«Θαρρείς και ξέχασε και δεν χαράζει, να φύγει η νύχτα, να έρθει η αυγή»

Όσο μπαγλαμάδες και μπουζούκια φτιάχνουν κλίμα πάλκου και ο Γιώργος Νταλάρας αναδύεται στο επίκεντρο ως φιγούρα των παλιών καιρών, ο νους ταξιδεύει κι αυτός σε προηγούμενες εποχές. Σε χρόνια με Δίφωνο στα περίπτερα, με το εγχώριο τραγούδι να ασχολείται με «όχθες» μα να διατηρείται εμπορικά και ραδιοφωνικά θαλερό, παρά τα αδιέξοδα που πλήθαιναν.

Ο Γιώργος Νταλάρας στα ερτζιανά με «χίλια μίλια παραγάδια» ξεμάκραινε βαθμιαία μα σταθερά από τον τραγουδιστή που πολλοί είχαν αγαπήσει –μεταξύ τους κι εγώ– τον τραγουδιστή δηλαδή που, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, έγραψε τη δική του ιστορία στο λαϊκό πεντάγραμμο. Παρά τις προβεβλημένες ζωντανές ηχογραφήσεις με ρεπερτόριο Μάρκου Βαμβακάρη και Βασίλη Τσιτσάνη, ακόμα και οι φίλοι χαθήκαμε κατόπιν σε ένα πλήθος δισκογραφημένων live με κάθε αιτία και αφορμή (πότε η Φιλαρμονική του Ισραήλ, πότε η Μαρινέλλα, πότε η Emma Shapplin, πότε η Dulce Pontes κτλ.) και σε προσωπικές δουλειές όλο και πιο αμήχανες, που κάτι έψαχναν, μα ποτέ δεν το αποσαφήνιζαν και εν τέλει ποτέ δεν το έβρισκαν: η Άσφαλτος έτρεχε, τα Χωριά ερήμωναν, το 'να πόδι κατέληγε στ' Άστρα, μα άκρη δεν έβγαινε.

«Τώρα που γύρισες, γιατί να έρθω, τώρα που έμαθα μόνος να ζω»

Το τραγούδι σε επαναφέρει στο σήμερα, 20 χρόνια μετά, τώρα που ο Νταλάρας γυρνά και διεκδικεί ξανά τα σκήπτρα του Μεγάλου Λαϊκού, με σύμμαχο τον Βαγγέλη Κορακάκη, αυτόν τον συνεπή βιβλιοθηκάριο των Μεγάλων Παλαιών. Έχω γράψει κι άλλη φορά, με διαφορετικές αφορμές, για τον ορίζοντα προσδοκιών που συχνά χωρίζει το κοινό από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες: άλλα θέλει αυτό, άλλα επιθυμούν εκείνοι, καταλήγουν να χάνονται ακόμα κι αν μένουν κάτι-σαν-φίλοι· όπως συμβαίνει και στη ζωή. Οι καλλιτέχνες, φυσικά, πρέπει πάντα να ακολουθούν τις δικές τους εσώτερες παρορμήσεις, ειδάλλως αυτοαναιρούνται. Καλώς ή κακώς, όμως, υπάρχει και το τάιμινγκ· το ρημάδι το τάιμινγκ, όπως και στην καθημερινή ζωή.

Αν λοιπόν στο άνυδρο τοπίο των '00s υπήρχε πράγματι μια γενικότερη ζέση να ακούσουμε ξανά τη φωνή του Νταλάρα σε αμιγώς λαϊκά μονοπάτια –οπότε και θα καλωσορίζαμε έναν δίσκο σαν τα Θαλασσινά Παλάτια– στο 2016 οι ανάγκες έχουν αλλάξει: τώρα δηλαδή διακυβεύεται το πώς ακριβώς θα συνεχίσει, αν συνεχίσει, το λαϊκό τραγούδι, ποια σχέση θα αποκτήσει (ή δεν θα αποκτήσει) με την επελαύνουσα Δυτική αισθητική και τους ήχους της σε συνθήκες επιθετικής Παγκοσμιοποίησης. Σε μια εποχή που όρισε ως μεγάλο και αυθόρμητο είδωλο τον Παντελή Παντελίδη, ο Νταλάρας έπρεπε να φέρει και μια πρόταση, αν ήθελε να ξαναπεί λαϊκά. Αντ' αυτής, έφερε μόνο καντάρια νοσταλγίας.

«Περνούσε ο καιρός από κοντά μου, σαν μαύρος ουρανός, σαν αστραπή»

Τα Θαλασσινά Παλάτια διαθέτουν βέβαια ποιότητες που δεν γίνεται να σε αφήσουν ασυγκίνητο, αν έχεις αγαπήσει το κλασικό λαϊκό τραγούδι. Εδώ υπάρχουν εκτελέσεις επιπέδου και αρώματα από εποχές σπουδαίες, ειδικά σε στιγμές σαν τα "Χαράζει Στη Στράτα Μου", "Καρδιά Θλιμμένη", "Δεν Προσκύνησα Τη Γη Μου" και "Ήλιε Που Δεν Ξημέρωσες". Είναι ένας δίσκος που αναπνέει Βασίλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωάννου και Χρήστο Νικολόπουλο, φτιαγμένος από καρδιάς, με το μεράκι και τη στόφα που έχει διακρίνει όλη την πορεία του Κορακάκη από τους Άρχοντες (1994) και μετά –μάλιστα λέει και ο γιος του ο Βασίλης μερικά τραγούδια, με γουστόζικο τρόπο και με πηγαία λαϊκότητα (π.χ. "Χλωμό Αστέρι Της Αυγής", "Τώρα Που Γύρισες"). Ο δε Νταλάρας, είναι καταπληκτικός. Ακόμα και σε πιο δεύτερα κομμάτια, στέκει ως ερμηνευτής απόλυτα κυρίαρχος στα εκφραστικά του μέσα: μια δύναμη ζωοποιός, η οποία κουβαλάει βιώματα και ρίζες που φτάνουν και περισσεύουν ώστε να σταμπάρουν μια δυνατή σφραγίδα ποιότητας.  

Όμως ο κόσμος που σκιαγραφείται στα Θαλασσινά Παλάτια είναι ένας κόσμος περασμένος, ζωντανός πλέον στις μνήμες μιας παλιότερης και εν πολλοίς παροπλισμένης γενιάς. Ο δίσκος δεν έχει λοιπόν να προσφέρει κάτι το σημαίνον στις σημερινές συζητήσεις γύρω από τον λαϊκό μας μουσικό πολιτισμό, δεν έχει τη δύναμη να «ταράξει» τα νερά ή να «υποχρεώσει» τα ραδιόφωνα σε διαρκή airplay –κι ας φέρει το brand name Νταλάρας στην πρόσοψή του. Από αυτήν μάλιστα την άποψη, εκπροσωπεί και μια υπερβολικά ασφαλή επιλογή εκ μέρους των συντελεστών. Έκατσαν δηλαδή και μας μαγείρεψαν ένα νόστιμο φαγητό, το οποίο όμως το έχουμε γευτεί από τα χεράκια τους κάμποσες φορές, ώστε να ξέρουμε ότι δεν χρειάστηκε να πάρουν ούτε ένα τόσο δα ρίσκο, προκειμένου να μας ικανοποιήσουν.

{youtube}RxA8rpM2daA{/youtube}
 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured