«Στην άκρη των παραμυθιών πάρε κι εμένα, είν’ η ζωή μας σκουριασμένη λαμαρίνα, να στήνεις ξόβεργες εκεί για μαγικά πετούμενα και μαγεμένα»: με αυτούς τους στίχους του αρχαιολόγου και συγγραφέα παραμυθιών Χρήστου Μπουλώτη ξεκινάει ο νέος δίσκος του Θανάση Δρίτσα και με δικούς του, επίσης, τελειώνει: «Φοβάμαι όσους δεν διαβάζουν παραμύθια…». Δεν πρόκειται, όμως, για έναν ακόμα δίσκο με παραμύθια – όπως είχε συμβεί με το Δύο Μουσικά Παραμύθια. Εδώ έχουμε, ουσιαστικά, τον πρώτο κύκλο τραγουδιών που υπογράφει ο Θανάσης Δρίτσας, με τον ίδιο στο πιάνο και την Αθηνά Δημητρακοπούλου στα φωνητικά. Τραγούδια τα οποία υφαίνονται πάνω στην ανάγκη της ζωής μας για το παραμύθι, το όνειρο και τη δημιουργική δύναμη της παιδικότητας, λέξη που κακώς συσχετίζεται συνήθως με την ανωριμότητα.Η μελωδική προσέγγιση, όπως μας προειδοποιεί ο υπότιτλος, είναι μια προσέγγιση απλή και δοσμένη με πολύ λιτό τρόπο: πιάνο και φωνή. Απλή, όμως, δεν σημαίνει και απλοϊκή – και όποιος έχει ακούσει και λίγη μουσική στη ζωή του ξέρει ότι η δύναμη της απλότητας μπορεί να είναι ισάξια με αυτήν της πιο περίτεχνης και πολύπλοκης ενορχήστρωσης. Φτάνει να σου «πετύχει» - και ο Θανάσης Δρίτσας έχει πετύχει μια αξιοζήλευτη ισορροπία μεταξύ μουσικής, στίχων και φωνής στον νέο του δίσκο. Πρώτα-πρώτα, έχει διαλέξει ωραίους στίχους για μελοποίηση: πέρα από τον προαναφερόμενο Χρήστο Μπουλώτη, βρίσκουμε εδώ ωραίους στίχους της Ελευθερίας Ζαμπετάκη-Δρίτσα (θαυμάσια παραμυθένιος ο “Υπνοβάτης Ακροβάτης” της), αλλά και από ένα ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη και της Ελένης Χωρεάνθη. Ονόματα δηλαδή, πλην φυσικά του Ελύτη, τα οποία μπορεί να μην είναι «του χώρου», κατέθεσαν όμως στίχους με βαρύτητα, ουσία και ποιότητα, βάζοντας τα γυαλιά σε πολλούς και διάφορους στιχουργούς οι οποίοι υπηρετούν, υποτίθεται, την «ποιοτική όχθη» του νέου ελληνικού τραγουδιού, βομβαρδίζοντάς μας με κοινοτοπίες. Ο ίδιος ο Θανάσης Δρίτσας λάμπει με το πιάνο του καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου, πλάθοντας με αυτό μια θαυμάσια, χατζιδακικών ποιοτήτων, ατμόσφαιρα, η οποία και τυλίγει απαλά το σύνολο του δίσκου, δίνοντάς του συνοχή και σφρίγος. Η μελοποίησή του στο “Τραγούδι Της Μαρίας Νεφέλης” είναι υπέροχη, ενώ αξίζει να προσέξετε και τα ορχηστρικά σημεία του δίσκου, όπως π.χ. το “Μέσα Στα Διάφανα Νερά” ή τον “Αυτοσχεδιασμό Της Βροχούλας”, όπου ξετυλίγεται η αγάπη του, μα και η μεγάλη του ικανότητα, στον αυτοσχεδιασμό και την «απόδραση» από την παρτιτούρα. Για τελευταία άφησα την Αθηνά Δημητρακοπούλου, μια τραγουδίστρια την οποία είχα προσέξει πριν δύο χρόνια, όταν είχε βγάλει τον δίσκο Το Κέρασμα, αλλά είχα χάσει έκτοτε. Η Δημητρακοπούλου δεν διαθέτει μονάχα μια όμορφη και εκπαιδευμένη φωνή, αλλά και μια ιδιαίτερη, με προσωπικό στίγμα, εκφραστικότητα. Και δεν είναι μόνο ότι στον παρόντα δίσκο αξιοποίησε την εκπαίδευσή της στο κλασικό τραγούδι ή το ότι έφερε μια αύρα από δοξασμένες εποχές του λεγόμενου «έντεχνου» ήχου, αλλά και του Ελαφρού τραγουδιού του Μεσοπολέμου. Είναι και το ότι «μπήκε» θαρρείς μέσα στα τραγούδια – κάπως έτσι τουλάχιστον την αντιλήφθηκα σε περιπτώσεις όπως το “Τραγούδι Της Μαρίας Νεφέλης”, το “Μεσημέρι Πυρωμένο”, το “Του Άλαλου Γίνε Λαλιά”, το “Τι Άλλο” ή το “Αρχή Καλοκαιριού, Καλησπέρα Σας”. Συνολικά, λοιπόν, έχουμε εδώ κατά τη γνώμη μου έναν από τους καλύτερους δίσκους της ελληνικής (ελληνόφωνης, όχι αγγλόφωνης) παραγωγής για τη χρονιά που διανύουμε. Μια δουλειά με χαρακτήρα και προσωπικότητα, η οποία επαναφέρει τον καρδιολόγο και συνθέτη Θανάση Δρίτσα στο δισκογραφικό προσκήνιο, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να μας χαρίσει και κύκλους τραγουδιών, εκτός από οργανικά έργα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured