Αντικριστά ονομάστηκε ο νέος δίσκος του Κώστα Μακεδόνα κι αντικριστά αποφάσισα κι εγώ να τον βάλω με την καινούργια δουλειά του Ζαφείρη Μελά. Γιατί, έστω και με αλλιώτικη προσέγγιση και μεθοδολογία, οι δύο τραγουδιστές δεν επιδιώκουν δραματικά διαφορετικά πράγματα. Ίσα-ίσα, αμφότεροι δίνουν καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει σύγχρονο λαϊκό τραγούδι και αμφότεροι επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τα χαρακτηριστικά του –καθένας από το μετερίζι του.  

Λαϊκό τραγούδι σημαίνει, ήδη από τα χρόνια του Βαμβακάρη και του Μπάτη, εκπροσώπηση μιας φαντασιακής κοινότητας. Το κλειστό ρεμπέτικο σινάφι αρχικά. Η μεταπολεμική/εμφυλιακή λαϊκή ψυχή κατόπιν, όπως την οριοθέτησε η “Συννεφιασμένη Κυριακή”, η Μπέλλου και ο Τσιτσάνης. Οι συνειδητοποιημένες (εξευρωπαϊσμένες) μάζες, στη συνέχεια, οι οποίες τραγούδησαν Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο και Σαββόπουλο με φόντο την κατάρρευση μιας προβληματικής συνταγματικής μοναρχίας. Οι νεόπλουτοι μικροαστοί και οι κουστουμαρισμένοι χωρικοί της μεταπολίτευσης ακολούθως, που –μπερδεύοντας δημοκρατία και ασυδοσία, μπαγλαμάδες και συνθεσάιζερ– χειροκρότησαν τον Τόλη, την Άντζελα και τον Λε-Πα, αλλά και τον Στράτο Διονυσίου. Τα διχασμένα τέκνα τους, τέλος, όσα έχτισαν το τρίπτυχο κλασικό ροκ-έντεχνο-σκυλάδικο, προκειμένου να κρύψουν κάτω από το χαλί ενός άλφα μορφωτικού επιπέδου το μετέωρο βήμα τους μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μεταξύ Scorpions, Deep Purple, Κραουνάκη, Μάλαμα, Θανάση (Παπακωνσταντίνου), λαϊκοπόπ αστέρων, Eurovision και talent show.

Ως δίσκοι της εποχής τους, τόσο το Αντικριστά του Κώστα Μακεδόνα, όσο και ο Τρελός Μου Χαρακτήρας του Ζαφείρη Μελά εκφράζουν αυτή τη διχασμένη νεοελληνική ταυτότητα, προβάλλοντας ένα μπάσταρδο fusion εντοπιότητας και Δυτικοποιημένης παγκοσμιότητας. Ο Μακεδόνας θέλει τα μπουζούκια, αλλά δεν ξέρει και τι να τα κάνει. Συνεχίζει να αντιλαμβάνεται το λαϊκό τραγούδι μέσα από ένα μάλλον ελαφρολαϊκό πρίσμα, συνεχίζει να χρωστάει περισσότερα στο ιταλικό καντσόνε παρά στον Μητροπάνο και γι’ αυτό κάνει –τελικά– ποπ. Ή, καλύτερα, έναν κύκλο τραγουδιών με Δυτικοευρωπαϊκή ταυτότητα και μεθόδους, τον οποίον η ενορχήστρωση εμπλουτίζει με τυποποιημένα ελληνικά στοιχεία (“Τώρα Μη Μιλάς”, “Αντικριστά”). Το λαϊκό τραγούδι που του φτιάχνουν ο Γιώργος Θεοφάνους και ο Νίκος Μωραΐτης είναι ένα προσεγμένα αποβουτυρωμένο λαϊκό, φτιαγμένο για τον ευπαρουσίαστο Έλληνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σουξέ επιδιώκεται ολοφάνερα, ο Μακεδόνας σου δίνει όμως την εντύπωση πως το φαντάζεται ραδιοφωνικό, να το σιγοτραγουδά επαγγελματικά αποκατεστημένος μικρομεσαίος, ο οποίος κάνει και δυο-τρία ταξίδια στην Ευρώπη τον χρόνο (κυρίως για ψώνια και για επιφανειακό τουρισμό) –κάτι σαν τους πρωταγωνιστές του “Δυο Άνθρωποι Μικροί”.

Από την άλλη, ο Μελάς επενδύει στα μπουζούκια και ξέρει καλά τι να τα κάνει. Αισθάνεται οικεία ανάμεσά τους, έστω κι αν έτσι προδίδει μια πιο στενή αντίληψη της λαϊκότητας συγκριτικά με τον Μακεδόνα –εκτός από στενή, διαθέτει βέβαια και μια καίρια, παλιάς κοπής αυθεντικότητα. Για να συμβαδίσει ωστόσο με την εποχή, η πολυσυλλεκτική ομάδα πίσω από το Ο Τρελός Μου Χαρακτήρας μπολιάζει ενορχηστρωτικά τα ελληνικά χρώματα των συνθέσεων με διάφορα άγαρμπα και ακαλαίσθητα Δυτικά τρικ –και απέναντί τους ο Μελάς αισθάνεται εμφανώς αμήχανα, ειδικά όταν χρειάζεται να κάνει ένα ντουέτο με τον ράπερ Docta στο “Θα Δείξει”. Στον δικό του δίσκο η επιδίωξη του σουξέ δεν είναι μικρότερη, αλλά καμουφλάρεται λιγότερο επιτυχημένα. Κατά σημεία αισθάνεσαι έτσι ότι μόνη σημασία έχει να βγει ένα συνθηματάκι (“Αποκλείεται”), κάτι που θα χορευτεί στις πίστες –φέτος απαραιτήτως, άντε και του χρόνου. Από ποιον δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, υπάρχει πάντως κεντράρισμα σε ένα διαφορετικό ταξικό/μορφωτικό/επαγγελματικό πλαίσιο από εκείνο του Μακεδόνα –γι’ αυτό και μια φρασεολογία όπως αυτή του “Γαμώ Την Καλοσύνη Μου”. Κινδυνεύοντας να μπλέξεις με τα στερεότυπα, αρχίζεις να φαντάζεσαι σερβιτόρους στην επαρχία, κομμώτριες, παιδιά της Δυτικής Αττικής και των υποβαθμισμένων προαστίων της Θεσσαλονίκης.

Όσο κι αν σοκάρει αυτούς που επιμένουν στις «όχθες ποιότητας», οι δύο δίσκοι αποβαίνουν μετρίως ισοδύναμοι. Και οι δύο διαθέτουν κάποια ωραία τραγούδια: ορισμένα του Μακεδόνα θα τα έλεγε και ο Μελάς (π.χ. “Νοικιάζεται”), ορισμένα του Μελά και ο Μακεδόνας (“Όλα Για Όλα”). Και τους δύο τους παίρνουν επάνω τους οι ερμηνευτές με την πρέπουσα στιβαρότητα στο μικρόφωνο. Και οι δύο περιλαμβάνουν από ένα ντουέτο με γυναικεία φωνή (Μακεδόνας-Γλυκερία, Μελάς-Εβίτα Σερέτη). Και οι δύο, τελικά, υπερασπίζονται με πειθώ την εκδοχή της φαντασιακής λαϊκής κοινότητας που αντιπροσωπεύουν. Το θέμα έγκειται περισσότερο στο ότι η τελευταία δεν είναι πλέον ενιαία. Έχει (πολυ)διασπαστεί σε εκφάνσεις βαθιά προβληματικές και αδιέξοδες –γι’ αυτό και το τραγούδι που εκπροσωπεί την κάθε μία τους φαντάζει τόσο λίγο, σε σχέση με το λαϊκό του παρελθόντος: μεσοβέζικα νερωμένο, στην περίπτωση του Μακεδόνα, αγκιστρωμένο σε σχήματα ξεμυαλισμένα από την εφήμερη διασκέδαση στις πίστες, στην περίπτωση του Μελά.

Ο Μακεδόνας κερδίζει λοιπόν σε αξιοπρέπεια, μα καταλήγει να ανταγωνίζεται τον Ρέμο και τον Πλούταρχο –ερμηνευτές εμφανώς υποδεέστερούς του. Ο Μελάς πάλι κερδίζει σε γνησιότητα, μα σε κάνει να αναφωνήσεις «κρίμα» που αναλώνει τέτοια φωνάρα σε επιδιώξεις αγοραίες. Και οι δύο, πάντως, αποδεικνύονται λαρύγγια ανώτερα του ρεπερτορίου με το οποίο μας παρουσιάζονται (και) φέτος. Μουσική Σκηνή - Πίστα σημειώσατε λοιπόν Χ. Και ψάξτε βαθύτερα γιατί η λαϊκοπόπ αποτελεί καλύτερο πρέσβη του λαϊκού τραγουδιού στο μεταίχμιο 20ου και 21ου αιώνα, από ότι τα όσα πρεσβεύουν εδώ Μακεδόνας και Μελάς: μέχρι να αποφασίσει ο Νεοέλληνας του 21ου αιώνα ποια έννοια έχει σήμερα το επίθετο «λαϊκός», το αντίστοιχο τραγούδι θα παραμένει ή παρελθοντολάγνο ή βαθιά προβληματικό.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured