Ο δεύτερος αυτός δίσκος των Palma Violets διατηρεί αναλλοίωτο το μεγαλύτερο προνόμιο της συγκεκριμένης μπάντας, το οποίο –για να είμαστε ακριβοδίκαιοι– δεν είναι και κάτι δεδομένο στις εποχές της συγκεχυμένης πολυαναφορικότητας τις οποίες διανύουμε: ξεκάθαρη αισθητική κατεύθυνση.

Οι Palma Violets δεν επιδιώκουν να συμβαδίσουν με τα trends της εποχής, δεν επιχειρούν ιδιότυπα ηχητικά μίγματα, αλλά ούτε πιπιλάνε ακριβώς και την καραμέλα της αναβίωσης. Δεν προσανατολίζονται προς τον παγκόσμιο μουσικό χάρτη, αλλά στοχεύουν σχεδόν αποκλειστικά στο ευρωπαϊκό ακροατήριο (και κυρίως στο βρετανικό), επιλέγοντας να παγώσουν τον χρόνο στη mid-2000s κυριαρχία των Libertines και λοιπών, τότε που το indie rock ζούσε πραγματικά ένδοξες μέρες στο νησί τους.

Μετέρχονται έτσι μια απίστευτα συνεπή αισθητική, βγαλμένη κατευθείαν μέσα από μεθύσια σε πολυσύχναστες pub, συννεφιασμένους περιπάτους σε υγρά λονδρέζικα πεζοδρόμια και ζαλισμένους εναγκαλισμούς σε λασπωμένες φεστιβαλικές εκτάσεις. Προσφέρουν μια συμπαγή ηχητική πρόταση με απόλυτα ευκρινές αισθητικό περίγραμμα, η οποία δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο σύγχυσης στον ακροατή. Ταμπελοποιούνται χωρίς κανέναν ενδοιασμό –και «σ' όποιον αρέσουν».

Η τιμιότητα όμως αυτή του βρετανικού συγκροτήματος αμαυρώνεται από δύο διόλου αμελητέα ψεγάδια, τα οποία ήταν εμφανή στο ντεμπούτο τους (180, 2013) και δυστυχώς δεν λείπουν ούτε από τη δεύτερη δουλειά τους.

Το πρώτο έχει να κάνει με τη θρασύτατα οφθαλμοφανή απομίμηση των Libertines. Οι κιθάρες και τα φωνητικά, η βρετανίλα και το ρεμπέλικο attitude: όλα παραπέμπουν στη βρετανική post-punk αναβίωση της οποίας ηγήθηκαν οι Λονδρέζοι συμπολίτες τους κατά την προηγούμενη δεκαετία. Και είναι περιττό να αναφέρουμε ότι, όπως συμβαίνει με κάθε σχεδόν κόπια, έτσι και αυτή είναι υποδεέστερη από το πρωτότυπο.

Το δεύτερο (και σημαντικότερο) ψεγάδι αφορά την έλλειψη στιβαρών συνθέσεων, γεγονός που τελικά αποδυναμώνει εν μέρει και το προνόμιο που αναφέρθηκε προηγουμένως. Η αισθητική συνέπεια ενός συγκροτήματος από μόνη της μπορεί να είναι κάθε άλλο παρά επιλήψιμη, όμως η εμμονή των Palma Violets με τη στιλιστική τους υπόσταση σε αντιπαραβολή με το φτωχό τους υλικό κάπου εκνευρίζει, διότι δείχνει να προσπαθεί να κουκουλώσει το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, μόνο για λίγο καταφέρνει να αποπροσανατολίσει τον ακροατή, καθώς η συνθετική ανεπάρκεια αποκαλύπτεται πριν καν τα μισά της tracklist και η λογική «style over substance» τελικά γυρίζει μπούμερανγκ στο ίδιο το συγκρότημα.

Κατά συνέπεια, το Danger In The Club δεν είναι επ' ουδενί ικανό να αντέξει στις ακροάσεις και επομένως μετά βίας καταφέρνει να αγγίξει τη βαθμολογική βάση. Είναι προφανές ότι οι Palma Violets θα χρειαστεί να βρουν τη δική τους ταυτότητα και να δουλέψουν περισσότερο το songwriting τους, εάν θέλουν να ξεφύγουν από την πυροτεχνουργία του εφήμερου hype και να αποκτήσουν ουσιαστική καλλιτεχνική αναγνώριση.

{youtube}H6il1Wdqwhs{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured