O Φόβος είναι η σταγόνα (της γνωστής ρήσης) που ξεχειλίζει το ποτήρι. Ο κόμβος όπου πλέον παύεις την προσπάθεια να βρεις πώς συνδυάζονται τα όσα διαβάζεις για τη Ρεθυμνιώτισσα λυράρισα, μουσικό, ερμηνεύτρια, τραγουδοποιό με τα όσα ακούς στους δίσκους της και παίρνεις τις αποφάσεις σου. 

Η Γεωργία Νταγάκη συνεργάστηκε με τον Eric Burdon· η Γεωργία Νταγάκη είναι στα 20 προτεινόμενα άλμπουμ των World Music Charts της Ευρώπης· η Γεωργία Νταγάκη έπαιξε με τους Violent Femmes, παλιότερα άνοιξε και εγχώριες συναυλίες του Goran Bregović· η Γεωργία Νταγάκη θα εμφανιστεί το καλοκαίρι του '15 στο πλευρό των Eyeless In Gaza. Είναι όλα αλήθεια. Αλλά ψάχνεις να διαβάσεις τι ακριβώς κάνει αυτή η όμορφη (έτσι δείχνει) κοπέλα που φωτογραφίζεται διαρκώς με μια λύρα στο χέρι και πέφτεις συνέχεια πάνω σε πληροφορίες που υπερτονίζουν το ότι είναι «διεθνής». Προωθώντας σε εκείνο το άτιμο το between the lines που λένε οι Αγγλοσάξονες –για να γίνω κι εγώ λίγο διεθνής– την εξίσωση «άρα είναι καλή». Αναρωτιέμαι βέβαια αν, με την ίδια ακριβώς λογική, οι υπογράφοντες τα σχετικά κείμενα παραδέχονται και τη Βίκυ Λέανδρος ως καλή...  

Τέλος πάντων, η ίδια η καλλιτέχνις δεν φέρει ευθύνη για το πώς την πλασάρουν τρίτα πρόσωπα. Φέρει ωστόσο για τα τραγούδια που καταθέτει, τα οποία –τρίτο δίσκο τώρα– δεν δικαιολογούν τίποτα από τα παραπάνω. Στην Άκρη Αυτού Του Κόσμου το 2006 μπορεί να τη συγχώρεσες που βγήκε στη δισκογραφία τόσο μπουρδουκλωμένη μεταξύ των δημοτικών του νησιού της και της αγοραίας νεοπαραδοσιακής αισθητικής του (ενορχηστρωτή) Μάνου Πυροβολάκη. Στο Ασκαρδαμυκτί του 2009 ίσως να έγραψες ένα ακόμα συγχωροχάρτι σκεπτόμενος πως το άγχος της διεθνούς κυκλοφορίας (με τον τίτλο Secret Love) την κράτησε στην ασφάλεια μιας έντεχνης μανιέρας πασπαλισμένης με λύρα, έτσι για το εξωτικόν της εμπειρίας. Όμως στον Φόβο οι δικαιολογίες τελείωσαν: τα ανυπόφορα κρητοέντεχνα κλισέ του, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τους Eyeless In Gaza, τον Burdon και τους λοιπούς διεθνείς συσχετισμούς.  

Μπορεί δηλαδή η παραγωγή και οι ενορχηστρώσεις να δίνουν μια «πατίνα» απ' ό,τι παλιότερα ονομαζόταν ethnic και τώρα το λέμε world για να είμαστε  politically correct, αλλά τα τραγούδια που ακούμε με τις υπογραφές λ.χ. του Ορέστη Ντάντου, του Σταύρου Σιόλα, της Ανδριάνας Μπάμπαλη ή του Οδυσσέα Ιωάννου είναι έντεχνα με όλα τα σημάδια μαρασμού του είδους, νοστιμισμένα απλά με κρητική λύρα ("Μια Φορά Το Χρόνο", "Δε Λέει Η Καρδιά Να Μάθει"). Δεν πέφτει ούτε ένα λοξό βλέμμα, μπας κι ανατραπεί λίγο το «βαριέμαι, αλλά πάντα με ποιότητα» κλίμα ("Δυο Καπέλα", "Σώμα Μου Γυμνό") ή κάτι ηρωικοί παροξυσμοί άνευ αιτίας, τύπου "Θ' Ανατιναχθούμε". Δεν γίνεται δε ούτε μισή απόπειρα σύγκλισης με ό,τι φτιάχνει λαμβάνοντας αφορμή από την εγχώρια παράδοση η Κρίστη Στασινοπούλου στους δικούς της «διεθνείς» δίσκους –ένα χρήσιμο μέτρο σύγκρισης με τη Νταγάκη, λόγω της εξίσου αξιοσημείωτης προβολής της στα world music charts.

Στιχουργικά, επίσης, απομένουμε με λόγια που προσπαθούν να εκφράσουν το ερωτικό γίγνεσθαι με λέξεις και φράσεις αδέξιες, τύπου «μπορεί να κράταγε πολύ, μπορεί να μ' είχες βαρεθεί, μπορεί να κάναμε παιδί» ("Μπορεί"), «κάποιος απ' όλους μου είχε πει, είναι αμάξια οι άνθρωποι» ("Αυτοκίνητα") ή «μου λείπουν κάτι απλές εποχές, που ήξερα πάντα τι θες/τραπέζι για δύο, ποτό στη Θησείο, σ' αγαπώ». Το ότι βέβαια το συγκεκριμένο άσμα ("Σκέτος Εγώ") κάνει ήδη καριέρα στα έντεχνα ραδιόφωνα και τραγουδιέται δυνατά στα ρακομελάδικα από 30άρες που αναπολούν εκείνη τη σχέση που είχαν πριν ο ΓΑΠ πάει Καστελόριζο, τραβάει την κόκκινη γραμμή –την καλή, όχι του Φώτη Κουβέλη. Αγάπη, συγκράτησε τα δάκρυά σου: πρέπει να ήταν πολύ μέτρια τα πράγματα τέλος πάντων, αν σε πήγαινε για ποτό στο Θησείο...

Ίσως τώρα φταίνε οι επιλογές, οι οποίες δεν της έδωσαν έμπνευση για κάτι παραπάνω –οδηγώντας την ασυναίσθητα στην ευθεία τους– πάντως ούτε η ίδια η Νταγάκη στέκεται καλά πίσω από το μικρόφωνο. Αρκέστηκε σε ερμηνείες απλά σωστές, με μονοδιάστατα αποστασιοποιημένη εκφορά στις απολήξεις των φωνηέντων και με έναν κεκτημένο χρωματισμό, που λίγο-πολύ επαναλαμβάνεται αυτούσιος από την αρχή ως το τέλος του Φόβου, πλήττοντας ακόμα και τη διασκευή της στην "Πετροπέρδικα" του Ψαραντώνη. Τραγούδι που είμαι σίγουρος πως μπορούσε να πει πιο εκφραστικά (και πιο κρητικά, αν θέλετε), αν δεν έπρεπε να υπακούσει στις λογικές ενός συνόλου που ψάχνει τη στάμπα του «ποιοτικού» με πολύ επιφανειακό τρόπο. 

{youtube}bNxzr_fE_RA{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured