Ένα τέτοιο κείμενο θα μπορούσε να αρχίσει με τη γνωστή καταμέτρηση, σημειώνοντας πως το Emmaar είναι το 6o άλμπουμ για τους Tinariwen. Νομίζω όμως πως λίγη αξία έχει κάτι τέτοιο. Κατ' αρχάς, γιατί τα χρόνια της δισκογραφικής παρουσίας του σχήματος από το Μάλι είναι λίγα σχετικά με το σύνολο της πορείας τους. Κι έπειτα, ποιος στ’ αλήθεια περιμένει να «εξελιχθούν», μιλώντας με τους όρους με τους οποίους αντιμετωπίζουμε συνήθως τη Δυτική μουσική; Λίγες αλλαγές εδώ ή εκεί, αλλά κι αυτές έχω την εντύπωση πως περισσότερο υπαγορεύονται από τη θεματολογία ή τις συνθήκες στις οποίες φτιάχτηκε ο εκάστοτε δίσκος και λιγότερο (έως καθόλου) από την έννοια του «προχωρούμε μπροστά», όπως λέγεται (συχνά αφρόνως) στο ροκ, στην τζαζ ή σε όποιο άλλο Δυτικό «μουσικό στερέωμα».
Μιλώντας για συνθήκες, πάντως, βρίσκουμε και τη μόνη ίσως «πρωτοτυπία» του δίσκου: είναι ο πρώτος που οι Tinariwen ηχογραφούν εκτός Αφρικής· τούτη τη φορά η έρημος που τους περιβάλλει δεν είναι η Σαχάρα, αλλά εκείνη του Joshua Tree National Park στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια. Όσο για τη θεματολογία, υπαγορεύεται από αυτό το γεγονός ή ορθότερα από τους λόγους για τους οποίους συνέβη.
Βλέπετε, οι Tinariwen δεν βρέθηκαν στις Η.Π.Α. για τουρισμό. Βρέθηκαν στην ουσία εξόριστοι, διωγμένοι από τη βία που επικρατούσε στην πατρίδα τους, το Azawad στο βόρειο Μάλι. Περιοχή η οποία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη για ένα μικρό διάστημα το 2012, αποτέλεσμα ακόμα μίας τοπικής εξέγερσης των Τουαρέγκ –αυτή τη φορά με τη βοήθεια διάφορων ισλαμικών δικτύων προσκείμενα στην Αλ Κάιντα. Κι αν γλίτωσαν από τον κυβερνητικό στρατό (ή από τις γαλλικές δυνάμεις που σε κάποια φάση τον συνέδραμαν), διώχθηκαν τελικά από τους ίδιους τους πρόσκαιρους συμμάχους τους. Γιατί στο «ελεύθερο» πλέον Azawad οι Ισλαμιστές επιχείρησαν να επιβάλλουν τη Σαρία, κυνηγώντας λυσσαλέα τη «μουσική του Σατανά» –πιάνοντας βεβαίως κι εκείνοι «απευθείας σύνδεση» με τον λόγο του δικού τους (πανάρετου κατά τ’ άλλα) θεού. Ένα μέλος των Tinariwen βρέθηκε αιχμάλωτο στα χέρια των Ισλαμιστών, οι υπόλοιποι όμως προλάβανε, πήρανε τα μάτια τους και βρέθηκαν στην Αμερική.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που εκδιώκονται από τον τόπο τους, ούτε οι ίδιοι προσωπικά, ούτε οι Τουαρέγκ εν γένει –κάθε άλλο. Δεν το βάλανε λοιπόν κάτω. Κι εκεί στην έρημο του Joshua Tree μελοποίησαν αυτά τους τα βιώματα, καταλήγοντας αν όχι στον καλύτερο μέχρι τώρα δίσκο τους, πάντως σίγουρα κάπου εκεί κοντά. Δίσκο τον οποίον προλογίζουν ιδανικά οι λίγοι αγγλικοί στίχοι που εκφωνεί ο Saul Williams (ένας από τους εκλεκτούς φιλοξενουμένους στο Emmaar), καταλήγοντας στη φράση «dancing through fire». Εύστοχη απόδοση της αίσθησης που σου δημιουργεί το άλμπουμ. Από τη μία η φωτιά, αυτή η βαθιά αναταραχή του παρόντος, αλλά και οι χρόνιες οδύνες που περιβάλλουν τη ζωή των Τουαρέγκ. Κι απ’ την άλλη ο χορός, η ζωτικότητα ενός αγώνα που με το φως προσπαθεί να πολεμήσει το σκοτάδι.
Μιλώ βέβαια για μια αίσθηση, διότι δεν (μου) είναι ξεκάθαρη η διάκριση μεταξύ του κατά πόσο όλα αυτά όντως μεταφέρονται μέσω της μουσικής και κατά πόσο αποτελούν προεκτάσεις των όσων γνωρίζω ή/και των όσων φαντάζομαι. Είναι κατά πρώτον η άγνωστη γλώσσα –άρα η αντίληψη της θεματολογίας αποκλειστικά μέσω των όσων μπορεί να διαβάσει κανείς στο διαδίκτυο· είναι και οι τρόποι (μουσικοί και άλλοι) οι οποίοι, αν δεν είναι εντελώς ξένοι (πράγμα το οποίο προϋποθέτει κι αυτό μια ελάχιστη έστω προπαιδεία και σίγουρα δεν καλύπτεται από απλοϊκές αναγωγές), πάντως σίγουρα απέχουν από το οικείο. Είναι επίσης και το γενικότερο, ότι σπάνια τέτοια ζητήματα μπορούν να εντοπιστούν στο μουσικό σώμα με τη μορφή χειροπιαστών αποδείξεων.
Φαίνεται όμως πως το Emmaar το διαπερνάει μια επιπλέον φόρτιση, πως αυτός ο «αέρας της ελευθερίας» που συνήθως πνέει στους δίσκους των Tinariwen εδώ είναι κομματάκι δυνατότερος. Αν δηλαδή υποτεθεί ότι υπάρχουν δύο πτυχές στη μουσική τους, η «νατουραλιστική» και η «μαχητική», εδώ φαίνεται να δίνεται –ευλόγως– μια ελαφρά προτεραιότητα στη δεύτερη. Δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως τροποποιούνται σημαντικά οι όροι με τους οποίους ποιούν μουσική: δείχνει απλώς μια τάση, αρκετά σημαντική πάντως ώστε να επιτείνει την εσωτερική ένταση από την οποία ούτως ή άλλως διέπεται η μουσική τους.
Κατά βάση λοιπόν είναι κι εδώ τα ίδια στοιχεία που καθιστούν τη μουσική των Tinariwen ελκυστική· οι ρέουσες μελωδίες της ηλεκτρικής κιθάρας, η λιτή μα ζωηρή ρυθμολογία των κρουστών κι αυτή η αυστηρή φωνητική επιτέλεση, η οποία παίρνει στοιχεία και από τα δύο, δένοντάς τα σε έναν αδιάσπαστο μίτο. Όμως οι Tinariwen φτιάχνουν μουσική που δεν χρειάζεται να καταλάβεις για να αφεθείς, αλλά να αφεθείς για να καταλάβεις. Και είναι εκπληκτικό το πόσο διακριτικά το Emmaarκαταφέρνει και τραβάει την προσοχή σου, πώς σε παίρνει μαζί του και πώς τελικά σου επιβάλει μ’ έναν τρόπο τη ζωτικότητά του. Το έκανε άλλωστε το συγκρότημα και σε λιγότερο εμπνευσμένες στιγμές του, πόσο μάλλον εδώ…
{youtube}IFtmB2U3Clo{/youtube}