Όταν πριν από μια δεκαετία είχε ζητηθεί η γνώμη μου για τα δέκα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών, μέσα στα δέκα δικά μου είχα συμπεριλάβει το παρθενικό άλμπουμ των Buzzcocks “Another Music In A Different Kitchen”. Αν μου ζητούσαν κάτι αντίστοιχο σήμερα, σίγουρα δεν θα είχε ανάλογη ζηλευτή θέση στη λίστα μου, κι όσο κι αν σκέφτομαι ότι η επιλογή μου ίσως να μην ήταν και τόσο εύστοχη, δεν ήταν απ’ την άλλη κι εντελώς άστοχη! Μπορεί δηλαδή να ήταν λάθος, όχι πάντως τραγικό! Το ξέρω ότι ο κορυφαίος δίσκος της μπάντας απ’ το Μάντσεστερ είναι η συλλογή με τα σινγκλάκια τους, το “Singles Going Steady”, μα υπήρχε η απαγόρευση των συλλογών στην επιλογή, οπότε πήγα στο αμέσως καλύτερό τους. Είναι ένας αριστουργηματικός δίσκος, με απίστευτες μελωδίες και φρέσκια ηχητική πνοή – όσο κι αν απουσιάζει από εδώ το “Ever Fallen In Love”. Εκτός των άλλων, υπήρξαν εξίσου επιδραστικοί με τους Sex Pistols και τους Clash για μια γενιά συγκροτημάτων που δεν ήθελαν ή δεν ενδιαφέρονταν να είναι πολιτικοποιημένοι, και η αναρχία ήταν μια έννοια που δεν είχε καμία θέση στην καρδιά τους. Ήταν για ανθρώπους που ήθελαν να γράφουν τραγούδια αγάπης χωρίς να ηχούν παλιομοδίτες και αναχρονιστικοί, και με το πνεύμα τους να λάμπει εκτυφλωτικά μέσα από τους στίχους.

Οι Buxzzcocks υπήρξαν όλα αυτά και κάτι παραπάνω, και τα τραγούδια τους αποτελούν άπιαστα δείγματα υποδειγματικής και εύστροφης πανκ ποπ – ή ποπ πανκ – μουσικής. Το νέο τους τούτο άλμπουμ Δε, δεν έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία, από το 1996 κυκλοφορούν κατά διαστήματα καινούργιες δουλειές ενώ εργάζονται κανονικά στους συναυλιακούς χώρους (σε ελάχιστες ημέρες και στην Αθήνα, με το καλό να μας έρθουν). Τόσο το πρώτο άλμπουμ τους μετά την επανασύνδεση (“All Set”), όσο και το επόμενο (“Modern”, που μάλιστα είχε βγει και σαν διπλό cd με το δεύτερο δίσκο να αποτελεί ένα best of… για όσους δεν είχαν στη δισκοθήκη τους ήδη ένα…), όσο και τούτο εδώ, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από καλά έως συμπαθητικά, σπάνια ικανά να σε συγκινήσουν μα και ποτέ αρκετά κακά για να προκαλέσουν τη λύπησή σου.

Το “Jerk” για παράδειγμα που ανοίγει το δίσκο θα μπορούσε να είναι κομμάτι από ένα συγκρότημα της Epitaph, κι αυτό δεν είναι ιδιαίτερα τιμητικό για ένα γκρουπ της δικής τους ιστορίας. Απ’ την άλλη όμως, δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε ότι θα ήταν ουτοπικό αν ζητούσαμε απ’ τους Buzzcocks να είναι ακόμη πρωτοποριακοί, να μας ξελογιάζουν σήμερα με τη τότε νεανική τους σπιρτάδα και τον ορμητικό ενθουσιασμό ενός “Moving Away From The Pulsebeat” ή του “What Do I Get”! Αρκεί που στέκονται στο ύψος τους με μεστές συνθέσεις παιγμένες αρκούντως σκληρά, και στίχους κοφτερούς σχεδόν όσο και παλιότερα και κάποτε γεμάτους υπαινιγμούς (The Way Things Are Going / Wouldn’t Be At All Surprised / If A Song I Liked Won The Next Eurovision (!).

Οι Buzzcocks σήμερα απαρτίζονται από τον Pete Shelley (τα χαρακτηριστικά, θηλυπρεπή φωνητικά του οποίου απουσιάζουν κραυγαλέα, που σημαίνει ίσως ότι έχει αλλάξει η χροιά της φωνής του;) και τον Steve Diggle από τα αυθεντικά μέλη, και τους Tony Barber και Philip Barker σταθερά στις θέσεις τους από τη στιγμή της επανασύνδεσης. 27 χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση, είναι μεσήλικες ειλικρινείς σε στάση και αξιοπρεπείς σε μουσικό επίπεδο, και δεν νομίζω ότι μπορούμε τελικά να τους ζητήσουμε τίποτε παραπάνω…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured