητιστικό ατύχημα. Αυτό, πέρα από τις σοβαρές σωματικές και εγκεφαλικές βλάβες, έφερε και μια ριζική αλλαγή στην οπτική του για τη ζωή: με πυξίδα λοιπόν το ξεγλίστρημα από τον θάνατο, άρχισε να βρίσκει νόημα και ελπίδα εκεί όπου μέχρι πριν υπήρχε μόνο ένα νεκροταφείο εφηβικών αναμνήσεων και διαπροσωπικών απογοητεύσεων. Στις τελευταίες του συνεντεύξεις, ο Cox αναφέρεται συχνά στο πλάσμα που του έσωζε τη ζωή –τον σκύλο του Faulkner– στο νέο του σπίτι, αλλά και στο πόσο απαλλαγμένος νιώθει πλέον από το άγχος της υστεροφημίας και της απόδειξης της αξίας του. Τέτοιες μικρές, υπαρκτές λεπτομέρειες συντηρούν την εύθραυστη ψυχική του γαλήνη.

Στο πρώτο ανέμελο σκανάρισμα, το Fading Frontier δείχνει ανυπόμονο να μεταφέρει τις νέες αρετές του συνθέτη του –σαν μπουκαλάκι άρωμα το οποίο έσπασε σε κλειστό χώρο και βιάζεται να καταλάβει κάθε σπιθαμή του. Πράγματι, η αισιοδοξία που σκορπάει η πρώτη τριάδα τραγουδιών μοιάζει στέρεη και βαθιά φιλοσοφημένη: από το εποχής Microcastle (2008) κιθαριστικό αφήγημα του "All Τhe Same" μέχρι το ηλιόλουστο φωνητικό ντούο του "Breaker", ο ακροατής εισπνέει άφθονες δόσεις σεροτονίνης. Περισσότερο, όμως, είναι το "Living My Life" εκείνο που αποκρυσταλλώνει τον νέο τρόπο σκέψης του Cox. Εδώ επαναλαμβάνει με πείσμα, εν μέσω ηλεκτρονικών τιτιβισμάτων, πως ζει πια όπως αυτός θέλει («I’m living my life/I’m off the grid/ I’m out of range»)· δεν επιβιώνει απλώς, αλλά απολαμβάνει τη ζωή· ανεπηρέαστος από τους αγχωτικούς, σαρκοβόρους ρυθμούς της σύγχρονης καθημερινότητας, αφήνοντας πίσω τα χρόνια της άσκοπης νοσταλγίας.

Αλλά, όσο φωτοσυντιθέμενη μοιάζει η πρώτη συστάδα κομματιών του άλμπουμ, τόσο εκτεθειμένη σε νοσοκομιακές αναθυμιάσεις και μυρωδιές χειρουργικών εργαλείων φαντάζει η δεύτερη. Πάρτε για παράδειγμα το “Leather And Wood”: ένας χυλός υποσχέσεων, στις οποίες δεν πιστεύει ούτε ο ίδιος ο Cox («I believe we can fly/I believe anything is real»), βουτηγμένες σε μία ambient υγρασία αχνίζουσα ακμή. Ή το δυστοπικό “Ad Astra”, που περιγράφει την ιστορία ενός βρέφους το οποίο ήταν άρρωστο και πέθανε, καθώς οι θρησκόληπτοι γονείς του, αντί να το πάνε στο νοσοκομείο, επέλεξαν να προσεύχονται στα θεία για θεραπεία. Δεν βλέπω μόνο εγώ την αναλογία, έτσι; Όμως και το “Snakeskin”, το πρώτο single: ενώ μοιάζει ηχητικά με γερό οπτιμιστικό μπάσιμο, αποδεικνύεται τελικά ένα γλυκόπιρκο κατηγορώ στην ακρωτηριασμένη από αγάπη παιδική του ζωή.

Το Fading Frontier καθρεφτίζει τον αγώνα του Cox, την εσωτερική του πάλη. Πρώτη φορά οι στίχοι σε δίσκο των Deerhunter παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο για την αποκωδικοποίησή του. Αλλά και ηχητικά, οι επιρροές αναδεικνύονται το ίδιο συμμετρικά και συμβολικά μοιρασμένες. Όσα δηλαδή τραγούδια μοιάζουν παιδιά της νέας του κοσμοθεωρίας, αιχμαλωτίζουν έναν  ραδιοφωνικό 1980s pop/rock ήχο –στα βήματα των INXS, των Tears For Fears, αλλά και των συμπολιτών R.E.M. Στην αντίπερα όχθη, επιβιώνουν όλα εκείνα τα ορφανά της εφηβικής φαντασίας του Cox, όσα μεγάλωσαν με Broadcast και Stereolab, τα οποία πρέπει να πάρει πια την απόφαση να τα σκοτώσει, καθώς τον παγιδεύουν στο παρελθόν. Ως ηχητική οπτικοποίηση της συγκεκριμένης μάχης στέκει το "Take Care", η πιο ξεχωριστή στιγμή στον δίσκο. Εδώ ο ακροατής μπορεί να φανταστεί έναν συνειδητοποιημένο Cox να στέκεται στη μέση της (νοητής) γέφυρας, χωρίς να ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει, πριν αυτή καταρρεύσει υπό το βάρος των αναμνήσεων.

Στην τελική του ανάλυση, ο νέος δίσκος των Deerhuntet βιώνεται ως ανησυχητικά οικείος. Αποπνέει μία μαμαδίστικη, σπιτική ζεστασιά, του τύπου που διακατέχει κάποια ηλιόλουστα, φθινοπωρινά πρωινά Κυριακής. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν σου δίνει αρκετούς λόγους για να βγεις έξω από το σπίτι και να τα απολαύσεις.

{youtube}UCVWrqxyt3Y{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured