Εξι χρόνια μακριά από την τελευταία σκοτεινή κραυγή του "The Black Rider", και επτά χρόνια μετά από το εκπληκτικό "Bone Machine" με εκείνες τις αποκαλυπτικές, dark και μεταθανάτιες εμμονές και αναζητήσεις του, o Tom Waits κυκλoφορεί νέο album, το πρώτο του εδώ και αιώνες μακριά από την Island Records. Πλέον βρίσκεται υπό τη σκιά της καλιφορνέζικιας Epitaph που παρεπιπτόντως τα οικονόμησε για τα καλά με τους Offspring.

Βέβαια, οι μουσικές αναζητήσεις, τα ψυχολογικά πορτρέτα, οι σουρεαλιστικές περιγραφές και οι περίεργοι χαρακτήρες είναι όλοι παρόντες μηδενός εξαιρουμένου/ης. Ο Τom Waits πάντα λάτρευε τα τραγούδια της περιπέτειας, τις murder ballads, κομμάτια για καταστροφές, για ασκήσεις αληθινού ηρωισμού, κομμάτια μυστηρίου, εξαφανίσεων, κομμάτια όμως και έρωτα, κομμάτια αγάπης όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν γι'αυτήν.

Οι χαρακτήρες διεκδικούν με κάθε τρόπο αυτό που τους ανήκει, κραυγάζουν για τις επιθυμίες τους, κλαίνε και πονούν για ότι τους ενοχλεί. Από την άλλη προτιμούν να κοιμούνται σε εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία, να πίνουν σε ξεχασμένα bars, να περπατούν σε δυσάρεστα μέρη. Δεν χρειάζεται φυσικά να αναφέρω πόσο επιδραστικός υπήρξε ο Τοm τόσο με την ιδιαίτερη γραφή του, όσο και με τον τρόπο που "ντύνει" μουσικά τις φανταστικές αλλά τόσο πειστικές ιστορίες του.

Το Mule Variations είναι ουσιαστικά ένα καταστάλαγμα τριών δεκαετιών μουσικής προσφοράς, και σ'αυτό συνετέλεσε η μεγάλη απουσία του (αν και δεν κάθησε και ιδιαίτερα, καθώς ήταν υπεύθυνος για τη μουσική της ταινίας "Dead Man Walking" και του "The End of Violence").

Με τους ίδιους πάνω κάτω συνεργάτες (στην κιθάρα και το μπάσο) αναζητά την περίεργη ομορφιά του blues και μελαγχολικού country μείγματος, με ατμοσφαιρικά jazz περάσματα. Να πούμε για σκοτεινά love songs, όπως το "Black Market Baby", για πανέμορφες, αργές Keith Richards-ιζουσες απόπειρες, για ιδιαίτερης αισθητικής blues ("Big In Japan").

Βέβαια όλα αυτά κάπου τα έχουμε όλοι ξανασυναντήσει στο παρελθόν (το "Hold On" π.χ. που αναπνέει τους καπνούς του "Blind Love" ή το "Filipino Box Hog" που είναι βγαλμένο κατευθείαν από το "Bone Machine"), αλλά αυτό σε τίποτα δεν αφαιρεί από την αυθύπαρκτη, μεθυστική (και πλέον περισσότερο εσωστρεφή) μαγεία κάθε κομματιού, μαγεία που ενισχύεται από την ιδιότροπη μέθοδο ηχογράφησης. Ο Tom νιώθει "σαν στο σπίτι του" όταν βρίσκεται στην ύπαιθρο, σε έρημα, σκοτεινά και τρομακτικά τοπία στα μέσα μιας τεράστιας, έρημης έκτασης. Η κλεισούρα του studio δεν τον βοηθάει να αναδείξει κομμάτια που είναι χτισμένα πάνω στην αίσθηση του χώρου, γι'αυτό και κάποια από τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν στην ύπαιθρο... Και δεν πρόκειται για πονηρό εφετζίδικο τέχνασμα, αλλά για λειτουργικά δικαιωμένη άποψη.

Εχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα album μοναδικό τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά, γιατί κανένας άλλος μουσικός δεν δημιουργεί μία τόσο ξέχωρη, παράλληλη πραγματικότητα πειστικών και τρομακτικών καταστάσεων. Ο Tom επέστρεψε και μας χάρισε έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured