Το νέο άλμπουμ του Νότη Μαυρουδή είναι μια πράξη αγάπης προς τη «σχολή» του ελληνικού τραγουδιού που τον διαμόρφωσε ως δημιουργό· την ίδια όμως στιγμή αποτελεί και μια δήλωση ουσίας αναφορικά με το σημερινό σκηνικό της εγχώριας δισκογραφίας.

Τα όσα ακούμε στο Άγρυπνο Φεγγάρι δεν σχετίζονται με την «ας βγάλουμε άλλον έναν δίσκο» νοοτροπία, η οποία μια χαρά επικράτησε τελικά σε όλες τις όχθες του ελληνικού τραγουδιού –σηματοδοτώντας μια ήττα για όσους προσπάθησαν κάποτε να πείσουν για το ηθικό πλεονέκτημα των «έντεχνων». Πίσω τους, αντιθέτως, εντοπίζονται τουλάχιστον 3 χρόνια μοναχικών στοχασμών του Μαυρουδή πάνω στη γλώσσα των ποιητών, στους τονισμούς των στίχων, στην αισθητική με την οποία διάλεξαν να εκφράσουν το στοιχείο του έρωτα. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει ως έναν δημιουργό που μπήκε στο όλο αλισβερίσι όχι μόνο με σοβαρότητα, μα και με σπάνια ταπεινότητα: δεν έβαλε όρους, δηλαδή, παρά συμπορεύτηκε με τους ποιητές και τους αφουγκράστηκε βαθιά, πριν αρχίσει να ντύνει τα λόγια τους με μουσικές. 

Η μελοποίηση λοιπόν του Μαυρουδή αναδεικνύεται σε ισχυρότατο χαρτί για το Άγρυπνο Φεγγάρι. Η μουσική πορεύεται διακριτικά, αφήνοντας τα φώτα να πέσουν πάνω στον ποιητικό λόγο, χτίζοντας τα «μετόπισθεν» με όμορφες μελωδίες, απέριττες ενορχηστρώσεις (δουλειά του Γιάννη Παπαζαχαριάκη) και καταπληκτική δουλειά στην κιθάρα –όργανο βέβαια στο οποίο ο δημιουργός είναι αναγνωρισμένος βιρτουόζος. Η οπτική του τιμά το σπουδαίο παρελθόν που ταυτίστηκε κάποτε με το βεληνεκές του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη και του Σταύρου Ξαρχάκου. Και παρότι δεν κομίζει κάτι το καινούριο στην ευρύτερη προοπτική, δημιουργεί επαρκές αντίβαρο σε πολλά από όσα ταλαιπωρούν σήμερα τη σχετική δισκογραφία, θυμίζοντας (και τονίζοντας) πώς φτάναμε κάποτε στο μεδούλι των πραγμάτων. Ας αφουγκραστούν με προσοχή όσοι αναρωτιούνται «τις πταίει;». 

Ο επεξηγηματικός υπότιτλος Μελοποιημένοι Έλληνες Ποιητές Από Τον 19ο Και Τον 20ό Αιώνα, φωτίζει στο μεταξύ επαρκώς το πεδίο απ' όπου αντλεί ο Μαυρουδής: έχουμε εδώ να κάνουμε με τον κόσμο του Κώστα Βάρναλη, του Γιώργου Βιζυηνού, του Κώστα Καρυωτάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, της Μαρίας Πολυδούρη, του Γιώργου Σαραντάρη και του Γιώργου Σεφέρη. Επικρατεί νομίζω μια κάποια έμφαση στον Μεσοπόλεμο, κάτι που προσωπικά βρήκα ταιριαστό με τις αναζητήσεις της δικής μας περιόδου –η Ιστορία βεβαίως δεν επαναλαμβάνεται (όπως θέλει το γνωστό ρητό), όμως οι μεταβατικές εποχές διαθέτουν συγγένειες. Και η δική μας είναι μια τέτοια, τώρα που το λήξαμε οριστικά ότι ήσαν γελοίοι οι κάποτε προβεβλημένοι κήρυκες του Τέλους της Ιστορίας, όχι όμως κι εκείνοι που φώναξαν από την παραδοσιακή Δεξιά για τη Σύγκρουση των Πολιτισμών κόντρα στο κλίμα μιας ροζουλί Παγκοσμιοποίησης ή όσοι προειδοποίησαν από μια σοβαρή Κεντροαριστερά ότι το νέο οικονομικό σκηνικό μπορεί να ταυτιζόταν σε βάθος χρόνου με μια Ευημερία του Κακού.

Το οικοδόμημα του Μαυρουδή αναλαμβάνουν να πρεσβεύσουν και να κοινωνήσουν προς τα έξω οι επιλεγμένοι ερμηνευτές. Εδώ μπαίνουν βέβαια και ορισμένα θέματα γούστου στην εξίσωση: στα δικά μου λ.χ. αυτιά ο Χρήστος Θηβαίος κομματάκι ...λεονταρίζει στο "Όνειρον" του Βιζυηνού, η καλλίφωνη Μαρία Θωίδου βασίζεται υπέρ το δέον σε έντεχνες μανιέρες στο "Είμαστε Κάτι Ξεχαρβαλωμένες Κιθάρες" του Καρυωτάκη (αντιθέτως, τραγουδά χάρμα στο "Αηδόνι" του Λαπαθιώτη) και ο Σωκράτης Μάλαμας βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο λέγοντας το "Ένας-Όλοι" του Βάρναλη. Όχι όμως και στο "Απομεσήμερο Ενός Φαύλου", όπου μεταφέρει εξαιρετικά το ειρωνικό και πολιτικό μήνυμα του Σεφέρη από το μακρινό 1944, συνεπικουρούμενος από μια πολύ σωστά τοποθετημένη χορωδία. 

Η Μόρφω Τσαϊρέλη καταφέρνει να σταθεί πολύ καλά στις 2 εγγραφές της, δίχως τυμπανοκρουσίες, ωστόσο ως μεγάλοι πρωταγωνιστές του δίσκου αποτυπώνονται εν τέλει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και η Νένα Βενετσάνου. Ο πρώτος είναι συγκλονιστικός στο πώς προσεγγίζει τη διάσταση της λύπης στο "Παιδί (Φυσά Βοριάς, Φυσά Θρακιάς) του Βιζυηνού και η δεύτερη δικαίως ερμηνεύει 4 από τις συνολικά 13 επιλογές. Παρά τη μικρή της προβολή στον Τύπο και στο ραδιόφωνο, πρόκειται για μία από τις καλύτερες τραγουδίστριες της χώρας, η οποία ακουμπά εδώ με θαυμαστή συναίσθηση στα ποιήματα που της αναλογούν. Κάνοντας λ.χ. το λαπαθιωτικό "Νυχτερινό Ι" όχι μόνο ένα από τα καλύτερα στιγμιότυπα του παρόντος δίσκου, μα και λαμπερό υπόδειγμα του πώς προσεγγίζουμε τραγουδιστικά τη μελοποιημένη ποίηση. 

Τίμησε την ελληνική δισκογραφία σε αληθώς πέτρινα χρόνια ο Νότης Μαυρουδής με το Άγρυπνο Φεγγάρι. Τα υπόλοιπα αφορούν το διασπασμένο κοινό της ψηφιακής μας εποχής (επί του παρόντος) και τους αποτιμητές του μέλλοντος, εάν βέβαια δεχτούμε ότι θα επιβιώσει τελικά με αξιώσεις η μουσικοκριτική, κόντρα στην έντονη τάση υποβιβασμού της σε μηχανισμό ενίσχυσης της (όποιας) «επικαιρότητας».

{youtube}g9btXRO17-U{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured