Το συγκρότημα από το Liverpool, που στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας άρχισε τα πρώτα του μουσικά βήματα στη νεοσύστατη new wave σκηνή, επέστρεψε (μετά από 7 χρόνια απουσίας) το 1997 με καινούργιο, ανανεωμένο ήχο, σχεδόν νέα μουσική ταυτότητα, αλλά παράλληλα σχεδόν ίδια σύνθεση.

Οι αποτυχημένες προσπάθειες του δημιουργού του συγκροτήματος McCulloch να ακολουθήσει solo καριέρα, αλλά και όχι η τόσο λαμπρή καριέρα με το γκρουπ που δημιούργησε το 1995, τους Electrafixtion, τον οδήγησαν στη σκέψη ανασχηματισμού του συγκροτήματος, το οποίο πάντοτε αποτελούσε τη διαφορετική μουσική νότα στην αγγλική σκηνή.

Δύο μόλις χρόνια μετά από εκείνο το album (το Evergreen) όμως, οι Echo & The Bunnymen επέστρεψαν ουσιαστικά ως... ένας!

Η απουσία των Will και Less είναι κάτι παραπάνω από σημαντική και εμφανής. Ωσεί παρών στο album ο πρώτος, όχι τόσο εξαιτίας της έλλειψης νευρωτικών συνθέσεων, αλλά εξαιτίας της ενορχηστρωτικής ιεραρχίας που τον θέλει να ακούγεται από ελάχιστα ως καθόλου (πρέπει κανείς να περιμένει μέχρι το τελευταίο κομμάτι για να τον ακούσει να παίζει, επομένως οι συγκρίσεις των βρετανικών εντύπων με το Ocean Rain είναι τουλάχιστον ατυχείς). Επιπρόσθετα το contrast με και χωρίς τον Less, προδίδει την έλλειψη απλών και μαγευτικών γραμμών του μπάσου στη δεύτερη περίπτωση.

Εχουμε λοιπόν να κάνουμε ουσιαστικά με μία solo δουλειά του Ian από όποια πλευρά και αν τη δει κανείς, μια δουλειά όμως τόσο δυνατή συνθετικά και στιχουργικά, τόσο αεράτη και ρομαντική ταυτόχρονα, τόσο λυρική και ντελικάτη στην αρχική της σύλληψη, που κατορθώνει να αντηχεί παράλληλα ως σύγχρονη και ρετρό πρόταση, συνθετικά και ενορχηστρωτικά.

Χαρακτηριστική είναι δε απλότητα και η στέρεα βάση συνθέσεων σαν το catchy "Baby Rain", το Beatlικό "Fools Like Us", τo εκπληκτικό "Rust". Οι απλές αυτές βάσεις όμως (Echo-friendly στο αρχικό τους στάδιο), περικλείουν στην εξέλιξή τους πλούσια έγχορδα από την London Metropolitan Orchestra.

Επιπλέον, έκδηλη είναι η απεξάρτηση από τις κορεσμένες για τους ίδιους σκοτεινές πλευρές, στη θέση των οποίων αναπτύσσουν downtempo αλλά γλυκόπικρα (τουλάχιστον όχι πικρά) κοκτέιλ όπου συρρέουν χαμηλών τόνων, πανέμορφες, ρομαντικές μελωδίες και φράσεις που φτάνουν κατευθείαν στο στόχο: την ψυχή του ακροατή.

Δύο μόνο φορές αφήνεται ο Ian στην εναλλακτική μαγεία των ρυθμών, και στην πρώτη μάλιστα "παρασύρεται" από τους Fun Lovin' Criminals (στο Get In The Car).

Οπως είπα όμως και στη αρχή, το album αυτό ξενίζει, τόσο για τις κιθάρες-σήμα κατατεθέν του Sergeant που ουσιαστικά λείπουν, όσο και για την ελαφρώς αλλαγμένη διάθεση σε σχέση με ότι έχουν παρουσιάσει μέχρι τώρα. Αν καταφέρει κανείς (στους fans του group απευθύνομαι ιδιαίτερα) και ξεπεράσει αυτά τα κόμπλεξ, και ίσως παραμερίσει και κάποια εμφανώς βιαστικά φτιαγμένα κομμάτια του album (υπήρχε άραγε πίεση χρόνου, ή έγινε εσκεμμένα;), θα ανακαλύψει ότι album σαν το παρόν δεν κάνουν την εμφάνισή τους συχνά, ιδιαίτερα από ανθρώπους που μπαίνουν στην πέμπτη δεκαετία της ζωής τους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured