Το μονοπάτι του ελληνόφωνου rock πήραν οι Αλκυονίδες Μέρες, μην υπολογίζοντας όμως, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, ότι βάλθηκαν να περπατήσουν σε έναν δρόμο μακρύ και δύσκολο, η επιβίωση στον οποίον απαιτεί πολύ περισσότερα προσόντα από τον ενθουσιασμό και την αγάπη για τη rock μουσική. Οι Αλκυονίδες Μέρες κοιτάνε πίσω στον χρόνο και η άποψή τους περί rock έχει ένα δυνατό 1970s άρωμα. Άρωμα το οποίο μπορεί ίσως να παραπέμπει σε κάποια οικεία και (πολύ) αγαπητά ακούσματα, αλλά καθόλου δεν πείθει ότι έχει κάτι σημαίνον να πει στις μέρες μας. Φαντάζει αντιθέτως ως γνήσιο παιδί μιας ελληνικής rock κουλτούρας, η οποία κόλλησε στους Deep Purple και στους Doors και ξέχασε μετά να αλλάξει τα φύλλα του ημερολογίου και να ζήσει και τη συνέχεια, με αποτέλεσμα σήμερα να τρέχει να γεμίζει τα στάδια όταν έρχονται οι Scorpions και διάφορα άλλα κουρασμένα παλικάρια. Οι μελωδίες των Αλκυονίδων Μερών θα ήταν μέσα στα πράγματα 35 χρόνια πίσω. Από τη στιγμή όμως που αδυνατούν να υπερασπιστούν τον λόγο ύπαρξής τους στο rock σκηνικό του 2006 καταντάνε ξεφτισμένοι τύποι, πρότυπα και μοτίβα, απόηχοι μιας περασμένης εποχής χωρίς δική τους, αυτόνομη ζωή. Λέγοντας όμως πως οι Αλκυονίδες Μέρες αδυνατούν να υπερασπιστούν την αισθητική τους πρόταση δεν αναφέρομαι μόνο στο συνθετικό τους ταλέντο, αλλά και στις επιδόσεις τους στη στιχουργική και στο τραγούδι. Όσον αφορά τις ερμηνείες, ο frontman Τάσος Γκίκας προδίδεται τόσο από τα περιορισμένα φωνητικά του προσόντα, όσο και από την εμφανή του απειρία στην απόδοση συναισθηματικών αποχρώσεων, η οποία τον οδηγεί στο να τραγουδάει όλα τα τραγούδια με τον ίδιο πάνω-κάτω επίπεδο τρόπο. Οι δε στίχοι του ηγέτη της μπάντας Δημήτρη Τσαλαπάτη δεν κατορθώνουν να αρθρώσουν τίποτα άξιο σημασίας. Φαντάζουν αντιθέτως άλλοτε μπουρδουκλωμένοι σε φανταχτερά μα κούφια παιχνίδια με τις λέξεις και άλλοτε αφελείς σαν εφηβικά στιχάκια σε λευκώματα μαθητριών του Λυκείου. Δεν θα αποφύγω κλείνοντας δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα των παραπάνω τάσεων: «Οι λεπτοδείκτες απειλούν με θράσος επιστάτη/τον ζορισμένο άνεμο π’ ανθίζει στα πνευμόνια/γιατί κυμάτισε πολύ το γιατρικό μας γέλιο/φεγγοβολήσαν οι ματιές στα πρόσωπα λαμπιόνια» (“Ένα Τσιγάρο Παράταση”) και «Σημαδεύω το φεγγάρι μήπως φοβηθεί/Κι έτσι έρθει να με πάρει σε μιαν άλλη γη» (“Ήλιε Κρύψου”).

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured