Γέννημα-θρέμμα της Θεσσαλονίκης, ο Θωμάς Κοροβίνης είναι από τους πλέον δημιουργικούς ανθρώπους της πόλης αυτής, έχοντας χαράξει μια συνεπή πορεία με ό,τι κι αν έχει καταπιαστεί – είτε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση, είτε ως ερευνητής και συγγραφέας, είτε ως τραγουδοποιός, είτε ως λογοτέχνης και μεταφραστής, είτε, τέλος, ως «ζώον πολιτικόν». Έχοντας μάλιστα να επιδείξει κάποιους σημαίνοντες σταθμούς σε όλα αυτά, όπως π.χ. τη μετάφρασή του στο Λεϊλά Και Μεζνούν ή τα βιβλία του για τους Ασίκηδες και τους Ζεϊμπέκους.   Από όλες πάντως τις παραπάνω δραστηριότητες του Κοροβίνη, η λιγότερο ενδιαφέρουσα ήταν σταθερά, κατά τη γνώμη μου, αυτή του τραγουδοποιού. Για λόγους τους οποίους πιστοποιεί και τούτος ο νέος του δίσκος, με τίτλο Το Κελί και συμπράττοντες τη Λιζέτα Καλημέρη, τον Δημήτρη Ζερβουδάκη και τη Μαρία Φωτίου. Λιγότερο ενδιαφέρουσα, όμως, δεν σημαίνει και λιγότερο συνεπή με τα βιώματα του Κοροβίνη ή λιγότερο αξιοπρεπή. Γιατί ο Κοροβίνης είναι ένας άνθρωπος ο οποίος τρίφτηκε άμεσα και σε βάθος με το λαϊκό μας τραγούδι. Μηχανιώνα, ταβέρνες και γραμμόφωνα γαλούχησαν την παιδική του ηλικία, ένας ακατάλυτος δεσμός αναπτύχθηκε κατόπιν στην ωριμότητά του με τη μαγική Ανατολή – όταν βρέθηκε στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο Κωνσταντινούπολης – και όλα αυτά ενυπάρχουν και ανασαίνουν τόσο στα τραγούδια που γράφει, όσο όμως και στις ερμηνείες του.  Η βάση όμως των δικών μου ενστάσεων εδράζεται σε κάτι που ο ίδιος ο δημιουργός έχει δηλώσει παλιότερα σε συνέντευξή του: «Το δημοτικό, το ρεμπέτικο, το λαϊκό είναι παράδοση που ναι μεν κατά κάποιον τρόπο είναι ακόμα ζωντανή, όμως δεν έχει συνέχεια». Για τον Κοροβίνη για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με εταιρικά συμφέροντα, για μένα (και) για λόγους αλλαγής πλεύσης της κοινωνίας μας, οι οποίοι καθιστούν ένα άλλο, αναμφίβολα ευτελές, τραγούδι ως «συνέχεια» της παραπάνω παράδοσης – δεν έχει σημασία εν προκειμένω η αιτία. Το δικό μου ζήτημα είναι ότι ο Κοροβίνης δεν επιδιώκει, με τη δική του ανεξάρτητη διαδρομή, να βρει αυτή τη συνέχεια η οποία θεωρεί πως λείπει. Προβαίνει απλώς σε προσεγμένες και τίμιες αναπαλαιώσεις, απομιμήσεις παλιών, δοξασμένων σχημάτων παρμένων απευθείας από τη μεγάλη δεξαμενή του ρεμπέτικου/λαϊκού οικοδομήματος.  Αυτή η αίσθηση νοσταλγίας για το πώς ήταν κάποτε το λαϊκό μας τραγούδι, όπως την εκπροσωπούν οι κουρασμένες και χιλιοδοκιμασμένες ενορχηστρώσεις, κυριαρχεί απ’ άκρη σ’ άκρη στο Κελί, βάζοντάς του μια αναπόφευκτη οροφή. Είναι πράγματι ένας τίμιος, αξιοπρεπέστατος δίσκος, με ορισμένες καλοβαλμένες στιγμές – με καλύτερες το “Έρημο Πουλί” σε ερμηνεία Λιζέτας Καλημέρη, τον “Τρόμο” σε ντουέτο Κοροβίνη-Φωτίου και το “Στα Σκοτεινά”, με τον ίδιο τον συνθέτη στα φωνητικά. Ο οποίος όμως δεν έχει κάτι να πει στο σήμερα ή κάτι να προτείνει για το πώς θα φύγει αυτός ο ήχος από το τέλμα, γενόμενος ξανά καίριος, σύγχρονος και διαχρονικός, σε πείσμα από τη μια όλων των κλαψιάρηδων (κακών) δευτεραναγνωστών του Χατζιδάκι και των μαζικών τραγουδιών-συνθημάτων από την άλλη. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured